Τετάρτη, 6 Νοεμβρίου, 2024

Αυτοί που έβλεπαν τα τρένα να περνούν

Στη σιγαλιά του παγωμένου λυκαυγούς μιας χειμωνιάτικης ημέρας, τέσσερις ίσκιοι βιαστικοί φάνηκαν να γλιστρούν στη δημοσιά. Κρατούσε μια βαλίτσα ο καθένας και ήταν φανερό πως κατευθύνονταν στον κοντινό σταθμό των τρένων…..
…Σαν τράβηξε η μέρα κρουσταλλιασμένα τα ματοτσίνορά της και άνοιξε τα νεφοθάμπωτα υγρά της μάτια, φάνηκαν πλέρια οι ανθρώπινες φιγούρες των σκιών: `Ητανε τέσσερις μεσήλικες, που είχαν ήδη φτάσει στην πλατφόρμα. Μιλούσαν βιαστικά, κοφτά, μιας κι ο παγερός αγέρας έκανε συννεφάκι την ανάσα τους που’σμιγε σαν μικρή ομίχλη με τη θαμπάδα του περίγυρου.  `Ητανε ταξιδιώτες και οι τέσσερις και ήθελαν να επιβιβαστούνε έγκαιρα στο τρένο που πλησίαζε με το γνωστό και ρυθμικό του ήχο, που λες και συντονίζονταν με τον παλμό των τέσσερων καρδιών.  Κι αυτό, γιατί καθώς τους είπε ο τρενάνθρωπος, μια μόνο θέση υπήρχε αδειανή, κι εκείνοι ήταν τέσσερις. Κ’είχε το τρένο ένα προορισμό λαχταριστό για τη μικρή τη συντροφιά, κάτι ωσάν την Φθία του Σωκράτη –ας πούμε- και σαν τα δρομολόγια για κείνο τον ονειρεμένο τόπο ήτανε λιγοστά, ήτανε έκδηλη η αγωνία καθενός, ποιος θα’μπαινε στο τρένο, ποιοι θα’μεναν να πνίγονται εις του φευγιού του την αχλή.
Ποιοι όμως ήτανε οι τέσσερις εκείνοι ταξιδιώτες;  Ας τους γνωρίσουμε:  `Ηταν ο Γιόχαν, τύπος «τέλειος-μελαγχολικός» κατά την Ιπποκράτειο κατάταξη.        Ο Λεωνί, τύπος σκεπτικιστής και λιγομίλητος, ψηλόλιγνος, αριστοκρατικός.                     Ο Κωνσταντίν, ένας μαυριδερός με λιγοστά μαλλιά, έμοιαζε να’ναι συγγενής εκείνου του αείμνηστου του Ανουάρ Σαντάτ (θα τον θυμόσαστε), κι ας ήταν Αρβανίτης γνήσιος. `Ηταν κι ο Γιωργής, ένας μικροαστός με γλώσσα αχαλίνωτη και με φιλοδοξία απροσμέτρητη, που μιας και τα κατάφερε και ήλθε στην πλατφόρμα, ήθελε σώνει και καλά να είναι και ο ένας επιβάτης που θα’παιρνε το τρένο.
Έβγαλαν τα χαρτιά τους. Τα κοίταξαν στ’αναμετάξυ τους. Οι τρεις συμφώνησαν πως ήταν δίκαιο να μπει ο Γιόχαν εις το τρένο, μιας κι είχε τα πλέον ταιριαστά διαπιστευτήρια για την περίπτωση.  Ο Κωνσταντίν, τους μίλησε λακωνικά σαν πάντα:
«Δεν είναι το σωστό το timing για μένα», είπε.
Το τρένο ήδη έμπαινε εις τον ευρύχωρο σταθμό, κι ο Γιόχαν εχαιρέτησε τους φίλους και βιάστηκε να μπει στην πρώτη πόρτα του που άνοιξε, καθώς σταμάτησε στριγκλίζοντας. Είχε απλώσει ήδη το δεξί του πόδι, σαν τον σταμάτησε ένας τρενάνθρωπος κάνοντας νόημα (για stop) με την παλάμη του προτεταμένη. Στα λίγα δευτερόλεπτα αμήχανης σιωπής του Γιόχαν, πρόφτασε ένας άλλος ταξιδιώτης, κοντόπαχος με γκριζοκάστανα μουστάκια και μαλλιά και διάβηκε την πόρτα, που’ κλεισε πίσω του.  Το τρένο κίνησε ευθύς αμέσως και χάθηκε στο βάθος του ορίζοντα…
Πλησίασε τον Γιόχαν ο τρενάνθρωπος, και του’πε:
«Ξέρεις, αυτός που μπήκε, έχει γνωστό τον Αρχηγό των τρένων…εσύ θα μπεις σ’ ένα επόμενο ταξίδι…»…
Δεν μίλησε ο Γιόχαν, πισωγύρισε, βρήκε τους φίλους του και όλοι βάλθηκαν να περιμένουν τον ερχομό του άλλου τρένου…
….Πρέπει να είχε μπει η άνοιξη, όταν ακούστηκαν και πάλι τα μεγάφωνα να αναγγέλλουν την άφιξη του άλλου τρένου για το ταξίδι που λαχτάριζαν οι ταξιδιώτες μας οι τέσσερις.  Κι αυτό δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή του, απ’τη γνωστή απέναντι στροφή. Ετοίμασαν τα διαβατήρια μα και τα διαπιστευτήρια και πλησιάσανε.  `Εμεινε πίσω ο Κωνσταντίν, καθώς και πάλι δήλωσε:
