Απαντήσεις σε όλες τις αντιδράσεις που έχουν ξεσπάσει από μέρος του ιατρικού προσωπικού της χώρας απέναντι στο νομοσχέδιο που ετοιμάζει το Υπουργείο Υγείας και στις προβλέψεις που αφορούν στον Προσωπικό Γιατρό, τους Παθολόγους και τους Γενικούς Ιατρούς, έδωσε στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Πρωινές Διαδρομές στο Πρώτο» με τον Βασίλη Αδαμόπουλο και την Μαρία Γεωργίου, η αναπληρώτρια Υπουργός Υγείας, Ειρήνη Αγαπηδάκη.
Όπως εξήγησε η κ. Αγαπηδάκη, μόλις το 6% των αποφοίτων των ιατρικών σχολών της χώρας μας επιλέγουν Γενική Ιατρική ή Παθολογία, ενώ ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 26%. Αυτός, υπογράμμισε, είναι ο λόγος που ο ιδιωτικός τομέας δε βρίσκει παθολόγους και στο δημόσιο οι προκηρύξεις βγαίνουν άγονες. «Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε, να έρθουμε να δημιουργήσουμε κίνητρα στους νέους γιατρούς για να επιλέξουν αυτή την ειδικότητα. Ερχόμαστε λοιπόν να τους δώσουμε τη δυνατότητα να αποκτήσουν επαγγελματική σταδιοδρομία επιλέγοντας αυτές τις ειδικότητες και γι’ αυτό δίνουμε αυτά τα κίνητρα κατ’ αντιστοιχία των κινήτρων που δίνουμε με τα 1.800 ευρώ για να πάνε γιατροί στα νησιά, των 400 ευρώ που δίνουμε στους ανθρώπους που υπηρετούν στις ΜΕΘ, των χρημάτων που δίνουμε στους νοσηλευτές. Αν δεν το κάνουμε αυτό, πολύ απλά, σε δύο τρία χρόνια από τώρα δεν θα έχουμε παθολόγους και γενικούς ιατρούς» επισήμανε η κ. Αγαπηδάκη.
«Απομονώνεται ένα οικονομικό κίνητρο που δίνουμε στα νέα παιδιά, ξαναλέω, δεν έχουμε παθολόγους και γενικούς γιατρούς στη χώρα. Είμαστε στις τελευταίες σειρές κατάταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πείτε μου ειλικρινά, σε ένα κοινωνικό αίτημα που λέει ότι εγώ χρειάζομαι να έχω παθολόγο, γενικό γιατρό στο νοσοκομείο, στην πρωτοβάθμια κλπ. εάν δεν δώσουμε κίνητρα για να αποκτήσουμε νέους γιατρούς, για να τους παράγουμε- προσέξτε δεν είναι μισθολογικό κίνητρο αυτό για να έρθει κάποιος να προσληφθεί- είναι για να διαλέξει μια ειδικότητα που τώρα αιμορραγεί. Πείτε μου ειλικρινά ποια είναι η πρόταση» ανέφερε χαρακτηριστικά η κ. Αγαπηδάκη.
«Όλα αυτά δεν είναι σε μία βάση, γιατί να πάρει ο νέος γιατρός και όχι ο μεγαλύτερος» σημείωσε η κ. Αγαπηδάκη, εξηγώντας πως σε επαγγελματική ομάδα υπάρχουν αλλά χαρακτηριστικά και χρειάζονται άλλου τύπου κίνητρα. «Γι’ αυτό ψηφίσαμε πέρυσι νόμο με τον οποίο τους δίνουμε τη δυνατότητα να εργαστούν κάποιες μέρες στον ιδιωτικό τομέα. Αίτημά τους ήταν αυτό» προσέθεσε.
