Αύξηση της εμφάνισης της σκλήρυνσης κατά πλάκας παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, αν και τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι τα κρούσματα παραμένουν σε χαμηλότερα επίπεδα από τις χώρες της βόρειας Ευρώπης και Αμερικής. Παρότι δεν υπάρχουν πλήρη επιδημιολογικά δεδομένα, ο αριθμός των ασθενών στην Ελλάδα εκτιμάται ότι ανέρχεται σε 12 με 14 χιλιάδες.
H σκλήρυνση κατά πλάκας βρέθηκε στο επίκεντρο του διεθνούς συνεδρίου νευροανοσολογίας που διεξάγεται από 27 έως 30 Σεπτεμβρίου στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής της Μεσογείου στα Χανιά. Το επιστημονικό συνέδριο διοργανώνεται από την Ελληνική Ακαδημία Νευροανοσολογίας και την Ισραηλινή Εταιρεία Νευροανοσολογίας.
Στο πλαίσιο των διαλέξεων αναλύονται τα νεότερα δεδομένα γύρω από τη σχέση του νευρολογικού και του ανοσιακού συστήματος, μια σχέση η οποία όταν διαταράσσεται οδηγεί συχνά στην εμφάνιση αυτοάνοσων παθήσεων με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την πολλαπλή σκλήρυνση ή σκλήρυνση κατά πλάκας.
«Η Ελλάδα δεν είναι από τις χώρες από τις οποίες η νόσος αυτή ενδημεί. Είμαστε κάπου στη μέση. Σίγουρα δεν έχουμε τη συχνότητα των περιστατικών που έχουν στη βόρεια Ευρώπη ή Αμερική και γενικά σε περιοχές που βρίσκονται πιο κοντά στους πόλους. Βέβαια από την άλλη, αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι η συχνότητα εμφάνισης της νόσου έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια», τόνισε, μιλώντας στα “Χ.ν.” ο καθηγητής νευρολογίας στο Α.Π.Θ., διευθυντής της Β’ Πανεπιστημιακής Νευρολογικής Κλινικής, πρόεδρος της Ελληνικής Νευρολογικής Εταιρείας και γραμματέας της Ελληνικής Ακαδημίας Νευροανοσολογίας Νίκος Γρηγοριάδης.
Ο κ. Γρηγοριάδης επεσήμανε ότι η εμφάνιση της νόσου οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, ωστόσο, η βασική αιτία παραμένει αδιευκρίνιστη μέχρι σήμερα. «Η γνώση έχει προχωρήσει πολύ κι έχουμε σχεδόν 14 φάρμακα στη διάθεσή μας για να αντιμετωπίσουμε το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών που έχουν πολλαπλή σκλήρυνση. Ωστόσο, δεν μπορούμε να μιλάμε για θεραπεία γιατί για να μιλήσεις για θεραπεία πρέπει να γνωρίζεις το αίτιο, το οποίο πρέπει να άρεις για να επέλθει η ίαση», επεσήμανε.
Τόνισε, πάντως, πως έστω κι αν η επιστήμη ακόμα δεν έχει καταφέρει να προσδιορίσει την ή τις αιτίες που προκαλούν πολλαπλή σκλήρυνση η ιατρική επιστήμη είναι σήμερα σε θέση να ελέγχει τη δραστηριότητα της νόσου που εξασφαλίζει καλή ποιότητα ζωής στους ασθενείς.
Ο κ. Γρηγοριάδης σημείωσε ακόμα ότι σε επίπεδο πρόληψης οι άνθρωποι θα πρέπει να ακολουθούν μια υγιεινή ζωή, κάτι που μπορεί να μειώσει σοβαρά το ενδεχόμενο εκδήλωσης αυτοάνοσων παθήσεων. «Από την άλλη, υπάρχει και το γενετικό υπόβαθρο. Αυτό δεν σημαίνει ότι κληρονομεί κανείς τη νόσο αλλά πως μπορεί να έχει μια αυξημένη προδιάθεση για αυτοάνοσα νοσήματα, όπως σακχαρώδη διαβήτη, ρευματοειδή αρθρίτιδα κ.λπ. Το τι θα εκδηλωθεί τελικά, ποια πάθηση δηλαδή, εξαρτάται από περιβαλλοντικούς παράγοντες», εξήγησε ο κ. Γρηγοριάδης.
Υπογράμμισε ακόμα την κρισιμότητα της έγκαιρης διάγνωσης της νόσου η οποία δίνει τη δυνατότητα για πιο αποτελεσματικό έλεγχο της πάθησης. «Όσο νωρίτερα γίνεται τόσο καλύτερα μπορούμε να ελέγξουμε τη δραστηριότητα της νόσου και να μην υπάρχουν υπολειμματικά νευρολογικά προβλήματα εξαιτίας αυτής της δραστηριότητας η οποία είναι ιδιαιτέρως εμφανής στα αρχικά στάδια της νόσου. Συνεπώς, είναι εντελώς αντίθετο με όσα υποστηρίζει η τρέχουσα ιατρική και επιστήμη, να καθυστερεί κάποιος την έναρξη μιας θεραπείας», ανέφερε καταλήγοντας ο κ. Γρηγοριάδης.