Εκδοση “Καλαϊτζάκης Α.Ε.”, Ρέθυμνο 2013, σχ. 8ο (24 Χ 17), σσ. 650
Με τον όρο αυτοβιογραφία χαρακτηρίζουμε, συνήθως, ένα συνεχές αφηγηματικό έργο, στο οποίο ένας άνθρωπος εκθέτει ο ίδιος την ιστορία της ζωής του (ή και ενός μόνο τμήματος αυτής). Ενα τέτοιο έργο, την αυτοβιογραφία του Εμμανουήλ Γ. Γενεράλι, έναν ογκώδη τόμο 650 σελίδων, έχουμε τη χαρά να κρατούμε στα χέρια μας σήμερα.
Η «Αυτοβιογραφία» του Εμμ. Γενεράλι ήταν, μέχρι σήμερα, ένα από τα ανέκδοτα έργα του μεγάλου φιλολόγου, παιδαγωγού, γυμνασιάρχη, βουλευτή και γενικού επιθεωρητή Εκπαιδεύσεως Κρήτης.
Συγκινητικό στην όλη ιστορία του έργου είναι ότι αρχικά την έκδοσή του είχε αναλάβει ο αείμνηστος Σπύρος Μαρνιέρος (1931 – 2001), λαμπρός φίλος, λόγιος και άνθρωπος του τόπου μας, του οποίου ο Γενεράλις ήταν αδελφός του παππού του. Ο αείμνηστος Σπύρος Μαρνιέρος δεν πρόφθασε να ολοκληρώσει την εκδοτική του προσπάθεια, γιατί εν τω μεταξύ τον πρόλαβε ο θάνατος (2001). Στο σημείο αυτό, η προσπάθεια έκδοσης συνεχίστηκε από τον τότε διευθυντή της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης κ. Γιάννη Ζ. Παπιομύτογλου, για να ολοκληρωθεί, στη συνέχεια, από έτερο μακρινό συγγενή του αυτοβιογραφούμενου, τον κ. Θεόδωρο Στυλ. Πελαντάκη.
Η «Αυτοβιογραφία» είναι γραμμένη σε γλώσσα αρχαιοπρεπέστατη, πολλές φορές αττικίζουσα. Ο επιμελητής του τόμου στο θέμα της γλώσσας επέδειξε εξαιρετικό σεβασμό και ειδικό φιλολογικό ενδιαφέρον, αφού θεώρησε επιβεβλημένο καθήκον να σεβαστεί και να διατηρήσει τη γλώσσα του συγγραφέα, χωρίς παρεμβατικές αλλοιώσεις. Ετσι, η «Αυτοβιογραφία» δημοσιεύεται σήμερα όπως ακριβώς την έγραψε ο Γενεράλις σε υπερκαθαρεύουσα γλώσσα!
Προς υποσκελισμό των δυσκολιών κατανόησης του κειμένου από τον μέσο αναγνώστη ο Επιμελητής επινόησε λίαν αποτελεσματικούς τρόπους. Φρόντισε να κατανείμει το κείμενο σε ενότητες, θέτοντας, σε κάθε μία, με έντονα γράμματα, σύντομους και ουσιαστικούς πλαγιότιτλους, εν είδει περίληψης της ενότητας, που διευκολύνουν ουσιαστικά τον αναγνώστη. Παράλληλα, ο Επιμελητής, εγκρατής και δόκιμος και ο ίδιος κλασικός φιλόλογος, φρόντισε για τη μετάφραση, με 261 υποσελίδιες σημειώσεις, των αρχαίων ελληνικών, τουρκικών, γαλλικών, λατινικών και ιδιωματικών λέξεων – φράσεων του κειμένου, ενώ, περαιτέρω, σημειώνει και άλλες ικανές παρατηρήσεις σε λαογραφικά, εκπαιδευτικά, ιστορικά και κοινωνικά ζητήματα της αυτοβιογραφίας. Με αυτές και άλλες πολλές επισημάνσεις – παρεμβάσεις ο Επιμελητής κατόρθωσε το αδιανόητο! Να σεβαστεί ένα κείμενο αρχαιοπρεπέστατο και να το παραδώσει και στον πιο απλό αναγνώστη αρκετά κατανοητό και προσλήψιμο.
Κοντά σε αυτά, η όλη διάρθρωση του παρουσιαζόμενου τόμου συντελεί, θεωρούμε, επίσης, στην εύκολη και ουσιαστική πρόσληψη και κατανόηση του αρχαιοπρεπούς κειμένου της αυτοβιογραφίας, τόσο με την προτασσόμενη κατατοπιστικότατη «Εισαγωγή» του Επιμελητή, όσο και με τα λοιπά μέρη του τόμου, δηλαδή το «Χρονολόγιο της ζωής του Εμμ. Γενεράλι», σε συσχετισμό με τα γεγονότα της εποχής του, που συνέταξε η δισεγγονή του κα Χριστίνα Θεοχάρη, την «Εργογραφία του Εμμ. Γενεράλι» και το «Ευρετήριο Ονομάτων», που συνέταξε ο Γ. Παπιομύτογλου και, τέλος, τα συνοδευτικά για τον Γενεράλι άρθρα των πανεπιστημιακών δασκάλων Χρ. Χαραλαμπάκη («Το επιστημονικό έργο του Εμμ. Γενεράλι) και Εμμ. Κριαρά («Εμμανουήλ Γενεράλης, ο Δάσκαλός μου») και, βέβαια, του αείμν. Σπύρου Απ. Μαρνιέρου («Ο πρώτος Γερακαριανός τιτλούχος Ανωτάτων Σπουδών»).