«Δεύτερον, υπάρχει ένα πάγιο κοινωνικό αίτημα, να μένουν οι γιατροί, να μένουν τα παιδιά μας στη χώρα. Δεν το θέλουμε αυτό; Πώς φανταζόμαστε ότι μπορεί να γίνει; Και τρίτον, για το πρόγραμμα επαναπατρισμού, γιατί έχω ακούσει διάφορα πράγματα τα οποία δεν ισχύουν. Το αποσαφηνίζω ακόμη μία φορά. (…)
Η εκπαίδευση των ανθρώπων στην πρωτοβάθμια φροντίδα Υγείας στη χώρα μας δεν είναι οργανωμένη. Πάμε λοιπόν να δημιουργήσουμε Πανεπιστημιακά Κέντρα Υγείας, Πανεπιστημιακές Μονάδες Πρωτοβάθμιας, οι οποίες να στελεχωθούν στα πλαίσια μιας νέας προσέγγισης που έχουμε, που θέλουμε η πρόληψη να είναι στην πρώτη γραμμή, που θέλουμε Δημόσια Υγεία που δεν την ξέραμε πριν την πανδημία, να θυμίσω την ανακαλύψαμε μετά την πανδημία στη χώρα αυτή, δεν υπήρχαν πληθυσμιακά προγράμματα ελέγχου, δεν υπήρχαν πολλά πράγματα τα οποία έχουμε θέσει σε υλοποίηση. Πάμε λοιπόν να κάνουμε αυτές τις πανεπιστημιακές μονάδες πρωτοβάθμιας και θέλουμε γι’ αυτές τις μονάδες κάποια εξειδικευμένα αντικείμενα, τα οποία σήμερα δεν υπάρχουν στη χώρα. Όταν μιλάμε λοιπόν για πρόγραμμα επαναπατρισμού, μιλάμε για κάποιες εξειδικευμένες κατηγορίες καθηγητών πανεπιστημίου, αντικείμενα τα οποία δεν έχουμε στη χώρα και θέλουμε αυτούς τους ανθρώπους, ει δυνατόν, να τους προσελκύσουμε για να έρθουν εδώ να εκπαιδεύσουν το εργατικό δυναμικό. Είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς ότι θα είχε η κυβέρνηση χρήματα να επαναπατρίζει απλούς γιατρούς με 100 και 150.000 ευρώ και δεν θα τα έδινε;» συμπλήρωσε η κ. Αγαπηδάκη.
«Εδώ δεν υπάρχει ένα θέμα διαμάχης Υπουργείου Υγείας συνδικαλιστών» υπογράμμισε η αναπληρώτρια Υπουργός Υγείας.
«Μπορώ και εγώ να αντιτάξω ότι όλοι οι Πρόεδροι των Ιατρικών Σχολών της χώρας είναι υπέρ αυτού του νομοσχεδίου και θεωρούν ότι είναι όχι μόνο σωστή κατεύθυνση, αλλά είναι τα πράγματα που διεκδικούν τόσες δεκαετίες και δεν έχουν γίνει ποτέ. (…) Ειλικρινά εγώ το πιστεύω πάρα πολύ βαθιά, είμαστε όλοι στην ίδια πλευρά. Θέλουμε να έχουμε ένα δυνατό ΕΣΥ» σχολίασε η κ. Αγαπηδάκη ως προς τις αντιδράσεις των ιατρών και της ΕΙΝΑΠ .
«Φυσικά συνομιλούμε με τους συνδικαλιστές» απάντησε η κ. Αγαπηδάκη στον ισχυρισμό της ΕΙΝΑΠ ότι δεν έχουν κληθεί από το Υπουργείο να συζητήσουν τα επιμέρους ζητήματα του νομοσχεδίου. «Υπάρχει μια θεσμική λειτουργία την οποία εδώ πάμε λίγο να παρακάμψουμε. Η θεσμική λειτουργία είναι η εξής, περνάει κανείς κάτι από το Υπουργικό Συμβούλιο, κάνει μια πρώτη ενημέρωση, αρχίζει να συζητά με όλους τους φορείς κάθε μέρα για καθετί. Και στην πορεία όταν κατατίθεται ένα νομοσχέδιο στη Βουλή, περνάει από την Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων, καλούνται οι αρμόδιοι φορείς ξαναγίνονται βελτιώσεις, μια δυναμική διαδικασία» εξήγησε η κ. Αγαπηδάκη.
«Εγώ δεν θέλω ειλικρινά να δω σκοπιμότητες πίσω από όλο αυτό το πράγμα. Θεωρώ πολύ σημαντικό τον ρόλο που επιτελούν οι συνδικαλιστικοί φορείς. Σέβομαι τη λειτουργία τους. Χρειάζεται όμως να σεβόμαστε και λίγο τον ρόλο της πολιτείας και να απαντάμε στα ερωτήματα τα κοινωνικά. Πώς θα δημιουργήσουμε νέους γιατρούς, πώς θα μείνουν τα παιδιά μας στην πατρίδα μας, πώς θα εξυπηρετηθεί ο πολίτης. Αυτά είναι τα ερωτήματα και όχι η διαπάλη μεταξύ συνδικαλιστών ή υπουργείου» είπε καταλήγοντας η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας.