Η γιορτή του πατέρα χτες, κι ολημερίς σε σκεφτόμουν. Oχι δηλαδή πως δεν περνάς από το μυαλό μου καθημερινά… Αλλά να, θυμήθηκα πολλά χτες.
Πώς μπήκες στη ζωή μου, πώς, αν και δεν με είχες γεννήσει, ήσουν ο πιο καλός πατέρας που θα μπορούσα να έχω! (Στ’ αλήθεια πιστεύω πως μάνα και πατέρας δεν είναι αυτοί που γεννούν, αλλά αυτοί που αγαπούν και ανατρέφουν ένα παιδί). Πόσο υπέροχος παππούς ήσουν για τα παιδιά μου, πώς το ένα πώς το άλλο. Κι ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα, κοίτα να δεις, θυμήθηκα και τον δρόμο με τα βελάκια σου! Τον μόνο δρόμο που έμαθες, τον λίγο καιρό που αναγκάστηκες να μείνεις στα Χανιά.
Δεν είχες απαιτήσεις από την ζωή. Λίγα πράγματα σου αρκούσαν. Κι αυτός ο δρόμος, ο μοναδικός, σου έφτανε. Τον διάβαινες δυο φορές τη μέρα. Πρωί κι απόγευμα. Καμιά φορά και ντάλα μεσημέρι…
Θυμάμαι, ίδιος Κοντορεβιθούλης μου φάνταξες, όταν, την πρώτη μέρα που περάσαμε μαζί από ‘κει, έβγαλες το μολυβάκι σου και σχημάτισες σε κάποιους τοίχους, βελάκια! Έβαζες σημάδια για να μην χαθείς! Μικρά, σχεδόν αόρατα, για μην κάνεις ζημιά στο ξένο βιος…
Για τρεις μήνες ύστερα, έβαζες τα καλά σου ρούχα, τα καλογυαλισμένα παπούτσια σου, μη τύχει και την κακοκαρδίσεις αν ήσουν απεριποίητος, και από τον ίδιο δρόμο πάντα, πήγαινες να την ανταμώσεις. Καθόσουν και της κουβέντιαζες με τις ώρες κι ας μη σου απαντούσε!…
Κάποια μέρα της παραπονέθηκες πως νιώθεις μοναξιά στην ξένη Πόλη. Πως θέλεις να γυρίσεις στο σπίτι σας, στην αυλή σας. «Θα φύγω… εσύ τι λες;» την ρώτησες. Χωρίς να πάρεις απόκριση, έσκυψες, φίλησες τη φωτογραφία της, τον Εσταυρωμένο που είχες διαλέξει για να την φυλάει στον αιώνιο ύπνο της και την αποχαιρέτησες. «Μη μου στεναχωριέσαι! Θα ξανά ‘ρθω! » της υποσχέθηκες. Και έφυγες…
Πέρασαν τρία χρόνια από τότε. Κι ένα πρωί, Ιούλης ήταν, ο μήνας που είχε φύγει εκείνη, πότιζες και βαγιοκλάδιζες τους βασιλικούς σου. Της κουβέντιαζες. Και καθώς την ρωτούσες αν έχουν βασιλικούς εκεί, όχι στον κάτω κόσμο, αλλά στον απάνω που βρίσκεται, πέταξε η ψυχή σου κοντά της. Μόνη σου επιθυμία όλα αυτά τα χρόνια, «Θέλω να με βάλλεις με τη μητέρα σου, όταν φύγω…» μου έλεγες, κάθε φορά που μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Hξερα, κι ας μην το ‘λεγες, πως ένιωθες την ίδια μοναξιά κι εκεί, χωρίς εκείνη. Hξερα την υπόσχεση που της είχες δώσει. Και πραγματοποίησα την επιθυμία σου. Η σορός σου έφτασε «φορτωτική» με το αεροπλάνο…
Oταν ξεκινήσαμε για τη στερνή σου κατοικία, παρακάλεσα να σε περάσουν από τον μόνο δρόμο της Πόλης που είχες περπατήσει. Τον μοναδικό δρόμο που γνώριζες. Τον δρόμο με τα βελάκια σου. Για να τον αναγνωρίσεις, βλέποντάς τα! Και να χαρείς!
Μην τύχει και, διαβαίνοντας από άγνωστο δρόμο, νομίσεις πως δεν σε πάω στη μάνα μου. Και καρδιοχτυπήσεις. Και σε πάρει το παράπονο, αγαπημένε μου πατέρα…