Στο πλαίσιο των ηθών και εθίμων, μέχρι τον περασμένο αιώνα, είχανε καθιερωθεί στη ζωή μας κάποιοι κανόνες που εγώ τους χαρακτηρίζω άγραφους νόμους και όποιος τους παρέβαινε δεν τον βάζανε στη φυλακή, όμως επιβάρυνε την υπόληψή του και τότε την εκτιμούσανε την υπόληψη πολύ περισσότερο από όσο σήμερα.
Οι “νόμοι” αυτοί αφορούσανε στις συναλλαγές, στην ηθική, στις σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, στην ανταπόκριση σε θρησκευτικά και κοινωνικά καθήκοντα κλπ.
1) Οι νέοι τότε δεν παντρεύονταν, τους παντρεύανε. Αν ένας νέος με μια νέα εκάνανε την “αυθαιρεσία” ν’ αγαπηθούνε και αν οι γονείς αμφοτέρων δεν είχανε αντίρρηση, ήταν θέμα τάξεως να στείλει προξενητή για να “ζητήσει” το χέρι της κοπελιάς. Άμα ήτανε το προξενιό τελειωμένο, ο νέος δεν είχε το δικαίωμα να πάει στη καλή του μέχρι να γίνει ο αρραβώνας είχε το δικαίωμα να πηγαίνει στην αρραβωνιάρα του, δεν είχανε όμως το δικαίωμα να παρευρεθούνε μόνοι οι δύο αρραβωνιασμένοι, διότι και το απλό φιλί ήτανε απαγορευμένο και πάντα ήτανε μαζί τους και τρίτο πρόσωπο από πλευρά της νύφης.
Είπαμε πως άλλοι τα παντρεύανε τα παιδιά και άλλοι κάνανε την επιλογή για να τα ταιριάξουνε. Συνέβαινε πολλές φορές να μην γνωρίζονται τα παιδιά. Δεν είχανε όμως το δικαίωμα ούτε να ειδωθούνε, με τα μάτια πριν από τον γάμο (αυτό γινότανε πολύ παλιότερα, όπως άκουσα από τους γέρους όταν ήμουνα παιδί). Μα ένα μολυβάκι άμα θ’ αγοράσει κανείς θέλει να το δει πρώτα, ενώ για το δεύτερό του ήμισυ, ψωνίζει κατά την κρίση και επιλογή άλλων. Ξέρω δυο περιπτώσεις που άλλη νύφη δείξανε στον προξενητή και άλλη εντύσανε νύφη. Στη μία περίπτωση πήγα στο σπίτι τους και ήμουνα φίλος με τα παιδιά τους.
Πριν από τον πόλεμο βελτιώθηκε κάπως η κατάσταση. Θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια φτιαχτή ευκαιρία να ειδωθούνε από απόσταση τα παιδιά. Σε ένα γάμο ή σε ένα πανηγύρι θα πήγαινε η κοπέλα με τους δικούς της και θα πήγαινε και ο γαμπρός να ειδωθούνε από απόσταση, δεν καθίζανε στην ίδια παρέα για να μην προκύψουνε υποψίες. Παραμονές του πολέμου μπορούσε ο γαμπρός να πάει να δει τη νύφη, αν δεν την γνώριζε και μετά να προχωρήσει το συνοικέσιο.
