Eρχεται κάποτε η ώρα που συνειδητοποιείς ότι όλα είναι ένα όνειρο, και μόνο όσα διασώζονται επειδή κάποιος έγραψε γι’ αυτά, έχουν πιθανότητες να θεωρηθούν αληθινά.
Το εισαγωγικό μότο, πέραν της ποιητικότητας, αποτελεί και έναν συμπυκνωμένο οδηγό ανάγνωσης εκ μέρους του συγγραφέα. Η διάσωση της ζωής του Φίλιπ Μπάουμαν μέσω της καταγραφής, ξεκινά από τις αναμνήσεις της θητείας του στο Πολεμικό Ναυτικό κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου σε ιαπωνικά χωρικά ύδατα, φτάνοντας μέχρι το αναπόφευκτο, στη ζωή του καθενός, σημείο απολογισμού, που για τον Μπάουμαν συμπίπτει με την είσοδο στο τελευταίο τρίτο αυτής.
Ο αφηγητής μοιάζει παντογνώστης όμως δεν είναι, γνωρίζοντας απλώς εκείνα που θυμάται, υποταγμένος σε μια μνήμη επιλεκτική, που άλλα τα μεγεθύνει και άλλα τα εξαλείφει, μια μνήμη προσωπική. Aλλωστε, η καταφυγή στη μνήμη περιλαμβάνει αρκετά σκοτεινά σημεία, με νήματα να στέκουν ασύνδετα, λεπτομέρειες να αναδύονται στην επιφάνεια, εκεί είναι που καταβάλλεται η μεγαλύτερη μάχη, εκείνα είναι που πρέπει να επανασυσταθούν σε ένα σώμα, τα δυσπρόσιτα κατά την πρώτη προσέγγιση σημεία. Τα υπόλοιπα, τα προφανή, που βρίσκονται σε ράφια χαμηλά, εύκαιρα σε πρώτη ζήτηση, χάνουν τη σημαντικότητά τους, χωράνε σε μια απλή φράση. Eτσι, η αφήγηση διαθέτει μια αυθεντικότητα, μια ειλικρίνεια.
Ο Μπάουμαν είναι ένα τυπικός μεσοαστός στην μεταπολεμική Αμερική, ζώντας στις ανατολικές ακτές και έχοντας τη δυνατότητα να βρεθεί τόσο στην Ευρώπη, όσο και σε πολιτείες πιο κεντρικές, γεγονός που δίνει μια ευρύτερη αφηγηματική διάσταση στην ιστορία, ξεφεύγοντας από τα στενά όρια του προσωπικού. Μια τέτοια ζωή, όπως του Μπόουμαν, επιθυμεί να διηγηθεί ο Σόλτερ, μια ζωή συμβατική -επίθετο που δεν πρέπει να συγχέεται ή να ταυτίζεται με το βαρετή- και τέτοια είναι η γλώσσα που επιλέγει, μια γλώσσα απλή, αλλά όχι αδούλευτη, απόφαση συνειδητή και τελικά λειτουργική. Όπως λειτουργική είναι και η επιμονή σε διάφορα κλισέ και επαναλήψεις, με χαρακτηριστικό παράδειγμα να αποτελούν οι ερωτικές σχέσεις του Μπάουμαν, στις οποίες μπαίνει με ορμή για να συντριβεί στη συνέχεια ως άλλος ήρωας άρλεκιν.
Η ενασχόληση του Μπάουμαν με τον εκδοτικό χώρο, ως επιμελητή και συμβούλου εκδόσεων, προσδίδει μια γοητευτική βιβλιοφιλική διάσταση, υποταγμένη όμως στα όρια του ίδιου του ήρωα, στον οποίο ο Σόλτερ στιγμή δεν σκέφτεται να προσδώσει μια γοητεία που δεν διαθέτει. Χαρακτήρας αδιάφορος και συνηθισμένος, δεν προκαλεί ούτε την ταύτιση, ούτε την απόρριψη, σε κάποιες στιγμές όμως νιώθει κανείς την έντονη ανάγκη να τον πιάσει από τους ώμους, να τον ταρακουνήσει και να του πει: ξύπνα! Ακριβώς επειδή προκαλεί αυτή την οικειότητα του μέσου ανθρώπου.
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες μού δημιουργήθηκε ο συσχετισμός ανάμεσα στον Φίλιπ Μπάουμαν και τον Φρανκ Μπάσκομπ, πρωταγωνιστή της τριλογίας του -τεράστιου- Ρίτσαρντ Φορντ (Αθλητικογράφος, Independence Day, Η χώρα όπως είναι).
Βέβαια, πέραν της ομοιότητας των δύο συγγραφέων, πρέπει να επισημανθεί το γεγονός πως ο Φορντ χρειάστηκε τρία ογκώδη μυθιστορήματα για να διηγηθεί το ίδιο χρονικό διάστημα της ζωής του ήρωά του, διάστημα το οποίο ο Σόλτερ συμπύκνωσε σε μια μεσαίου μεγέθους διήγηση.
Eνα αμερικάνικο μυθιστόρημα, που στέκεται ισάξια μεταξύ άλλων σπουδαίων. Μια αυθεντική αναγνωστική απόλαυση.
Υ.Γ. το επίμετρο που επιμελήθηκε η μεταφράστρια Αθηνά Δημητριάδου είναι ιδανικό συμπλή- ρωμα της ελληνικής έκδοσης, με τον συσχετισμό ανάμεσα στο μυθιστόρημα του Σόλτερ και το “Πώς Είναι” του Σάμουελ Μπέκετ να παρουσιάζει μεγάλο ενδαφέρον.