Κρυμμένος στο λαγούμι του στο χώμα, άκουγε τις κραυγές των ανθρώπων που τον φώναζαν και προσπαθούσε να μαντέψει τη θέση του καθενός μέσα στον ελαιώνα, όπως έκανε και με τα τριζόνια. Στριγκλιές σαν καρβουνιασμένα φρύγανα. Ξαπλωμένος στο ένα πλευρό, με το σώμα να σχηματίζει ένα ζήτα, χωμένος στην τρύπα του, χωρίς σχεδόν καθόλου χώρο να σαλέψει. Με τα χέρια ν’ αγκαλιάζουν τα γόνατα ή να μπαίνουν για μαξιλάρι, με μια μονάχα μικροσκοπική εσοχή για το σακίδιο με τα τρόφιμα.
Ένα αγόρι αποφασίζει να το σκάσει από το σπίτι του. Οπουδήποτε μακριά από εκεί θα είναι καλύτερα. Μία στιγμή χωρίς επιτήρηση, και εκείνο ανοίγει αθόρυβα την πόρτα. Βρίσκει καταφύγιο στον ελαιώνα. Το σχέδιό του έχει τα όρια του κόσμου του, του χωριού του. Πέρα από αυτό το περιμένει το άγνωστο. Το αγόρι, όπως κάθε παιδί, έχει δημιουργήσει στη φαντασία του μία ιστορία μοναχικής επιβίωσης, ένα σοβαρό παιχνίδι. Το αγόρι δεν θέλει απλώς να τρομάξει την οικογένειά του, θέλει να φύγει μακριά. Δεν ξέρει τι το περιμένει εκεί έξω, ξέρει όμως τι το περιμένει πίσω στο σπίτι του. Ο φόβος, μήπως το ανακαλύψουν, καθησυχάζει τον φόβο της επιβίωσης. Η δίψα θα είναι η πρώτη δοκιμασία. Μόλις ο αχός των χωριανών και των αρχών που έχουν βγει σε αναζήτησή του κατακάτσει, το αγόρι θα εγκαταλείψει την κρυψώνα του και θα κατευθυνθεί, ακολουθώντας τα άστρα, προς τον βορρά. Τρομαγμένο αλλά αποφασισμένο να τα καταφέρει, θα περπατήσει μέσα στη νύχτα. Θα συναντήσει έναν περιπλανώμενο γέρο βοσκό. Δύο φυγάδες, λοιπόν, σε έναν τόπο άνυδρο και εγκαταλελειμμένο, που, όπως και οι άνθρωποι, δεν κατονομάζεται, ταξιδεύουν τη νύχτα και κρύβονται τη μέρα, με τους διώκτες τους να τους πλησιάζουν.
Η Άγρια ερημιά είναι μία ιδιότυπη ιστορία ενηλικίωσης -το βίαιο πέρασμα του αγοριού στον μεγάλο και άγνωστο κόσμο- πλαισιωμένη από μία ιστορία καταδίωξης. Το βάρος του παρελθόντος από το οποίο το αγόρι μάχεται να ξεφύγει, αν και αρχικά απλώς αιωρείται και μόνο στην πορεία της ιστορίας αποκαλύπτεται σιγά σιγά, είναι αρκετό, ώστε να ισορροπήσει το σκέλος της καταδίωξης, που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. Ο Καρράσκο δεν υποτιμά κανένα από τα δύο σκέλη της ιστορίας του κλείνοντας το μάτι στον Μακάρθυ και τον δικό του Δρόμο.
Ο παντογνώστης αφηγητής της ιστορίας δεν μας αποκαλύπτει τους λόγους που ώθησαν το αγόρι στη φυγή, η αποφασιστικότητά του όμως είναι τέτοια που μόνο στο κακό μπορεί να οδηγήσει τη σκέψη μας, καθώς η οποιαδήποτε αναγνωστική υπόθεση περί παιδικού πείσματος καταρρέει εν τη γενέσει της. Η συνάντησή του με τον γέρο δημιουργεί επίσης ερωτήματα σχετικά με τα κίνητρα του βοσκού στην απόφασή του να πορευτεί μαζί με το αγόρι. Και έτσι, τα κίνητρα των δύο φορτίζουν συναισθηματικά τον αναγνώστη, εντείνοντας την αγωνία με την οποία παρακολουθεί την περιπέτειά τους.
Η γλώσσα του Καράσκο είναι αρκετά επιτηδευμένη. Ποιητική τραχύτητα, όπως η ομορφιά του άνυδρου τόπου. Η επιλογή ενός παντογνώστη αφηγητή προσφέρει λύση σε ένα σύνηθες πρόβλημα της λογοτεχνίας, όταν ο ενήλικας συγγραφέας επιχειρεί να μιλήσει μέσα από ένα στόμα παιδικό. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν υπονοεί κάποιου είδους συγγραφική ευκολία, άλλωστε οι επιλογές του δημιουργού είναι αναπόσπαστο μέρος του τελικού αποτελέσματος. Οι επιλογές και η επιμονή του Καρράσκο είναι αυτές που μετατρέπουν μία χλιαρή αρχική ιδέα -ένα παιδί που εγκαταλείπει το σπίτι του- σε μία δυνατή ιστορία. Μιλώντας για επιλογές είναι ευκαιρία να σταθούμε στην απουσία ονομάτων και τοπονυμίων. Οι άνθρωποι έχουν τις δικές τους ιδιότητες -αγόρι, βοσκός, πατέρας, χωροφύλακας κ.τ.λ- και ο τόπος τις δικές του. Ούτε ο χρόνος ορίζεται. Και έτσι η ιστορία του ανώνυμου αγοριού αποκτά μία διάσταση οικουμενική, στη θέση του θα μπορούσε να βρίσκεται το κάθε αγόρι, ο κάθε καταπιεσμένος που είναι διατεθειμένος να αγωνιστεί για ένα καλύτερο αύριο.