H δύναμη των ανθρώπων να αντιστέκονται σε κείνα τα χρόνια, ανείπωτη. Η περιγραφή της από τον Τάσο Λειβαδίτη ανεπανάληπτη. Αν τούτη, συγκριθεί με την σύγχρονη στάση των πολιτών, διαφαίνεται καθαρά το μέγεθος της ζημιάς… Δεν έχει κανένα νόημα τα γεγονότα – στα οποία αναφέρεται ο ποιητής – ως γεγονότα, ούτε ποιοί ήταν οι μεν και οι δε, μα ούτε κι αν τότε ήταν όπλα ή τώρα είναι τράπεζες. Νόημα έχει η γενική αντίδραση του ανθρώπου, με οποιονδήποτε τρόπο σε οτιδήποτε άδικο. Μια αντίδραση η οποία -αργά η γρήγορα- θα εμφανισθεί ως η ανάνηψη μιας αιώνιας ανάγκης που βρισκόταν σε λανθάνουσα κατάσταση (ύπνωση).
Η επιλογή σημείων από την ποιητικό έργο «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας1» του Τάσου Λειβαδίτη2, δεν θα μπορούσε να μην είναι επίπονη. Πως αλλιώς αφού επιχειρείται η παρουσίαση μιας θάλασσας στα όρια κάποιας λίμνης..3:
Η δύναμη των ανθρώπων γεννιέται από την αγάπη «σ΄ αυτήν» μα και «στο κόσμο όλον»:
*****
«Νύχτωνε γρήγορα. Το βήμα της περιπόλου έπαιρνε την σιωπή από τον δρόμο κι από τον κόσμο τη ζεστασιά. Χτυπούσε η πόρτα την νύχτα. Ο αγέρας θ’ ναι. Χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν έξω από την πόρτα μας. Κοίταξε να δεις πως ρήμαξε η γειτονιά μας αγαπημένη μου. Ο άνεμος μπαινοβγαίνει μες τις χαραμάδες των σπιτιών. Που πήγαν τόσοι γείτονες μας, χωρίς να μας χαιρετήσουν αφήνοντας μισοασβεστωμένο το πεζούλι τους; Έτσι να στρίψει κανείς τη γωνία και δεν τον ξαναβλέπουμε. Λέγαμε καλημέρα κι έπεφτε άξαφνα το βράδυ.
Ο ξανθός ομπρελάς που τραγουδούσε τα πρωϊνά ντουφεκίστηκε. Κι ο περιπτεράς που μας άπλωνε τα ρέστα ντουφεκίστηκε… Και το παιδί που μας ζύγιζε τα κάρβουνα ντουφεκίστηκε. Σε όλους τους τοίχους απόψε τουφεκίζεται η ζωή.
*****
Αγαπημένη μου, δεν μπορούσα πια να σ’ αγαπώ όπως άλλοτε.. Κλείναμε το παράθυρο και κρυώναμε πιο πολύ και καθώς γύριζα να δω τα μάτια σου έβλεπα τα μάτια της γειτόνισσας που της σκότωσαν τέσσερα παιδιά…Κι όταν θέλαμε να μιλήσουμε σωπαίναμε ξαφνικά. Πώς να ζεστάνει η κουβέρτα μας με τόση παγωνιά;
Τι θ’ απογίνουμε αγαπημένη μου; Χιλιάδες βήματα κατηφορίζουν στους δρόμους. Πώς θα ζήσω μακριά σου;.. Μα όσο πάει μεγαλώνει αυτός ο θόρυβος. Αγαπημένη μου οι άνθρωποι ρίχνουν βιαστικά στον μπόγο τους όλο το σπιτικό τους, γιατί όλο το σπιτικό τους δεν είναι παρά λίγο ψωμί, ένα ενθύμιο κι αγάπη τους για την ζωή.
Υστερα μένουμε εμείς. Πού μένουμε; Γιατί μένουμε; Μα απόψε, σ’ όλες τις γωνιές μας περιμένουν οι άνθρωποι. Δώσε μου μια στιγμή το στόμα σου κι ετοίμασε το μπόγο μου Μαρία…
*****
Ήταν σαν να είχε πεθάνει και η τελευταία ανάμνηση πάνω στη γη. Βράδιαζε σε όλο το στρατόπεδο. Όλο και πλησίαζε του σκοπού το βήμα. Θέλαμε να θυμηθούμε μα είχαμε πολλούς νεκρούς να θάψουμε. Ύστερα τελείωνε η αγγαρεία και χτυπούσε το σιωπητήριο. Και τότε άρχιζαν τα κλεφτοφάναρα, τ’ αυτόματα, οι κραυγές… Άρχιζε ο φόβος. Έλεγες πως θα πέθαινες.