Η εν λόγω «Αυτοβιογραφία» αποτελεί έναν, τω όντι, πολύτιμο θησαυρό στοιχείων και πληροφοριών τόσο για τις πόλεις τού Ρεθύμνου και των Χανίων -όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια τής ζωής του- επίσης για τα εκπαιδευτικά, κοινωνικά και πολιτικά πράγματα της εποχής εκείνης, όσο και για την ίδια την προσωπική του συγγραφέα ζωή. Ο συγγραφέας σπουδάζει μέσω μυρίων εμποδίων και δυσκολιών, με έντονο τον προσωπικό αγώνα, στεφανούμενο από θαυμαστές συγκυρίες εύρεσης πόρων και διάνοιξης ατραπών (υποτροφίες, αμοιβαίες διδασκαλίες, εκγυμνάσεις νεωτέρων του μαθητών). Αυτή η θαυμαστή πρόοδός του, εν μέσω τόσων δυσκολιών, τον κάνει -νεαρόν όντα ακόμα- να καμαρώνει για την απροσδόκητη άνοδο και τις επιτυχίες του, για τους επαίνους και την προβολή που του έκαναν οι δάσκαλοι και οι μεγαλύτεροί του, αλλά για την ενσυναίσθηση που και ο ίδιος είχε της πνευματικής από τους συνομηλίκους του «διαφοράς», φθάνοντας, συχνά, μέχρις και στην έκφραση ενός επαναλαμβανόμενου ανεπίγνωστου «εγωισμού». Ο αγώνας του, πάντως, για μάθηση και πρόοδο και η αγωνία του για την επίτευξή τους καθίστανται για μας σήμερα μάθημα δύναμης και αποφασιστικότητας.
Παρακολουθούμε, περαιτέρω, την καθηγητική και επιστημονική του δράση ως καθηγητή και συγγραφέα, την τιμητική στήριξη, συμπαράσταση και αποδοχή που συχνά γνώριζε από τους μαθητές, τους ποικίλους ακροατές του και την κοινωνία, την τρικυμιώδη, στη συνέχεια, διαδρομή του στην παιδεία και την πολιτική (ως βουλευτής τής Κρητικής Συνελεύσεως), αλλά και τη ζωή και πατριωτική του δράση γενικότερα (προσέφερε τον 19ετή γιο του Νικόλαο, τελειόφοιτο Νομικής, εθελοντή που έδωσε τη ζωή του για την πατρίδα). Τις δριμείες επιθέσεις, τις διώξεις, τις φυλακίσεις, τις συκοφαντικές κατηγορίες και τις απολύσεις από την εργασία, αλλά και τους λιβέλους που του απηύθυναν συχνά πυκνά οι πολέμιοί του. Πάντα, όμως, στο τέλος, εξέλαμπε «φως» η αλήθεια που σταθερά πρέσβευε στη ζωή του και η κοινωνική αναγνώρισή του.
Κοντά σε αυτά, γίνεται εκτενής μνημόνευση και στον πολιτισμό του Ρεθύμνου της εποχής εκείνης, με την ευκαιρία λεπτομερούς αναφοράς του στη συμβολή του στην ίδρυση του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ρεθύμνου, του πιο σημαντικού μέχρι σήμερα σωματείου του Ρεθύμνου, και στα της προεδρίας του στον περίφημο Γυμναστικό Σύλλογο καθώς και στα αφορώντα στη σχολική ζωή και στα εκπαιδευτικά πράγματα της Κρήτης κατά τα έτη εκείνα, που καταλαμβάνουν μέγα μέρος της αυτοβιογραφίας, στην παρεχόμενη μάθηση, στους διδασκάλους, στα σχολεία τόσο της υπαίθρου (Γερακάρη, Μέρωνα, Μοναστηρακίου), όσο και των πόλεων (γυμνάσια, σχολαρχείο, πανεπιστήμια), στην Ιστορία, επίσης, της Εκπαίδευσης στο Ρέθυμνο, στα Χανιά, στην Κρήτη και στην Ελλάδα γενικότερα, δεδομένου ότι ο Γενεράλις κλήθηκε ή αναγκάστηκε να υπηρετήσει και να ζήσει σε πολλά μέρη της Ελλάδος (Ρέθυμνο, Νεάπολη, Χανιά, Τήνο, Αθήνα, Τρίπολη, Έδεσσα).
Συμπερασματικά, η αυτοβιογραφία του Γενεράλη είναι ένα κείμενο γνήσιο, καθαρό, δόκιμου και τορνευμένου ελληνικού λόγου, στο οποίο ο συγγραφέας φαίνεται να έχει βαθιά ενσυναίσθηση των σπουδαίων ικανοτήτων του στον χώρο της Παιδείας, του Πολιτισμού και των πολιτικών πραγμάτων της εποχής του, συνεχώς ελέγχοντας και συμβουλεύοντας και προτείνοντας σκέψεις και απόψεις σε Τούρκους και ημετέρους για μια καλύτερη και δικαιότερη και αξιοκρατική διακυβέρνηση του τόπου. Ταυτόχρονα, ο αυτοβιογραφούμενος δεν εντρέπεται να αναγνωρίζει δημοσία τα λάθη του, μεγάλα ή μικρά, κατηγορώντας ή μεμφόμενος, συχνά, εαυτόν για τις αδυναμίες και τις σκέψεις που τον κατέτρυχαν, πράγμα που -μαζί με όλα τα υπόλοιπα συνοδά του πολυτάραχου βίου του- θεωρούμε ως βασικό γνώρισμα κάθε μεγάλου άνδρα της Ιστορίας στο στερέωμα της οποίας λαμπρή θέση έχει καταλάβει για τον τόπο μας και ο αυτοβιογραφούμενος Εμμανουήλ Γενεράλις.