«Δεν είναι το σωστό το timing για μένα…»…
Προχώρησαν οι άλλοι τρεις και είχαν δώσει το προβάδισμα εις τον Γιωργή.                     Καθώς ετοιμαζότανε να μπει, φάνηκε πάλι ο τρενάνθρωπος (ο ίδιος με την προηγούμενη φορά) και του’ κανε εκείνο το γνωστό του stop  με την παλάμη του προτεταμένη. Φάνηκε ένας τύπος να’ρχεται κοντός και παχουλός με κορακάτα μαύρα τα πυκνά μαλλιά και τα μουστάκια, ντυμένος στα ολόμαυρα σαν εργολάβος κηδειών και με μια μαύρη τσάντα στο δεξί του χέρι, που όπως είπαν κάποιοι που τον γνώριζαν, είχε μόνο αέρα, όσο δεν χώραγε (κατά που λέγανε) το άδειο του κεφάλι. Χώθηκε βιαστικά στο τρένο, που κίνησε ευθύς αμέσως…..
Βγήκε και ο τρενάνθρωπος, πλησίασε το άτυχο Γιωργή και του’πε στο αυτί:
«Ξέρεις, εσύ δεν έχεις εμπειρία σε μακρινά ταξίδια, γι’αυτό και πήραμε τον άλλο…»..
Γύρισε φουρκισμένος ο Γιωργής κι άρχισε το μονόλογο. Μιλούσε για την αδικία που του έγινε κι έμεινε να είναι στο εξής, απλά, ο «εν δυνάμει» ταξιδιώτης…
…Πέρασε καιρός. Οι τέσσερις οι φίλοι στην πλατφόρμα, περίμεναν το τρένο να περάσει. Και να το, φάνηκε εις την αντικρινή στροφή.  Προχώρησε ο Λεωνί και ο Γιωργής. Υπήρχαν –είπαν- δύο θέσεις.  Ο Γιόχαν και ο Κωνσταντίν έδωσαν μ’ ευχαρίστηση προβάδισμα στους άλλους δύο.  Φίλοι ήταν, ας έπαιρναν τις θέσεις. Μα γύρισαν σε λίγο, συννεφιασμένοι πιότερο από το σκούρο πρωινό, καθώς τους είχε βρει και ο επόμενος χειμώνας στην πλατφόρμα.
«Τι έγινε παιδιά;», ρώτησαν μ’ένα στόμα ο  Γιόχαν και ο Κωνσταντίν.
«Μπήκαν δυο άλλοι…», απάντησε ο Λεωνί και’ ξακολούθησε: «…μπήκε εκείνος ο προγάστορας που’τρεχε πέρα-δώθε κι εξυπηρετούσε κόσμο, κι ακόμη ένας χωρίς διαπιστευτήρια, με εντολή του Αρχηγού των τρένων…»…
Έπεσε περισυλλογή εις την ομήγυρη…Μόνο ο Γιωργής έλεγε και μιλούσε ασταμάτητα για την καινούρια αδικία που του επιβεβαίωνε τον τίτλο του «εν δυνάμει» ταξιδιώτη.  Και πάλι μίλησε λακωνικά ο Κωνσταντίν:
« Εγώ σας λέω, δεν είναι το σωστό το timing, μα δεν μ’ ακούτε!…»
…Πέρασε καιρός….Απ’ τα μεγάφωνα ακουγόταν το τραγούδι του Σαββόπουλου:
«…και πέρασε ο χειμώνας
κ’ ήλθε η καλοκαιριά,
κ’ ύστερα πάλι ξανάρθανε τα κρύα…»
που ήταν σαν να θύμιζε στους τέσσερίς μας φίλους πως άλλαζαν οι εποχές, κι εκείνοι περίμεναν ακόμη στην πλατφόρμα…
….Πέρασαν κι άλλα τρένα….Ύστερα κι άλλα…. Ε, και λοιπόν;  Ο Γιόχαν, ο Γιωργής, ο Κωνσταντίν κι ο Λεωνί, έμεναν στην υπόσχεση εκείνου του αντιπαθητικού μουσάτου (του τρενάνθρωπου), «πως θα’ναι επιβάτες εις τα σίγουρα, εις το επόμενο ταξίδι»…
….Πέρασαν μήνες από τότε. Άλλαξε και ο χρόνος, μπήκε η καλοκαιριά κ’ ύστερα πάλι ξανάρχισαν τα κρύα, με τους καλούς τους ταξιδιώτες να μένουν…αταξίδευτοι, με τον Γιωργή σε ένα αδιάλειπτο όσο και δίκαιο μονόλογο για τη θεά της Αδικίας, τον Λεωνί ν’ ανάβει το ένα του τσιγάρο πάνω στ’ άλλο, τον Κωνσταντίν να μην μιλάει πια, και με το Γιόχαν, κάτι να γράφει (ως συνήθως)…
…Κι ο στοχαστής που παρακολουθούσε αμίλητος τα τεκταινόμενα, ακούστηκε να μουρμουράει ένα αυτοσχέδιο, όσο και ρεαλιστικό στιχάκι:
«Το τρένο είναι ίδια η ζωή
και ο  τρενάνθρωπος ταγός κατεστημένου,
για να “βολεύει” πάντα τον “δικό μας”!…»…

* Γεωπόνος-Συγγραφέας
Μέλος της “Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων”


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα