Καλοί μου φίλοι, καλό Σαββατοκύριακο!
Μερικά απ’ τα παραμύθια της ξεχωριστής και αξέχαστης Χανιώτισσας δασκάλας συγγραφέα και ζωγράφου Αγλαΐας Κυρμιζάκη, διανθισμένα με σχετικά σκίτσα, από το βιβλίο “Παραμύθια από την Κρήτη”, που κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις “Νόβολι” το 2011, 27 χρόνια μετά το φευγιό της στη Χώρα των Μακάρων, στον σημερινό Παιδότοπο. Να ‘ναι καλά η φίλη του φίλου μου σκηνοθέτη και δασκάλου θεατρικής Αγωγής Κώστα Νταντινάκη, Βάντα Ιωαννίδου, που μου το έδωσε – σ’ αυτήν ανήκει τόσο η ιδέα όσο και η επιμέλεια της έκδοσης. “Τα παραμύθια ταιριάζουν στην ψυχή των παιδιών που σιγά-σιγά ξυπνά…” Μια απ’ τις φράσεις της Αγλαΐας Κυρμιζάκη σε άρθρο της με τίτλο “Μαζί με τους χωρικούς μας” που πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Νεοελληνικό Αρχείο” το 1935! Καλή ανάγνωση για όλα τα παιδιά από 7 μέχρι 97 χρόνων! Ποιος είπε ότι τα παραμύθια είναι μόνο για τον χειμώνα;
Σας χαιρετώ με αγάπη όλους!
Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
δάσκαλος λογοτέχνης
Βιογραφικό Αγλαΐα Κυρμιζάκη (1904 – 1988)
Η δίδα Αγλαΐα Κυρμιζάκη είναι δασκάλα γεννημένη κι αναθρεμμένη στα Χανιά. Επειδή υπηρέτησε περί τα δέκα χρόνια σ’ αγροτικές περιφέρειες, γνώρισε από κοντά τον Κρητικό λαό, τα τραγούδια και την άλλη του παραγωγή και μάζεψε πολύ λαογραφικό υλικό.
Μια τέτοια συλλογή της βραβεύτηκε στον Καλοκαιρένειο Λαογραφικό διαγωνισμό (1930). Ένα μέρος του υλικού τυπώθηκε στα περιοδικά Κρητικά, Νεοελληνικόν Αρχείον και στην Ιόνιον Ανθολογία της κ. Μ. Μινώτου, όπου τύπωσε κι άλλη συνεργασία.
Συνεργάστηκε ακόμα σ’ εκπαιδευτικά και παιδαγωγικά περιοδικά. Σημειώνουμε πως μετεκπαιδεύτηκε στην Αθήνα (είναι μάλιστα αριστούχος και πολύγλωσση – γαλλικά, ιταλικά, ρωσικά, γερμανικά) και παρακολουθεί από παλιά τη φιλολογική μας κίνηση με ζήλο. Στις ντόπιες εφημερίδες (κυρίως στον Παρατηρητή) γράφει κάποτε κάποτε με το ψευδώνυμο Κορνηλία, χρονογραφήματα που τα διακρίνει μια βαθιά αίσθηση της έμψυχης και άψυχης φύσης, συμπάθεια προς το Παιδί και τη Γυναίκα – Μητέρα και λεπτότατο γούστο. Είναι ακόμα και διαλεχτή ζωγράφος.
Από το μηνιαίο Λογοτεχνικό περιοδικό Κρητικές Σελίδες, αρ.3-4 Απρίλιος – Μάης 1936, Ηράκλειο Κρήτης.
Ένας γέρος κάθεται στη γωνιά ενός δρόμου με τον αγαπημένο του σκύλο κοντά του. Στο στήθος του γέρου κρέμεται μια ταμπέλα που γράφει “ελεείστε τον τυφλό”.
Ένας περαστικός ρίχνει ένα κέρμα στα χέρια του γέρου, αλλά αυτό γλιστράει και πέφτει στον δρόμο. Ο γέρος σκύβει και μαζεύει τη δεκάρα. Τότε, ένας αστυνομικός που είναι εκεί κοντά, τον είδε και του λέει: “Λοιπόν, γέρο, εσύ δεν είσαι τυφλός. Με αυτή την ταμπέλα κοροϊδεύεις τον κόσμο”. Και ο γέρος του απαντά: “Ω, κύριε δεν είμαι εγώ ο τυφλός, ο σκύλος μου είναι τυφλός”.
Ο Λαγός, ο Κόκορας και η Κατσίκα
Μια φορά κι έναν καιρό ένας λαγός έβοσκε σε μια βελανιδιά από κάτω. Εκειά που έτρωγεν, έπεσεν ένα βελανίδι στην κεφαλή του. Κι αμέσως έγκαψεν από ‘κει και ετζιρίτα. Στο δρόμο τ’ απάντηξε ένας κόκορας και τούπε:
– Πού πηγαίνεις σύντεκνε;
– Είντα να σου πω, σύντεκνε, τ’ απολοήθηκε, πούπεσεν ένα βουνό και με πλάκωσε!
