Είναι αναγκαίο να επισημανθεί ευθύς εξ αρχής ότι η τρέχουσα περίοδος κεφαλαιακής ενίσχυσης των Συνεταιριστικών τραπεζών στην Ελλάδα, δεν αποτελεί εξαίρεση, ούτε προέκυψε μόνο ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Αντιθέτως εντάσσεται σε μία ευρύτερη διαδικασία ενίσχυσης της βιωσιμότητας όλων των χρηματοοικονομικών οργανισμών (τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών) στην Ε.Ε.
Ολα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην Ε.Ε. υπόκεινται στους κανόνες της «Βασιλείας» (Ι, ΙΙ και ΙΙΙ), οι οποίοι επιτάσσουν τη συγκέντρωση περισσότερων ιδίων κεφαλαίων από τους μετόχους. Ως ελάχιστο ποσοστό κεφαλαιακής κάλυψης τέθηκε το 4,5%, το 6% και το13% από τη θέσπιση των πλαισίων «Βασιλεία Ι», «Βασιλεία ΙΙ» και «Βασιλεία ΙΙΙ»(Πυλώνας Ι/ TIER I capital, συμπληρωματικά κεφάλαια και κεφάλαια κάλυψης της μόχλευσης), αντίστοιχα.
Στο πλαίσιο της πολιτικής ολοκλήρωσης της ενιαίας αγοράς, η Ε.Ε. σταδιακά ανέπτυξε ένα σύνολο επιμέρους πολιτικών και μέτρων ενίσχυσης της αγοράς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Οι μακροχρόνιες αυτές πολιτικές συνέπεσαν στην τελευταία περίοδο με την χρηματοοικονομική κρίση μετά το 2009. Στο πλαίσιο δε αυτό, διενεργήθηκαν πολλαπλοί έλεγχοι σε όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (τα γνωστά stress tests), προκειμένου να διαπιστωθεί η φερεγγυότητα όλων των ιδρυμάτων και ο βαθμός επάρκειας της μετοχικής τους βάσης.
Εκτός από τις Ελληνικές Συνεταιριστικές Τράπεζες παρόμοια μέτρα ενίσχυσης απαιτήθηκαν το 2014 για το σύνολο το Συνεργατικών Ιδρυμάτων της Κύπρου που από 41 συγχωνεύθηκαν, στα πλαίσια μέτρων του αντίστοιχου μνημονίου σε 18, σε συνδυασμό με τη λήψη διαφόρων ενισχυτικών μέτρων (αύξηση ιδίων κεφαλαίων και κρατική ενίσχυση).
Ακόμη και Συνεταιριστικές τράπεζες όπως η Ολλανδική Rabobank και η Γερμανική DZ Bank (που έχουν κορυφαίες αξιολογήσεις Α+ και AA- αντίστοιχα), ανέπτυξαν εκτεταμένα προγράμματα αναδιάρθρωσης με πολλαπλές συγχωνεύσεις προκειμένου να επιτύχουν τόσο επαρκή κεφαλαιακή κάλυψη, όσο και βελτίωση της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητάς τους. Αρκεί χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ότι οι εναπομείναντες 106 ανεξάρτητες τοπικές τράπεζες Rabobank, μετά από πολλαπλά στάδια συγχωνεύσεων, ετοιμάζονται να σχηματίσουν πλέον μία ενιαία τράπεζα (ενώ κατά την ίδρυσή τους, περί τα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν περισσότερες από 1.000 τοπικές τράπεζες).
Απ’ όλα τα ανωτέρω στοιχεία, προκύπτει ένα αξιοσημείωτο συμπέρασμα: Η ζητούμενη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου αποτελεί, μια καθ’ όλα λογική συνέπεια, η οποία σχετίζεται κυρίως με την εξέλιξη του θεσμικού, αλλά και οικονομικού πλαισίου στην Ευρώπη και μόνο δευτερευόντως με τις τρέχουσες συνθήκες της Ελληνικής οικονομίας.
Τόσο οι υπάρχοντες, όσο και οι δυνητικοί μέτοχοι της Τράπεζας Χανίων, θα πρέπει να συμπεριλάβουν τα προαναφερθέντα στοιχεία, στην εκτίμηση κινδύνου (ρίσκου) που καλούνται να αναλάβουν, με τη συμμετοχή τους στην Αύξηση του Μετοχικού Κεφαλαίου.
