Εγώ μωρέ κοπέλια εγεννήθηκα σε δύσκολη εποχή σ’ ένα απόκεντρο χωριό και εκεδά ζιώ εδά και ενενήντα ένα χρόνια και μόνο όντεν ήμουνε στο στρατό έλλειψα. 40 χρόνια εμίλουνa και εγροίκουνa μόνο τη χωριάτικη γλώσσα τση Κρήτης κι ακόμης τηνε ρέγομaι, μα δε μπορώ μπλιό να τηνε χρησιμοποιώ για να μη με λέσινε “χωράτακα”.
Mα σασε παρακαλώ, όμως να με δεχτείτε να σας τα λέω, που και βολά, όπως τη γλώσσα εκείνου του καιρού. Τη μ-παραπάνω παροιμία, λόγου χάρη, τηνε γροικούμενε ούλοι, μα ‘δα την εξηγούνε επειδής είναι ο μήνας τω διακοπώ. Εμείς όντεν ήμουνε ‘γω μιτσό κοπέλι την ελέγαμενε γιατί ελιγοψυχούσαμε να ‘ρθει ο Αύγουστος να μασε φέρει τα δράβιλα, απόυ είσανιε ο μισός μας δείπνος και το μισό μας μεσημεριάτικο φαητό. Εγώ, γιατ’ απού λέτε, όντεν ήρθα σ’ αυτό τον ψευτόκοσμο, ήτανε μεγάλη φτώχεια. Και πριχου να κάμουμε το μ-πόλεμο ήτανε μεγάλη κακομοιριά κι έφταιγενε η Νέα Υόρκη και η Μικρασιατική Καταστροφή. Ήτονε όμως διχτατορία και δεν εμπόριες να πεις λέξη γιατί θελα σε ποτίσουνε ρετσινόλαδο. Δεν εγίνουντανε απεργίες, δεν εγινούντανε συλλαλητήρια, μα εχαντούσαμενε πως ετσά ήτονε το θέλημα του Θεού. Τα χόρτα του βουνού και του κάμπου, οι χοχλιοί, οι βροβλιοί, τα κηπαράκια μας, οι γιόρθες μας και τα έχνη μας, μας εγλιτώσανε και δεν εποθάναμε νεαπού την πείνα.
Ο Θεός να μην το χρωστεί σ’ ανθρώπους γεννημένους να ζήσουνε αυτάνα απού εζήσαμενε εμείς όντε μας είχανε κατοχή οι γι- ανθρωποφάοι του Χίτλερ. Δε μασε παίρνει η γι-ώρα να σας αναλυγαδιάσω τα πάθη και τα βάλη μας σε κείνα δα τα μαυράραχνα χρόνια, δικά να σασε πω πως ετύχανε βολές απού τα δράβιλα ήτανε το φαητό μας, μα κι όντεν είχαμενε μια ουλιά ψωμάκι, γη άλλο καλό φαί ποτές δεν εσηκωνόμεστανε χορτασμένοι απού το τραπέζι, μα εσυπληρώνετονε το κενό στο στομάχι μας από δράβιλα, από χαρούπια κ.λ.π. Για κείνονιδά τον αγαπούσαμενε τον Αγουστο, επειδής είχενε μπόλικα δράβιλα.
Απής ετελείωσενε ο πόλεμος, οι μόνο την ελευτερία εχαίρουμέστανε, μα αρχινήξανε οι γι-εξελήξεις. Πρώτας – πρώτας στην αρχή η ΕΜΕΛ και στη συνέχεια η ΟΥΝΡΑ μας εφέρνανε τζάμπα φαοσίματα για δυο-τρία χρόνια. Κι απόης εγινήκανε δρόμοι, εγινήκα γεώτρησες και άλλες ευκολίες απού αλλάξασινε τη ζωή μας…
Μα αυτές οι γι-αλλαγές αλλάξασινε και τον τροπο τση ζωής μας. Αλλάξασινε το τα ήθη και τα τα έθιμα. Αλλάξαμενε το ντύσιμό μας και οι γι-άντρες αρχινήξανε να πετούνε τσι βράκες και τσι γκιλώττες σε κάμποσα χρόνια και εβάνανε ριχτά και αντίς για τα στηβάνια εβάνασινε παπούτσια. Οι γυναίκες αρχινήξανε να κονταίνουνε σιγά – σιγά τα φουστάνια ντωνε και τα κανασινε “μπικίνι” απού αφήνουνε ολόκληρους τσοι μερούς τωνε να τσοι θωρούνε οι γι-άντρες.
Μα και η γλώσσα μας εμάς στα χωριά άλλαξενε. Πρωτύτερα ότι να ‘χαν πεις κιανείς κιαμιά ελληνικούρα του λέγανε τη μαντινάδα:
Η ψείρα με την κόνιδα επήγασι στη χώρα
κι εμάθασι το δηλαδή κι εμάθαν και το τώρα
Όμως ήρθε το αυτοκίνητο στα χωριά, ήρθε το ραδιόφωνο, αρχίνηξεν ο κόσμος να πηγαίνει στα Χανιά, αρχίνηξε να διαβάζει εφημερίδα. Οι νέοι απού εμπαίνανε στη ζωή και στην κοινωνία είχανε βγαρμένο μπάρεμου το δημοτικό σκολειό και πολλά παιδιά ήσανιε παομένα στο γυμνάσιο. Ο κόσμος, το λοιπός, είναι ‘δα πολύ μορφωμένος μα όντεν ήμουνε μιτσό κοπέλι, οι πλιά πολλές γυναίκες δεν εκατέχανε να γράψουνε το όνομάντωνε, μα και πολλοί άντρες.
Γλωσσάρι
Εκεδά = εκεί
Οντε = όταν
Γροικώ = ακούω
Ρέγομαι = μου αρέσει
Μπλιό = πλέον
Βολά = φορά
Μιτσό = μικρό
Λιγοψυχώ = ανυπομονώ
Δράβιλα = καλοκαιρινά φρούτα
Πρίχου = πριν
Ρετσινόλαδο = καθάρσιο. Επί της δικτατορίας του Μεταξά ήπια τιμωρία ήτανε να υποχρεώσουνε τον τιμωρούμενο να πιει ρετσινόλαδο.
Χαντώ = νομίζω
Εχνη = οικόσιτα ζώα
Αναλυγαδιάζω = αναφέρομαι σε κάποια πράγματα
Δικά = φτάνει
Απής = μετά
Ελληνικούρα = λόγια λέξη
Μπαρεμου = τουλάχιστον
Κατέχω = ξέρω
Ουλιά = μικρή δόση
Κόνιδα = το αβγό της ψείρας