Όταν όμως ένιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει στο σκοτάδι και να σφίγγει το δικό σου χέρι, τότε ήταν σαν να είχε ξαναγεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στην γη.
Εμείς κουβαλάμε μεγάλες πέτρες απ’ το βουνό και ξαφνιαζόμαστε που τα χέρια μας γίναν γερά σαν χοντρές αρβύλες. Ο Ηλίας λέει « Εγώ θα βρω τον τρόπο να παίζω φυσαρμόνικα κι ας μου έχουν κόψει και τα δύο μου χέρια…»
Κι έτσι κάθε βράδυ η λάμπα έσβηνε την μέρα μας.
Κάθε που παίρνουν έναν δικό μας, εμείς του ετοιμάζαμε τα ρούχα και του δίναμε το χέρι μας. Ύστερα βάζαμε στην άκρη την καραβάνα του. Νυχτώνει. Γρήγορα πληθαίνουν οι άδειες καραβάνες στην γωνία…
Ο Θωμάς είχε έναν καφετί σκούφο και μας τον φέρανε πληγωμένο την ώρα που βράδιαζε, την ώρα που η μάνα του θ’ ανάβει το λύχνο… Τον είχαν μέρες βασανίσει. Καθώς του βγάλαμε τις αρβύλες ήταν γεμάτες αίμα. Τότε πήρε να βρέχει και νιώσαμε πως θα πέθαινε. Εκείνος γύρισε και μας κοίταξε. Έναν – έναν. Στο καλό Θωμά, κι αυτό που μας είπαν τα μάτια σου, στ’ ορκιζόμαστε Θωμά…
*****
Και ξαφνικά, στα μάτια του Θωμά που έφευγε, τόσο απλά ξανάβρισκα τα μάτια σου, αγαπημένη μου. Μπορούσα πια και σε εύρισκα παντού. Άναβα την λάμπα και σ’ έβρισκα, άπλωνα να σφίξω ένα χέρι, εύρισκα το χέρι σου, έσκυβα ν’ ακούσω μια φωνή και άκουγα τη φωνή σου. Οι άνθρωποι που μας χώρισαν, οι ίδιοι τώρα σε ξανάδιναν σε μένα!!!
Θυμάσαι αγαπημένη μου τότε που έσπασαν την πόρτα μας; Έπρεπε να χωρίσουμε Μαρία..
Ναι αγαπημένη μου, εμείς για αυτά τα λίγα κι απλά πράγματα πολεμάμε, για να μπορούμε να έχουμε μια πόρτα, ένα άστρο, ένα σκαμνί, ένα χαρούμενο δρόμο το πρωί, ένα ήρεμο όνειρο το βράδυ, που να μην μας το λερώνουν..
Όμως αυτοί σπάνε τις πόρτες μας.
Μας φοβούνται και μας σκοτώνουν. Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε. Μας φοβούνται αγάπη μου και όταν μας σκοτώνουν, νεκρούς, μας φοβούνται πιο πολύ.
Αντίο λοιπόν αντίο.
Για ν’ ναι πάντοτε μάτια σου γελαστά, αντίο.
Κι όταν πεθάνουμε αγαπημένη μου, εμείς δεν θα πεθάνουμε. Αφού οι άνθρωποι θα κοιτάξουν το ίδιο αστέρι που κοιτάξαμε, αφού τραγουδήσουν το τραγούδι που αγαπήσαμε, αφού θ’ ανασαίνουν σ’ έναν κόσμο που εγώ και συ τον ονειρευτήκαμε, ε τότε αγαπημένη, θ’ μαστε πιο ζωντανοί από κάθε άλλη φορά..
Αφού κάθε στιγμή οι άνθρωποι θα μας βρίσκουν στο ήρεμο ψωμί, στα δίκαια χέρια, στην αιώνια ελπίδα, πως θα μπορούσαμε αγαπημένη μου να έχουμε πεθάνει…Πως;»
1. «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας», εκδόσεις Κέδρος 1952 και Άπαντα Τάσου Λειβαδίτη εκδόσεις Μετρονόμος (2015)
2. Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988) σημαντικός έλληνας ποιητής ο οποίος γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα έχοντας καταγωγή από την Κοντοβάζαινα Αρκαδίας.
3. Στις 16/10/2016 είχε παρουσιαστεί στα Χανιώτικα Νέα και στο Taxheaven.gr, κατά όμοιο τρόπο, η ποίηση του Λειβαδίτη από το «Μάχη στην άκρη της νύχτας» (επίσης 1952)