Αλλα στοιχεία που θα πρέπει επίσης να συνεκτιμηθούν, σχετίζονται με τη βαθμιαία ανάπτυξη των Συνεταιριστικών τραπεζών και των συνεταιρισμών σε όλους τους άλλους κλάδους, σε πολλές περιοχές (όπως για παράδειγμα σε πολλά κράτη – μέλη της Ε.Ε. και τον Καναδά), αλλά και την αξιοθαύμαστη συνεχιζόμενη ανάπτυξή τους ακόμη και σε περιόδους ύφεσης.
Ο κυριότερος δε παράγοντας που συντείνει στο πρόσφατο κύμα ανάπτυξης των Συνεταιρισμών σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι η υπεροχή τους ως προς το σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης.
Το επιχειρηματικό μοντέλο των συνεταιρισμών δεν στοχεύει απλά και μόνο στη μεγιστοποίηση του κέρδους, αλλά στο συνδυασμό ενός μίγματος κερδοφόρων δραστηριοτήτων με τις βέλτιστες δυνατές υπηρεσίες που ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις προτιμήσεις των μελών τους.
Για τον λόγο αυτό, το συνεταιριστικό επιχειρηματικό μοντέλο διαφέρει ουσιωδώς από τις κεφαλαιουχικές μορφές εταιρειών που επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση των κερδών και της απόδοσης του μετοχικού κεφαλαίου.
Πρέπει να τονίσουμε ιδιαίτερα, ότι το σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης των συνεταιρισμών, εξασφαλίζει ότι οι συνεταιρισμοί αναπτύσσουν όλες τις δράσεις με κυρίαρχο κριτήριο την εξυπηρέτηση των μελών και δεν αναλαμβάνουν υπερβολικά ρίσκα σε δραστηριότητες που δεν σχετίζονται άμεσα με τις ανάγκες των μελών.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αποφεύγονται έτσι παρακινδυνευμένες τοποθετήσεις που υποκρύπτουν ελεγχόμενες μελλοντικές επισφάλειες. Αυτό με τη σειρά του συντελεί στη διασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητα της Συνεταιριστικής επιχείρησης, που αποτελεί την κυριότερη μακροχρόνια επιδίωξη των μελών της.
Αυτά λοιπόν τα κριτήρια θα πρέπει να αναλογιστούν και να επανεκτιμήσουν οι μέτοχοι, αλλά και όσοι άλλοι ενδιαφέρονται να συμβάλλουν ενεργά στην ενδυνάμωση της οικονομίας του τόπου τους. Η μεγιστοποίηση της απόδοσης των κεφαλαίων, δεν αποτελεί παρά ένα μικρό μόνο μέρος της συνολικότερης στρατηγικής που αφορά την ουσιώδη παρέμβαση και συμμετοχή στην ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας.
Η μακροχρόνια ιστορία των Συνεταιριστικών τραπεζών, οπουδήποτε αυτές αναπτύχθηκαν, έχει να επιδείξει εξαιρετικές επιδόσεις και εξέχουσα συμβολή στην τοπική οικονομία. Για να καταστεί όμως αυτό δυνατό προϋποθέτει την ανάληψη ηγετικής δράσης από στελέχη της τοπικής κοινωνίας, την ενεργό συμμετοχή και τη δέσμευσή τους στον κοινό στόχο.
Εν κατακλείδι, θα πρέπει αναλογιστούμε, ότι σε μία χώρα υπό παρατεταμένη οικονομική ύφεση, οι νέοι που αντιμετωπίζουν ένα εφιαλτικό μέλλον αναμφίβολα χειρότερο από το περιβάλλον που έζησαν οι προγενέστεροι τους, δε θα ρωτάνε «τι απόδοση έπιασαν οι τοποθετήσεις σου;», αλλά κατά πόσο τελικά δραστηριοποιήθηκαν οι προηγούμενες γενιές για την βελτίωση των προοπτικών για τους μεταγενέστερους.
Η παρούσα Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου δεν αποτελεί απλά λοιπόν μια επενδυτική πρόκληση, αλλά και πρώτου μεγέθους ευκαιρία ανάληψης ηγετικής ευθύνης κυρίως από τα μέλη που θα καθορίσει τις μελλοντικές εξελίξεις και θα προδιαγράψει το μέλλον των επόμενων γενεών.