■ Ο 93χρονος Γιώργος Καρεφυλάκης αναστοράται
Σήμερα, ο κ. Γιώργος Καρεφυλάκης, ο 93χρονος ναυτικός, θα μας διηγηθεί αξέχαστες ναυτικές εμπειρίες, γυρνώντας το ρολόι του χρόνου 64 χρόνια πίσω, στο μακρινό 1959.
Υπηρετούσε στο πλοίο «Λασίθι» ένα σχετικά μικρό εμπορικό πλοίο 1600 τόνων, που είχε ναυπηγηθεί στην Αμερική, ως πολεμικό πλοίο και που αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, παραχωρήθηκε στην Ελλάδα και που μαζί με άλλα πολεμικά πλοία για ένα διάστημα είχαν «πρυμνοδετήσει» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και με μεγάλες γεννήτριες ενίσχυαν το δίκτυο της ΔΕΗ, για να επαρκεί για τις ανάγκες της πόλης και της ευρύτερης περιοχής.
Όταν έπαψε η ανάγκη ενίσχυσης του δικτύου της ΔΕΗ, το ελληνικό Δημόσιο πούλησε αυτά τα καράβια Το συγκεκριμένο το αγόρασε ο νεοεισερχόμενος στον κλάδο των εφοπλιστών, ο αείμνηστος Αχιλλέας Χαλκούσης.
Το μετασκεύασε σε εμπορικό, του πρόσθεσε έναν «όροφο» για τις νέες ανάγκες και έτσι έχασε την ευστάθειά του και χρειαζόταν μεγάλη προσοχή στα ταξίδια του.
Το 1958, λίγο πριν αναλάβει την άγονη γραμμή «Ο γύρος της Κρήτης και σύνδεση με τη βόρειο Ελλάδα», γίνεται νέα μετασκευή στο «Άιντα», έτσι το έλεγαν τότε, που τώρα παίρνει το όνομα «Λασίθι», δημιουργούνται κάποιες καμπίνες για επιβάτες, τα αμπάρια διαμορφώνονται διαφορετικά και αναλαμβάνει τη συγκεκριμένη άγονη γραμμή
Η άγονη γραμμή ξεκινούσε από το Ηράκλειο, ερχόταν Δυτικά και έπιανε Ρέθυμνο, Σούδα, Καστέλι, Παλαιόχωρα, Χώρα Σφακίων, Αγία Γαλήνη, Καλοί λιμένες, Μύρτος Λασιθίου. Ιεράπετρα, Αλτσί, Σητεία, Άγιος Νικόλαος, Ηράκλειο, Πειραιάς, Βόλος, Θεσσαλονίκη, Στρατώνι Χαλκιδικής, Καβάλα, επιστροφή στο Ηράκλειο, διά μέσου Θεσσαλονίκης, Βόλου, Πειραιά.
Το δρομολόγιο διαρκούσε 15 μέρες, το ταξίδι για τους λιγοστούς επιβάτες ήταν πολύ κουραστικό.
Το πλήρωμα του πλοίου ήταν γύρω στα είκοσι άτομα. Οι επιβάτες πλήρωναν ένα σχετικά χαμηλό εισιτήριο, σιτίζονταν μέσα στο καράβι, αν και πολλοί απ’ αυτούς κρατούσαν για φαγητό «ξηρά τροφή».
Η άγονη αυτή γραμμή, δηλαδή η γραμμή που δεν παρουσιάζει εμπορική ή επιβατική κίνηση και κατά συνέπεια δεν υπάρχει επιχειρηματικό ενδιαφέρον από τους πλοιοκτήτες, επιδοτείται από το κράτος για να εξυπηρετούνται οι κάτοικοι απομακρυσμένων και απομονωμένων περιοχών.
Αυτή η άγονη γραμμή έχει καταργηθεί χρόνια τώρα, υπόψη ότι άγονες γραμμές τώρα, διατηρούνται στις Κυκλάδες και στα Δωδεκάνησα.
