«Οντως μύρου πέφηνε Χριστώ Μυρόπη Σώμα προδούσα δια Τούτον βασάνοις»
Σε σχετική συζήτηση για την Αγία Μυρόπη, που εόρταζε την Τρίτη 2 Δεκεμβρίου, και στην έκφραση ευχών σε μια εορτάζουσα που έφερε το όνομα της Αγίας Μυρόπης (ή Μερόπης) και επειδή πολλοί δεν γνωρίζουν ότι υπάρχει τέτοια αγία και, κατά συνέπειαν, την ζωή και το μαρτύριό της, θα θέλαμε με το γραφτό μας να ενημερώναμε τους αδελφούς μας σχετικά.
Στην σύνταξή του αντλήσαμε το υλικό από τον Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Η Αγία Μυρόπη γεννήθηκε στην Έφεσο. Εβαπτίσθηκε Χριστιανή και έμενε στον τάφο της Αγίας Ερμιόνης (εορτάζει στις 4 Σεπτεμβρίου). Εκεί δε μένουσα, δεχόταν το μύρο, το οποίο, κατά παράδοξο τρόπο, έτρεχε από τον τάφο και το μοίραζε σε όλους που επήγαιναν προς αυτή. Γι’ αυτό και ονομάστηκε Μυρόπη. Κατά τον διωγμό του Λεκίου (250) η μητέρα της την παρέλαβε και την επήγε στην Χίο, όπου παρέμειναν προσευχόμενες κατ’ ιδίαν προς τον Θεό. Μάλιστα, ήταν παρούσες στον μαρτυρικό θάνατο του Αγίου Ισιδώρου (εορτάζει στις 14 Μαΐου).
Φούντωσε από πίστη η ψυχή της Αγίας Μυρόπης.
Οπλίζεται με θάρρος και νύχτα παίρνει το Άγιον λείψανο, το άλειψε με μύρα και το ενταφίασε. Όταν αυτό πληροφορήθηκε ο ειδωλολάτρης άρχοντας της περιοχής, συνέλαβε τους φύλακες και με βασανισμούς τους περιήγε στην πόλη για να βρουν το λείψανο του Αγίου. Τότε η Αγία βλέπουσα κάθε μέρα τα παθήματά τους, δεμένους και με βαριές αλυσίδες, πονούσε πολύ, επλησίασε τους σιδηροδέσμιους φύλακες και τους είπε ότι αυτή το πήρε και το έθαψε.
Το είπαν αμέσως στον δήμιο άρχοντα, ο οποίος της λέγει: «Είναι αλήθεια αυτά που λέγουν οι φύλακες;». Και εκείνη απήντησε: «Ναι, εγώ το έκλεψα και το ενταφίασα». Και ο άρχοντας, «και πώς ετόλμησες να κάνεις αυτό επικατάρατον γύναιον;».
Η αγία μάρτυς του απάντησε: «Διότι καταφρόνησα και εθεώρησα βδελυρά την ταλαιπωρία σου και αθεότητα». Τα λόγια εθύμωσαν και εξόργισαν τον υπερήφανο άρχοντα, ο οποίος αμέσως διατάζει να δέρνουν αλύπητα την αγία με χοντρά ραβδιά. Οι στρατιώτες παραλαμβάνουν ημιθανή την μάρτυρα και την κλείνουν στη φυλακή.
Κατά τα μεσάνυχτα, ενώ προσευχόταν η αγία, έλαμψε μέγα φως τριγύρω όλη την φυλακή και κατέφθασε πλήθος Αγγέλων και έψαλλαν τον Τρισάγιο Ύμνο. Ανάμεσα δε σ’ αυτούς έστεκε και ο Άγιος Ισίδωρος, ο οποίος προσβλέπων προς την Μυρόπη της είπε: «ειρήνη σοι, διότι έφθασε η δέησίς σου προς τον Θεό, και ιδού τώρα έρχεσαι με ημάς για να λάβεις τον ετοιμασμένον για σένα στέφανον». Και αμέσως παρέδωσε η Αγία το πνεύμα της στον Θεό και γέμισε όλη η φυλακή από μια άρρητη ευωδία, ώστε και αυτοί οι φύλακες, εξεπλάγησαν και εκστατικοί σχεδόν έγιναν.
Αυτά διηγήθηκε ένας στρατιώτης, ο οποίος αγρυπνούσε και εφύλαγε την αγία, ιδών με τους οφθαλμούς του και ακούσας με τα αυτιά του όλα αυτά.
Όθεν προσελθών στην πίστη του Χριστού, βαπτίστηκε και αφού ομολόγησε τον Χριστόν έλαβε και αυτός το στέφανον του μαρτυρίου. Οι Χριστιανοί, αφού έλαβαν το λείψανο της Αγίας Μυρόπης, με άδεια του άρχοντα, το έθαψαν σε επίσημο τόπο με πολλή ευλάβεια.
*θεολόγος – τ. λυκειάρχης