Του Υψίστου πανάξιος λειτουργός
εσκόρπισες στο Γένος την ελπίδα
προφήτης και μαζί θαυματουργός
του λυτρωμού γλυκειά δροσοσταλίδα.
Το ράσο σου ανοίγεις σα φτερό
σ’ ολόκληρο το Γένος να πετάξει
στο δούλο να θυμίσεις ιερό
το χρέος της Ελλάδας να βαστάξει.
Του σκεύους εκλογή ο ζηλωτής
του Παύλου μιμητής του Κορυφαίου
του Άθω το βουνό δε σε κρατεί
κι αφήνεις το κελί της Φιλοθέου.
Τ’ ολόγλυκο τ’ ανέσπερο το φως
που πήρες από θεία βρυσομάνα
απλώνεται στο σκλάβο αδελφό
σα να ‘τανε στην έρημο το μάνα.
Ασήμαντο ανάστημα μικρό
κορμί καχεκτικό σκελετωμένο
να κρύβει πνεύμα τόσο ηρωικό
και πείσμα να κρατά γιγαντωμένο.
Καλόγερος φτωχός και ταπεινός
ραβδί και κουρελόρασο στον ώμο
δεν άφησες πρωί και δειλινό
του Χρέους το μεγάλο τούτο δρόμο.
από τη συλλογή ποιημάτων «Γραμπουσιανοί Ρυθμοί»