– Πρέπει, λοιπόν, να φύγω κι εγώ, του ‘πε ο κόκορας.
Κι αρχινίξανε να τζιριντούνε και τα δύο ζωντανά! Στο δρόμο θωρούνε μια κατσίκα και τσοι ρωτά:
– Για πού το βάλατε, φίλοι;
– Είντα να σου λένε, που αρχίζει και πέφτει ο ουρανός, της αποκρίνονται εκείνοι. Και τόβαλε κι αυτή στα πόδια.
Στο δρόμο τσοι ‘φταξε και τσοι τρεις ένας λύκος και τσοι φαε.
Τα καλά του κρασιού
Μια φορά ένας βασιλιάς ήθελε να γλιτώσει η χώρα του από το μεθύσι κι αποφάσισε να διατάξει να ξεριζώσουνε ούλα τ’ αμπέλια.
– Όι, μην το κάμεις αυτό, πολυχρονεμένε μου, τούπε ένας σύμβουλος, γιατί το κρασί κάμει τσοι στραβούς και θωρούνε, τσοι κουτσούς κι έχουν γερά πόδια και τσοι μουφλούσηδες με παράδες.
Ο βασιλιάς τον άκουσε, μα ήθελε να το ιδεί και με τα ίδια του τα μάθια. Εκάλεσε, λοιπός, στο παλάτι έναν κουτσό, έναν στραβό κι έναν μουφλούση, τως έβαλε να φάνε και τως έδωσεν ελευθερία στο κρασί.
Ήπιανε ώσπου να δούνε τ’ αυθιά τωνε.
Τότες ο στραβός είπεν στους άλλους:
– Καλό, μωρέ, πουναι τούτο το μαύρο κρασί.
Ο κουτσός έλεγε πως με κλωτσιές θα βγάλει τα μάθια του στραβού κι ο μουφλούσης επρόστεσε:
– Βάρα του μωρέ, κι εγώ πλερώνω.
Μ’ αυτά ο βασιλιάς είδε πως ο σύμβουλος είχε δίκιο να λέει για τα καλά του κρασιού κι ετσά δεν έβγαλε τη διαταγή κι έχομε ως τα σήμερα αμπέλια.
Ο βασιλιάς και ο ψωματάρης
Μια φορά ένας βασιλιάς έκαμε ένα τόπι χρυσό κι ύστερα έστειλε είδηση σ’ όλες τις χώρες που όριζε, πως όποιος είναι ψεύτης και πάει να του πει ένα μεγάλο ψώμα θα πάρει το τόπι.
Τ’ ακούσανε όλοι οι ψεύτες και πατείς με πατώσε τρέξανε στο βασιλικό παλάτι. Μα κανένας δεν εκατάφερε με το ψέμα του να το πάρει.
Ένας πούχε διαβάσει πολλά πολεμικά χαρθιά κι ήξερε όλες τσοι κατεργαριές του κόσμου, έβαλε στον ώμο του ένα μεγάλο πιθάρι και πήγε στο παλάτι του βασιλιά και τούπε:
– Πολυχρονεμένε μου, μια φορά που κάνανε πόλεμο ο παππούς σου με τον παππού μου, του παππού σου σωθήκανε τα λεφτά και γύρεψε του παππού μου. Κι οι παππούς μου του τα δωκε με τούτο το πιθάρι.
Ο βασιλιάς φοβήθηκε πως πήγε να του γυρεύει δανεικά και βιάστηκε και τούπε:
– Μ’ αυτό είναι ψώματα.
Κι οι ψωματάρης, που άλλο δεν ήθελε, του λέει:
– Μα για ψώμα σου τόπα κι εγώ.
Και κέρδισε το χρυσό τόπι.
Για καλό και για κακό
Μια φορά ένας παπάς πέθανε μόλις εχειροτονήθηκεν. Ούτε μια φορά δεν είχε λουτρουήσει, κι ούλοι συλλογιζότανε πώς του πρέπει να τονε θάψουνε, για λαϊκό ή για κληρικό;
Σε μια γωνιά τον έκλαιγεν η χήρα του. Τότες σκεφτήκανε να τηνέ ρωτήξουνε κείνη πώς προτιμά. Γιατί αν τον εθάφτανε για κληρικό, δεν θα μπόρειε να ξαναπαντρευτεί. Τσι σιμώσανε και τηνέ ρωτήξανε.
Έπαψε τότες το μοιρολόι για μια στιγμή και τως είπε:
– Για καλό και για κακό, θάψτε τον για λαϊκό.
Σημείωση:
“Κλειστός” ο Παιδότοπος για τρία Σάββατα.
Μαζί Θεού θέλοντος το Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου.