Τέτοια αγωνία για το αν θα βρεθεί τελικά ο πατέρας της Μαρίας ούτε η ίδια η Μαρία δεν είχε. Αλλωστε τα παιδιά αυτής της ηλικίας δεν έχουν κανένα δικαίωμα στην αγωνία. Ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να έχουν. Η Μαρία παρόλα αυτά γέμιζε για μέρες ολόκληρες τις οθόνες. Η δυστυχία, σε μικρή συσκευασία δημοσιογραφικού δώρου, προσφερόταν ως νούμερο ένα θέαμα. Κι εκείνη αγχωνόταν.
Η πεθερά εννοώ. Απειρες ώρες μπροστά στην τηλεόραση να ξεφυσά δύσθυμα. Το κοριτσάκι χόρευε, το κοριτσάκι πόζαρε με μαλλιά και μάτια το ίδιο μπερδεμένα κι εκείνη τα έβαζε με την κοινωνία, τα Υπουργεία, την Αστυνομία, την Αγγελική Νικολούλη και βέβαια με εμένα, που με άφηνε τελευταίο και καλύτερο. Που τα παρακολουθούσα όλα από απόσταση. Αυτή τη σνομπ απόσταση που της ταράζει το νευρικό σύστημα. Η αναγκαία απόσταση ασφαλείας για μένα, ώστε να μην με καταπιεί η μικροαστική φιλανθρωπία των μεγαλοαστικών καναλιών.
Οταν ένα βράδυ δεν άντεξα άλλο τον καημό της, της είπα: «Πρέπει να μάθεις κάτι σημαντικό. Εγώ είμαι ο πατέρας της Μαρίας…». Εστρωσε τη φούστα της, σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος, φούσκωσε από υπερηφάνεια για τις λέξεις που προγραμμάτιζε να εκτοξεύσει και με κεραυνοβόλησε. «Αν είσαι εσύ ο πατέρας, τότε είναι καλύτερα το κοριτσάκι να μείνει στον καταυλισμό!». Η κόρη της, και γυναίκα μου, γέλασε. Συγκρατημένα, αλλά γέλασε. Στην πραγματικότητα κι εγώ ο ίδιος γελούσα βαθιά μέσα μου. Αλλά το έκρυβα πίσω από ένα παχύ στρώμα ενός δήθεν θιγμένου εγωισμού.
«Τι είναι καταυλισμός;», ρώτησε η μικρή. Ανέλαβα την ευθύνη να δώσω εξηγήσεις. «Καταυλισμός είναι ένα σημείο στο οποίο συγκεντρώνονται άνθρωποι που επιθυμούν να ζήσουν λίγο διαφορετικά απ’ ό,τι εμείς. Οι αθίγγανοι για παράδειγμα». Με κοίταξε με το βλέμμα της άγνωστης λέξης, αλλά επανήλθε ταχύτατα. «Οι τσιγγάνοι εννοείς; Αυτοί που πουλάνε πατάτες και καρέκλες; Πού βρίσκουν όλες αυτές τις πατάτες και τις καρέκλες μπαμπά;». «Αυτό είναι άλλο θέμα», παρατήρησα με σοβαρότητα αδιάβαστου πατρός. «Υπάρχουν όμως και καταυλισμοί», συνέχιζα το μάθημα «που φτιάχνει η κοινωνία για όλους εκείνους που η ίδια δεν επιθυμεί να εντάξει μέσα της. Για παράδειγμα οι μετανάστες».
Το χαμόγελο της γυναίκας θρυμματίστηκε πάνω από τις σελίδες εβδομαδιαίου περιοδικού ποικίλης ύλης, η πεθερά ξεσταύρωσε τα χέρια, αναλογιζόμενη πιθανά τα δεκάδες «μαύρα» cd που αγοράζει κατά καιρούς και η μικρή ήταν η μόνη που δεν έχανε ρυθμό. «Κι οι μετανάστες τι πουλάνε;», συνέχιζε αφοπλιστικά ακάθεκτη.
Αλλά κάπου εκεί, έπρεπε να σταματήσω. Στην αρχή είπα να καυτηριάσω της εμμονή της για τις πωλήσεις. Μετά όμως κατάλαβα πως είχε δίκιο. Μπορεί άθελά της, αλλά είχε δίκιο. Ολοι κάτι πουλάνε. Καθένας καλά οργανωμένος στον δικό του καταυλισμό, προβαίνει σε εξορμήσεις πωλήσεων. Για μέρες απομονωμένοι οι πολιτικοί κι μετά μεμιάς ανοίγουν τις πόρτες περιχαρακωμένων κομματικών γραφείων και πουλούν λύσεις. Γεμίζει ο τόπος από προτάσεις. Από το Κολωνάκι μέχρι το Νευροκόπι η κρίση υποχωρεί σταδιακά κάτω από το βάρος αναγκαίων δημοσιονομικών μέτρων. Η ανικανότητά τους γίνεται ανάγκη μας κι εμείς αγοράζουμε μισοτιμής.
Εισαγόμενοι οικονομολόγοι πουλούν ρυθμίσεις, ντόπιοι αναλυτές προσφέρουν τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης, μυστικές υπηρεσίες πουλούν μυστικά ή στήνουν παζάρι ανταλλαγής εθνικών πληροφοριών, παρουσιαστές τα πακετάρουν με αμπαλάζ λίγο από κοινωνική ευαισθησία, υπουργός Αδωνις πουλάει ακόμα βιβλία για να βοηθήσει τον μικρό του αδελφό. Με 25 ευρώ, όσο μια είσοδος σε κρατικό Νοσοκομείο δηλαδή, γεμίζεις ένα ολόκληρο ράφι στη βιβλιοθήκη της εθνικής υπερηφάνειας.
Καθένας στον καταυλισμό του κι όλοι μαζί το ίδιο τρελοί για τις εκπτώσεις. Που οι πληροφορίες λένε ότι φέτος θα κυμανθούν από το 27%, όσο κι η ανεργία, μέχρι το 90%, όσο δηλαδή το σύνολο που συγκεντρώνουν στην κοινωνία τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου.
Αυτά σκεφτόμουν. Και θα συνέχιζα να τα σκέφτομαι αν δεν αποφάσιζε να ξεφυσήξει η πεθερά. Αλλη αγωνία την έβρισκε με την επανεμφάνιση του εξαφανισμένου Μπεν. Μια ματιά σε μένα να σταματήσω τις σκέψεις και μια στη μικρή να πάει για ύπνο, ήταν αρκετές για να επέλθει ησυχία στο σαλόνι και ηρεμία στο μυαλό μου.
Η ματιά της πετυχαίνει πάντα το πρώτο. Για το δεύτερο, διατηρώ ακόμα τις επιφυλάξεις μου. Ευτυχώς!