2) Βεντέτα. Το γενεσιουργό αίτιο της βεντέτας συχνά ήτανε μηδαμινό. Ο Παπαδοπετράκης γράφει στην Ιστορία των Σφακίων ότι στο πανηγύρι των Αγ. Αποστόλων στη Χ. Σφακίων, κάποια φορά, κάθισε πάνω στο καμπαναριό ένα πουλί. Κάποιος το πυροβόλησε μα δεν το πέτυχε, μα και δεν έφυγε το πουλί. Ισως ήτανε κουφό. Κάποιος άλλος το πυροβόλησε και το σκότωσε. Μετά άρχισαν και χλεύαζαν τον πρώτο που δεν το σκότωσε, μα αυτός θεώρησε ότι τον κάνανε περίγελο δημοσίως και σκότωσε κάποιον. Οι συγγενείς του σκοτωμένου σκοτώσανε τον φονιά. Οι συγγενείς του δεύτερου σκοτωμένου, σκοτώσανε τον δεύτερο φονιά και τελικός απολογισμός: 7 σκοτωμένοι. Μα ήτανε άγραφος νόμος. Κάθε πλευρά ήθελε να έχει το πάνω χέρι. Πάντα η μια πλευρά είχε σειρά να σκοτώσει και μετά θα είχε σειρά η άλλη πλευρά. Ο Πάσλεϋ που περιηγήθηκε την Κρήτη το 1837 γράφει ότι όταν ενός Σφακιανού σκοτώσανε ένα δικό του, τα ρούχα του ματωθήκανε μέχρι να εκδικηθεί. Μα και σπίτια ξεκληριστήκανε στα Σφακιά και χωριά διαλυθήκανε από τις βεντέτες.
3) Το “λόγω τιμής” ήτανε πιο έγκυρο από τα συμβόλαια. Ο αγοραστής μιας περιουσίας έπαιρνε τα λεφτά και πήγαινε στου πουλητού το σπίτι και πλήρωνε και δεν χρειαζότανε ούτε συμβόλαιο, ούτε μάρτυρες. Υστερα από 15 χρόνια αν υπάρχει ένα απλό χαρτί και ύστερα από 20 χρόνια χωρίς χαρτί, άμα νέμεται ανενόχλητος κανείς μια περιουσία, αποκτά κυριαρχικά δικαιώματα διά της χρησικτησίας, μα αυτό ούτε το ξέρανε, ούτε τους ενδιέφερε.
4) Σε ό,τι αφορά στη θρησκευτική συμπεριφορά των πιστών. Πριν τον πόλεμο δεν θυμάμαι να χτίστηκε καινούργια εκκλησία στα Σφακιά. Υπήρχε όμως ευλάβεια και οι πιστοί πηγαίνανε τακτικά οικογενειακώς στις εκκλησίες και τις γεμίζανε. Μετά τον πόλεμο έχουνε χτιστεί δεκάδες εκκλησίες μα δεν υπάρχει η παλιά ευλάβεια. Δεν συχνάζει ο κόσμος τώρα στις εκκλησίες και όσοι πηγαίνουνε κάθονται έξω την ώρα της λειτουργίας. Τηρούσαμε τις αργίες και τις νηστείες. Την ημέρα του Αγ. Βασιλείου δεν αργούσανε οι ζευγάδες, διότι τον Αγ. Βασίλειο τον ξέρανε συνάδελφο, αφού, κατά τα παλιά κάλαντα, όταν ο Χριστός «…εβγήκε κι εδιαλάλησεν ούλους τσοι ζευγολάτες ο πρώτος που τ’ απάντηξεν ήταν Άγιος Βασίλης».
5) Αρχίσαμε το παρόν κείμενο με βάρβαρους άγραφους νόμους, θα το κλείσουμε με αστείους. Όταν στην οικογένεια υπήρχανε αγόρια και κορίτσια. Τα αγόρια θα έπρεπε πρώτα να αποκαταστήσουνε τις αδελφές τους και μετά να παντρευτούνε αυτά. Και τ’ αγόρια και τα κορίτσια παντρεύονταν κατά τη σειρά της γεννήσεώς τους. Άμα χαλούσανε τη σειρά, λέγανε ότι “κοφινιάσανε” τον υποψήφιο.
«Δεν ξαναπάω στο νερό,
δεν στένω μπλιο τσικάλι
γιατ’ επαντρέψαν την μικρή
κι αφήκαν την μεγάλη».
Άμα ήτανε πολλές κοπελιές στο σπίτι, η μεγαλύτερη ήτανε υποψήφια για παντρειά και μόνο αυτή μπορούσε να κάνει κότσο, οι άλλες κάνανε πλεξούδες τα μαλλιά τους.