Πέρα από τις χαρές, τις στημένες φιέστες, “γιορτές” και εκδηλώσεις, που τις βαπτίζουν κατά τις σκοπιμότητες και τα -σκοτεινά- συμφέροντά τους, όπου τρέχει ο υπνώττων λαός, υπάρχει πολύς κόσμος που πονά, που υποφέρει και που τρέχει στους κάδους των σκουπιδιών να βρει κάτι να φάγει και μέσα σ’ αυτούς να έχουν πετάξει τα περιττώματα των σκύλων, με την σκυλομανία που μας κατέχει. Και τα γράφουμε με πολύ πόνο και εμπειρία. Και είχε το θράσος κάποια υπουργός να διαλαλεί ότι «αυτά τώρα εξέλειψαν»!
Συμμεριζόμαστε τον πόνο των συνανθρώπων μας όποιας φυλής, χρώματος και θρησκείας που έχουν κατακλύσει τη διαλυόμενη χώρα μας και διεθνή ζητιάνα.
Αδελφέ συμπονεμένε και συνπροδομένε από τους “άρχοντές” μας. Δεν χύνω ξίδι στις πληγές σου. Δεν θρηνώ πάνω στα ερείπια μιας καταρρέουσας χώρας. Θέλω να αναπνεύσω τον πόνο σου και να τον συγκεράσω με τον δικό μου. Είσαι ο εαυτός μου. Είμαι ο αντίλαλος του στεναγμού σου.
Η ηχώ της φωνής σου. Μου μιλά το άδειο στομάχι σου. Το κρεβάτι του πόνου σου. Οι άλαλοι στεναγμοί σου.
Και, σκέφτομαι πόσο όμορφο, πόσο θεϊκό είναι να συμπάσχεις με τους άλλους με όποιο τρόπο μπορείς. Ο πόνος αγκαλιάζει όλο το σώμα μας. Και αφού είμαστε ένα σώμα, όπως θα πει κι ο απόστολος Παύλος (Α’ Κορινθ. 10, 17). Κι όταν πονά ένας, πρέπει να πονούμε και να συμπάσχουμε όλοι. Είμαστε συμπάσχοντες και συναμαρτωλοί. Έτσι, ως συμπάσχοντες και συναμαρτωλοί «αλλήλων τα βάρη βαστάζομεν και ούτως αναπληρώνομεν τον νόμον του Χριστού» (Γαλατ. 6, 20).
Τιμούμε και πρέπει να μιμούμαστε όσους με πίστη και κουράγιο σηκώνουν τους σταυρούς της ζωής. Και που πιστεύουν, και το ζουν, ότι «Η θλίψις υπομονή κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει…» (Ρωμ. 5, 3-4)
Κάθε κρεβάτι του -όποιου- πόνου, μπορεί να γίνει η κολυμβήθρα της Βηθεσδά στα Ιεροσόλυμά μας, όπου με την καρτερία, όπου με την ταπείνωση, την υπομονή και την πίστη του ο άνθρωπος προς τον Θεόν, θα θεραπεύεται, θα κραταιούται, θα ανδρώνεται και θα στερεώνεται πάνω στην πίστη και θα λέγει στον Θεό: «γεννηθήτω το θέλημά σου». Και, το θέλημα του Θεού είναι «δι’ υπομονής τρέχωμεν τον προκείμενον ημίν αγώνα, αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησού». (Εβρ. 12,1). Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος μέσα στα παθήματα και τα μαρτύριά του ομολογούσε «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» (Φιλιππ. 4,13).
Τιμή και καύχημά μας να στεκόμαστε όρθιοι και να αγκαλιάζουμε τρυφερά κι αγαπητικά και μάλιστα όσους πόνους μας προκαλούν οι άλλοι, που κάποτε μάς κορόιδευαν και μάλιστα φίλοι μας, λεγόμενοι και “χριστιανοί”, ίσως και ζηλωτές!
Βλέπουμε ότι με το να υποφέρουμε τους πόνους, ιδίως τους εξ αλλοτρίων, το κλείσιμο στα σκοτεινά υπόγεια του πόνου με χαμόγελο, με τρυφερότητα, με συγκαταβατικότητα και συγχωρητικότητα, χαριτωνόμαστε από τον Θεόν. Μάς αγκαλιάζει η δύναμή Του. Κι ακόμη η ασθένειά μας, οι πικρίες από τους άλλους γίνονται η γέφυρα που ανταμώνουμε τον Θεό. Θα θέλαμε καλλίτερη αντάμωση απ’ αυτήν; Κάθε πόνος μας και κάθε τραύμα μας ένας θησαυρός. Ένα πλησίασμα πιο κοντά Του. Μια άφθαρτη κατάθεση στην Τράπεζα του Ουρανού. Ένας χρυσοπόρφυρος θησαυρός που θα τον κρατάμε στα χέρια μας τώρα και όποτε ο Θεός μάς καλέσει κοντά Του. Είναι κι αυτό μια προετοιμασία για την αναχώρησή μας από τον κόσμο αυτόν για τα ουράνια σκηνώματα.
Τιμή και δόξα, ιδίως για την άλλη ζωή, σ’ εκείνους που αγκαλιάζουν τον πόνο και πατούν πάνω του κι ανεβαίνουν στα ύψη του ουράνιου Παραδείσου και που τους υποδέχεται ο Θεός της αγάπης: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς… και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11, 28-29).
* θεολόγος – τ. λυκειάρχης