Έφηβος, νόμιζα πως το Ζωή οδηγίες χρήσεως θα με βοηθούσε να ζήσω, και το Αυτοκτονία οδηγίες χρήσεως να πεθάνω. Έχω ζήσει τρία χρόνια και τρεις μήνες στο εξωτερικό. Προτιμώ να κοιτάζω αριστερά μου. Ένας φίλος μου ηδονίζεται με την απιστία. Το τέλος ενός ταξιδιού μού αφήνει την ίδια πικρή γεύση με το τέλος ενός μυθιστορήματος. Ξεχνάω ό,τι δε μ’ αρέσει. Μπορεί να ’χω μιλήσει, χωρίς να το ξέρω, με κάποιον που έχει σκοτώσει κάποιον. Πηγαίνω να δω τι είναι στο τέλος ενός αδιεξόδου. O,τι κι αν υπάρχει στο τέλος της ζωής δεν με φοβίζει.
Και κάπως έτσι, εμμονικά και εγωκεντρικά, συνεχίζει ο Λεβέ να παραθέτει, αποσπασματικά και παρορμητικά, παρατηρήσεις σχετικές με τον ίδιο, τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές, συνθέτοντας τελικά, ψηφίδα-ψηφίδα, μια αυτοπροσωπογραφία λεκτική. Και κάτι που, ίσως, ξεκίνησε ως άσκηση ή πείραμα λογοτεχνικό μετατράπηκε σε έναν μηχανισμό εντατικής σκέψης και μαζικής παραγωγής συμπερασμάτων, μια ενδοσκόπηση ψυχαναγκαστική. Και ακριβώς επειδή πρόκειται για ένα εγχείρημα άκρως εγωκεντρικό, δίχως καμία απόπειρα οικουμενικότητας, μια αυθεντικότητα αναβλύζει από κάθε ψηφίδα ξεχωριστά, υπάρχει τέτοια προσήλωση στο τελικό αποτέλεσμα, τη σύνθεση δηλαδή της αυτοπροσωπογραφίας, που ο αναγνώστης αφήνεται και ακολουθεί το παραλλήρημα του Λεβέ μέχρι την τελευταία παρατήρηση, βλέποντας την εικόνα σιγά-σιγά να συντίθεται, νιώθει πως γνωρίζει το αντικείμενο της περιγραφής, τόσο που από κάποιο σημείο και μετά αποκτά ιδία άποψη σχετικά με κάτι που θα άρεσε στον συγγραφέα ή όχι, εντυπωσιάζεται, για παράδειγμα, από το γεγονός πως δεν του αρέσει το καφέ χρώμα, ενώ θεωρεί αναμενόμενο να του αρέσει το πράσινο, συναίσθημα που όλο και εντείνεται, ενώ ταυτόχρονα και κάπως υποσυνείδητα, ο ίδιος ο αναγνώστης, αρχίζει να δημιουργεί μια αντίστοιχη λίστα, στην αρχή σημειώνοντας τις διαφωνίες και τις συμφωνίες με τον καθρεφτιζόμενο, στη συνέχεια αυτονομείται, για να συνθέσει τη δική του μοναδική αυτοπροσωπογραφία.
Ο Λεβέ, συγγραφέας, φωτογράφος και ζωγράφος, Γάλλος στην καταγωγή, επηρεασμένος από τους συγγραφείς του OuLiPo (Εργαστήριο Δυνητικής Λογοτεχνίας), συνθέτει ένα μοναδικό έργο, βαθιά προσωπικό, που τελικά αποτελεί ένα ακούσιο κάλεσμα στον αναγνώστη να στρέψει την παρατήρηση προς τα μέσα, να πάρει θέση αισθητική, εγκαταλείποντας την άχαρη και άψυχη θέση του «δεν έχω πρόβλημα», να νιώσει το μικρό, είναι η αλήθεια, μερίδιο που του αναλογεί στη συνειδητή λήψη αποφάσεων, ενάντια στην τυρρανία της τυχαιότητας που μαστίζει τη ζωή του καθενός μας.
Ο Λεβέ καταφέρνει να εμπλέξει τον αναγνώστη, ακριβώς επειδή δεν το επιδιώκει, τυφλωμένος καθώς είναι από την ανάγκη/επιθυμία/εμμονή να συνθέσει τη δική του αυτοπροσωπογραφία, αφήνοντας κατά μέρος διδακτισμούς και υποδείξεις, ενώ ταυτόχρονα μια διάθεση πότε ενοχής και πότε ωραιοπάθειας προβάλλει, γεγονός αναμενόμενο σε ένα κείμενο τόσο υποκειμενικό όπως αυτό.
Η επιρροή από συγγραφείς όπως ο Περέκ ή ο Κενώ και η πολυετής ενασχόλησή του με την εικόνα επιτρέπουν στον Λεβέ να μετατρέψει ένα κείμενο προσωπικό, απόσπασμα από σελίδες ημερολογίου, σε ένα έργο που ένιωσα να με αφορά βαθιά, λογοτεχνία αυθεντική και επιδραστική, πραγματική λογοτεχνία.