Πάλι σήμαναν οι καμπάνες στ’ Αυγουστιάτικα δειλινά και στη Xάρη Της. Πάλι οι όμορφες ψυχές στις εκκλησίες να προσκυνήσουν την Άγια Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Βεβαίως, θα ήταν λίγοι αυτοί μπροστά στους χιλιάδες “προσκυνητές” που πάνε στη Κοίμησή Της στα “μεγάλα πανηγύρια”! Εκεί που κάνουν την εγκόσμια και μάταιη εμφάνιση – επίδειξή τους οι πάσης φύσεως και θέσεως αξιωματούχοι και άρχοντες!
Εμείς τιμάμε και θαυμάζουμε τους ταπεινούς χριστιανούς, κατ’ όνομα και ζωή και είναι μόνοι αυτοί που κρατούν την πίστη μας μέχρι σήμερα και όχι οι άνθρωποι, κληρικοί και λαϊκοί, που αρέσκονται στις φιέστες και στις επιδείξεις αξιωμάτων και αμφιέσεων!
Οι ταπεινοί χριστιανοί είναι και οι μόνοι που αισθάνονται την αμαρτωλότητά τους και καταφεύγουν ειλικρινά στο έλεος της Παναγίας. Οι άλλοι καταφεύγουν στο “έλεος” της όποιας εν κόσμω εξουσίας τους και εμφανίσεως.
Οι άγιοι ταπεινοί προσκυνητές της Παναγίας αισθάνονται, με την άγια ευαισθησία τους, την πολιορκία των εγκοσμίων και θλίβονται γι’ αυτό. Όπως οι μέλισσες σε σμήνη εισβάλλουν στην κυψέλη, το ίδιο κάνουν τα εγκόσμια πάνω στην καρδιά τους.
Όμως αντιδρούν. Όμως αγρυπνούν. Όμως δεν τα αφήνουν να κυριεύσουν την καρδιά τους. Θλίβονται για όσα συμβαίνουν γύρω τους, αλλά και για τις επιθέσεις όπως των μελισσών πάνω στην όμορφη καρδιά τους.
Και ο πόνος γίνεται πιο μεγάλος και πιο πικρός, όταν ο πόλεμος προέρχεται από φίλους και “αδελφούς” ίνα πληρωθεί το υπό του Κυρίου ρηθέν: «Και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού» (Ματθ. 10, 36). Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι τον Χριστό εσταύρωσε το ίδιο το γένος Του (Ιωανν. 18,35). Το κακό μάλιστα είναι και η θεία καταδίκη τους, γιατί ο «Θεός ου μυκτηρίζεται» (Γαλατ. 6,7) που πολλοί απ’ αυτούς πηγαίνουν στην Εκκλησία, κάνουν γονυκλισίες, προσεύχονται, νηστεύουν και έτσι τάχα τα έχουν καλά με τον Χριστό και την Παναγία κι ας κατεσθίουν με τις κακίες τους άλλους!!
Ο αληθινός Χριστιανός αισθάνεται πράγματι ότι ζει μέσα σε έναν κλοιό απανθρώπων, που με τα ιοβόλα βέλη τους, τον γεμίζουν θλίψη. Ευτυχώς όμως, όχι και απόγνωση, γιατί θαρρούνε (έχουν το θάρρος τους) προς την Παναγία: «Εις σε μόνην ελπίζω, και θαρρώ και καυχώμαι, και προστρέχω τη σκέπη σου, σώσον με» όπως λέγει άλλο τροπάριο του ίδιου Παρακλητικού Κανόνος. Δεν πονάμε, ούτε και πολλώ μάλλον, θρηνούμε για τα παθήματα των ωραίων ψυχών. Αυτοί δεν φοβούνται. Αυτοί δεν χάνονται. Άλλωστε, κατά την ομολογία του Χριστού «αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 5,3). Αυτοί είναι άκακοι, συγχωρητικοί και δεν έχουν δόλο στην καρδιά τους (Ιωανν. 1,48), όπως οι άλλοι οι φαινομενικοί “άγιοι” και “χριστιανοί” και οι οποίοι ζουν στην πονηρία και στην απάτη (Α’ Ιωανν. 5,19).
Σκέφτεσαι πολλές φορές γιατί να υπάρχουν άνθρωποι να μισούν τους άλλους. Να πολεμούν -αδίκως- τους άλλους. Να τους πληγώνουν. Να πιστεύσω εκείνο που έγραψε κάποιος: «Κανείς δεν γίνεται εχθρός σου, αν δεν αναγνωρίσει και δεν ενοχληθεί από την αξία σου» γιατί ουσιαστικά «αυτήν εχθρεύεται». Μάλλον θα συμφωνήσω περισσότερο με μια άλλη σοφή κουβέντα: «Η μπούκα του κανονιού και το στόμα του συκοφάντη κάνουν την ίδια δουλειά: ξερνούν φωτιά». Επομένως, μη περιμένουμε καλό από ανθρώπους που από το φονικό οπλοστάσιο της καρδιάς τους εκτοξεύουν κατά πάνω μας τις σφαίρες της κακίας τους. Ο Χριστός θα μας πει: «…μήτε συλλέγουσιν αγκαθών σταφυλήν ή από τριβόλους σύκα;…» (Ματθ. 7, 16-18). Άλλωστε «εκ γάρ του καρπού το δένδρον γινώσκεται» (Ματθ. 12, 33) και «εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα λαλεί» (Ματθ. 12, 34).
Σε έναν τέτοιον κλοιό είναι αναγκασμένος να συνυπάρχει ο αληθινός χριστιανός. Γι’ αυτό και καταφεύγει στην Παναγία πάντοτε, ειδικά στις παρακλήσεις και στη Γιορτή της. Προστρέχει σ’ αυτήν και υπό τη σκέπην της πορεύεται στη ζωή άτρωτος, δυνατός, χαρούμενος και φιλάνθρωπος προς όλους.