Θα αναρωτηθεί κάποιος τώρα, πώς μπήκε ο γύρος της Κρήτης και η σύνδεση με τη βόρεια Ελλάδα στις επιδοτούμενες άγονες γραμμές;
Εκείνα τα χρόνια το οδικό δίκτυο της Κρήτης, ειδικά της Νότιας, ήταν σε άθλια κατάσταση και η σύνδεσή του με τη Βόρεια Κρήτη, όπου υπήρχαν τα μεγάλα λιμάνια της Σούδας και του Ηρακλείου πολύ δύσκολη, και έτσι προϊόντα που παρήγαγε η Νότια έμεναν αναξιοποίητα, μα και οι άνθρωποι δυσκολεύονταν πολύ στις μετακινήσεις τους.
Από την Παλαιόχωρα φορτώναμε πολύ λάδι σε βαρέλια, από τα Σφακιά τυροκομικά, από τον Μύρτο Λασιθίου τις ξακουστές μπανάνες Άρβης. Από το Αλτσί, περιοχή κοντά στη Σητεία, τοποθεσία με επιφανειακά πετρώματα γύψου, εξόρυσσαν ακατέργαστο γύψο με πρωτόγονα μέσα, τον έβαζαν σε βαρέλια ανοιχτά από πάνω, που τα μετέφεραν με βάρκες δίπλα στο πλοίο και από εκεί τα τραβούσαμε με το βίντσι και αδειάζαμε το περιεχόμενο τους μέσα στο αμπάρι, για να παραδοθεί σε εργοστάσιο επεξεργασίας και τυποποίησης στον Πειραιά.
Εν αντιθέσει με το Αλτσί, από το Στρατώνι Χαλκιδικής, ξακουστό από την αρχαιότητα για τα ορυχεία του, φορτώναμε κανονικά, αφού υπήρχαν λιμενικές εγκαταστάσεις, ειδικό χώμα που το παραδίδαμε πάλι στον Πειραιά σε βιομηχανίες λιπασμάτων.
Κόσμο δεν παίρναμε πολύ, μόνο από τα λιμανάκια της Νότιας Κρήτης είχαμε πολλές μετακομίσεις φτωχών οικογενειών, που μετακόμιζαν, είτε σε Αθήνα – Πειραιά είτε σε Θεσσαλονίκη για αναζήτηση καλύτερης τύχης.
Θυμάμαι, φτωχές οικογένειες, με τα λιγοστά υπάρχοντά τους, να αποχαιρετούν τον τόπο τους με δάκρυα στα μάτια, ειδικά οι μεγαλύτεροι, να ταλαιπωρούνται από το ταξίδι και όλο να ρωτάνε, μακριά είναι ακόμα η Θεσσαλονίκη;
Τουρίστες, τότε, δεν υπήρχαν, μόνο πολύ λίγοι που αγαπούσαν τα βουνά και τη φύση και που τους λέγαμε περιηγητές ή ορειβάτες.
Στον γύρο της Κρήτης υπήρχαν μέρη που δεν μπορούσε να «δέσει» το καράβι και η όποια επιβίβαση ή αποβίβαση γινόταν με τη βάρκα.
Υπόψη ότι σε κάθε τόπο που προσέγγιζε το «Λασίθι» κατέβαινε ο ύπαρχος με ένα ειδικό βιβλίο και ζητούσε υπογραφές από κάποια Αρχή: Λιμενικό, Χωροφυλακή, ή έστω από τον Αγροφύλακα, για να πιστοποιηθεί ότι όντως προσεγγίσαμε το σημείο.
Την ιστορία του καραβιού σχετικά με την αγορά και τις μετασκευές την άκουσα από ναυτικούς που υπηρετούσαν σε αυτό από τότε που αγοράστηκε από τον Αχιλλέα Χαλκούση..
Στο «Λασίθι» υπηρέτησα ένα χρόνο, μετά πήγα σε μεγαλύτερο πλοίο και σε μακρινά ταξίδια.
*Ο Γεώργιος Μανιαδάκης είναι Συν/χος Δάσκαλος.