Το 2009, τις ημέρες ανάμεσα στα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, στη Λιόν της Γαλλίας, ένας Γάλλος υπήκοος, με καταγωγή από τη Μαρτινίκα, παίρνει μια παγωμένη μπύρα από το ψυγείο του σούπερ μάρκετ Carrefour και την κατεβάζει μονορούφι, οι άντρες της ασφάλειας τον πλευρίζουν, απαιτούν το αντίτιμο, τον κατηγορούν για κλοπή, τον οδηγούν στις αποθήκες, τον ξυλοκοπούν μέχρι θανάτου, οι κάμερες τα καταγράφουν όλα, ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του θα πει: κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να πεθαίνει για κάτι τόσο μηδαμινό, είναι άδικο να πεθαίνει κανείς για ένα κουτάκι μπίρα.
Όπως αντιλαμβάνεστε, η είδηση κατέλαβε τον ελάχιστο χώρο στην επικαιρότητα των ημερών, η ζωή και ο θάνατος ενός ανώνυμου ανθρώπου. Ο Λωράν Μωβινιέ ήταν ένας απ’ όσους διάβασαν την είδηση στις εφημερίδες. Δεν ξέρω αν το σωστό ρήμα θα ήταν το εμπνεύστηκε ή το θύμωσε, και μικρή σημασία έχει, εκείνο που έχει σημασία είναι το έργο, ένα μοιρολόι για κάποιον που ποτέ δεν γνώρισε, για κάποιον που έφυγε με έναν τρόπο ντροπιαστικό, εξευτελιστικό. Η απόλυτα ρεαλιστική βάση της έμπνευσης δεν οδηγεί τον δημιουργό σε ένα ρεπορταζιακού χαρακτήρα κείμενο, δεν επιθυμεί να μπει στη θέση δημοσιογράφων και τηλεσχολιαστών, αρνείται να ηθικολογήσει φτηνά και εκ του ασφαλούς. Στηρίζεται σε ένα γεγονός πραγματικό και το διανθίζει με στοιχεία φανταστικά, δεν έχει πλέον σημασία η προσήλωση στην αυστηρή αλήθεια που σε τίποτα δεν εξυπηρετεί τώρα πια, που ο νεκρός δεν έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του, δικαίωμα που του αφαιρέθηκε βάναυσα. Επιλέγει την υψηλή λογοτεχνία της αυστηρής φόρμας, έναν λόγο ποιητικό να συνοδεύσει τον νεκρό, να αντιπαραταχθεί στη λήθη. Αυτό που εκείνος ονομάζει λήθη. Λογοτεχνία στρατευμένη στη ζωή.
[…] κι εσύ, για πες εσύ, δεν ξέρεις τι θα πει να διψάς ή να νιώθεις τις τσέπες σου σαν να ΄ναι ραμμένες, όταν είναι αδύνατον να περάσεις μέσα τους έστω και ένα δάκτυλο για να πιάσεις στο βάθος ένα κέρμα, ένα χαρτονόμισμα, έστω και των πέντε ευρώ, διπλωμένο στα τέσσερα, ξεπλυμένο, τσαλακωμένο, ε; όχι; τίποτα; και δεν προσπάθησε καν να τους πείσει, να τους πει πως σε κάποια άλλη ζωή θα μπορούσαν να είχαν πάει στο ίδιο σχολείο ή να ήταν φίλοι και να υποστήριζαν την ίδια ποδοσφαιρική ομάδα, ή ακόμα, ορίστε, ακόμα και αυτό, θα μπορούσε κι εκείνος να δούλευε μαζί τους και να ήταν φύλακας, ξέρει καλά τι είναι οι δουλειές που κάνει κανείς για να ζήσει, δεν τους κατακρίνει, αυτή ή η άλλη δουλειά, χέστηκε, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας απ’ αυτούς, γιατί όχι;
Η απουσία τελείας οδηγεί σε μια ανάγνωση ελεύθερης πτώσης, πουθενά δεν υπάρχει ένα σημείο να ξαποστάσει ο αναγνώστης, από τη στιγμή που πήρε την απόφαση να ξεκινήσει πρέπει να φτάσει μέχρι το τέλος, με σκυμμένο το κεφάλι, έστω και από υποχρέωση, όπως στις κηδείες, να διαβάσει τα λόγια που δεν ειπώθηκαν, να μάθει εκείνα που αποσιωπήθηκαν. Η ομορφιά του κειμένου δεν κατευνάζει το αίσθημα ενοχής, αντίθετα μάλλον, το ενισχύει. Ο Μωβινιέ δεν μοιάζει να ζητά τη δικαίωση του νεκρού, δεν μοιάζει να στοχεύει σε ένα κείμενο χριστιανικό, σε μια προσευχή για τη σωτηρία μιας ψυχής, μοιάζει περισσότερο να δείχνει με το δάκτυλο τον αναγνώστη και να τον ρωτά: τι διάολο πάει στραβά σε αυτόν τον κόσμο που ένας άνθρωπος πεθαίνει για ένα κουτάκι μπίρα;
[…] θυμόταν όσα δεν πρόκειται να ξαναδεί γιατί οι φύλακες τον απάλλαξαν απ’ την όραση κι απ’ την ακοή, αλλά κι απ’ την ελπίδα ακόμη, την ελπίδα που τον κράτησε μέχρι την ύστατη στιγμή, είμαι σίγουρος, δεν μπορεί να έγινε διαφορετικά, όταν βρισκόταν στην κόψη του τέλους, άγγιζε ήδη το τέλος, γλιστρούσε προς αυτό, νομίζω, όταν η ζωή έφευγε ενώ εκείνος συνέχιζε να σκέφτεται, θα σταματήσουν να χτυπάνε, θα ξαναβρώ την ανάσα μου, δεν μπορεί να τελειώνουν όλα εδώ, όχι τώρα […]
Ένα συμβάν μικρής σπουδαιότητας για τον μεγάλο κόσμο, υψίστης για τον περίγυρο του νεκρού, ένας ακόμα θάνατος ανάμεσα σε τόσους άλλους. Ο συγγραφέας σε ρόλο διασώστη της μνήμης, της ελάχιστης μνήμης, σε ρόλο αμφισβητία της αντικειμενικής σημαντικότητας. Ο Μωβινιέ, σε μικρή φόρμα, διηγείται έναν ελάχιστο, ανώνυμο θάνατο, κάτι αντίστοιχο με εκείνο που σε μεγαλύτερη φόρμα, μα εξίσου υπέροχα και ποιητικά, πέτυχε ο Jon McGrecor, στο Αν δεν μιλάμε για τα σπουδαία πράγματα (Εκδόσεις Άγρα, μτφρ Αθηνά Δημητριάδου).
Ο μεταφραστής Σπύρος Γιανναράς, εκτός του απαιτητικού έργου της μεταφοράς στα ελληνικά του πυκνού λόγου του Μωβινιέ, συνοδεύει το κείμενο με ένα επίμετρο υψηλού επιπέδου και όχι απλώς επεξηγηματικού χαρακτήρα ως είθισται.