Στις γκρίζες τσιµεντουπόλεις η παρουσία τους δίνει έναν αέρα εξοχής. Όσοι ζουν κοντά σε πάρκα έχουν να λένε για το τραγούδι τους και στις πλατείες όλοι µας έχουµε γίνει µάρτυρες του χαριτωµένου χοροπηδητού τους που συνοδεύει το τσιµπολόγηµά τους. Κάποιοι λίγοι µπορεί να µοιράζονται το ίδιο σπίτι µαζί τους κι άλλοι έχουν να θυµούνται απρόσµενες συναντήσεις µε εξωτικούς εκπροσώπους τους, περαστικούς από τα µέρη µας.
Οι “διαδροµές” πετάνε σήµερα πάνω από τις πόλεις και τα λιµάνια της Κρήτης, προσγειώνονται για λίγο στα πάρκα των οικισµών και τις αδόµητες περιοχές και φωλιάζουν όπου υπάρχει πράσινο για να γνωρίσουν τους φτερωτούς συµπολίτες µας. Ο λόγος για τα άγρια πουλιά που ζουν µόνιµα ή περιστασιακά στις πόλεις της Κρήτης. Ξεναγός µας σε αυτό το ταξίδι ο βιολόγος – ορνιθολόγος του Εργαστηρίου Οικολογίας και ∆ιαχείρισης Περιβάλλοντος του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κρήτης του Πανεπιστηµίου Κρήτης Μιχάλης ∆ρετάκης.
ΑΠΟ ΤΑ ΠΙΟ ∆ΗΜΟΦΙΛΗ
Η γνωριµία µας µε τα πουλιά των πόλεων του νησιού, ξεκινάει µε το γνώριµο σε όλους µας σπουργίτι, όπου στην Κρήτη απαντάται ένα είδος Σπιτοσπουργίτη, µε τις λαϊκές ονοµασίες “Κοπρίτης” ή “Ατσέλεγας” κάπως διαφορετικό από την ηπειρωτική Ελλάδα και άλλα νησιά, το οποίο παρουσιάζει µία συγγένεια µε το ιταλικό σπουργίτι: «∆εν έχει, πάντως, διευκρινιστεί ακόµα η ακριβής γενετική του υπόσταση. Προσωρινά αναφέρεται ως “ιταλικό σπουργίτι” (Passer italiae) καθώς κάποιες προκαταρκτικές γενετικές αναλύσεις δείχνουν ότι υπάρχει ένας πληθυσµός που είναι συγγενικός µε τον ιταλικό πληθυσµό, αλλά υπάρχουν άλλοι πληθυσµοί που είναι συγγενικοί µε τα σπουργίτια της ηπειρωτικής Ελλάδας (Passer domesticus)», µας εξηγεί ο συνοµιλητής µας και προσθέτει πως το ενδιαφέρον µε την περίπτωση των σπουργιτιών, είναι ότι αυτά συναντώνται σε όλους τους οικισµούς του νησιού, αλλά και σε µέρη που δεν πάει ο άνθρωπος ως τις κορυφές των βουνών.
Εξίσου δηµοφιλείς µε τα σπουργίτια είναι και οι ∆εκαοχτούρες (Streptopelia decaocto) που έχουν εποικίσει σε όλους σχεδόν τους οικισµούς της Κρήτης, µε εξαίρεση κάποιους της ορεινής Σητείας. Παρότι στην Ελλάδα οι δεκαοχτούρες πρωτοεµφανίστηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα, η πρώτη αναφορά φωλιάς στην Κρήτη έγινε το 1986 στο Ρέθυµνο, σηµειώνει ο κ. ∆ρετάκης και τονίζει ότι ο άγριος πληθυσµός αυτών των πουλιών ήρθε από την Κίνα και σταδιακά εποίκισε όλη την Ασία, την Ευρώπη έως και τη Βόρεια Αµερική στις µέρες µας.
Μαζί µε τις δεκαοχτούρες στις πόλεις του νησιού συναντάµε και τα κοινά Περιστέρια (Columba livia), που σε ορισµένες περιπτώσεις µπορεί να είναι ανάµικτα µε αγριοπερίστερα, ενώ πρόσφατα έκανε στο Ηράκλειο εποίκιση και η Φάσα (Columba palumbus), ένα µεγάλο περιστεροειδές που είναι κοινό στα πάρκα των µεγάλων πόλεων της Ευρώπης.
Σηµαντικούς πληθυσµούς στις πόλεις µας έχει και το πιο κοινό κορακοειδές της Κρήτης, οι (Σταχτο)κουρούνες (Corvus cornix). Στο Ηράκλειο, πάντως, έχει επικρατήσει από τις αρχές του αιώνα και µέσα στην πόλη η Κάργια (Coleous monedula), το πιο µικρό κορακοειδές, το οποίο φωλιάζει σε αποικίες.
ΛΑΤΡΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΡΚΩΝ
Όπου υπάρχει πράσινο στις πόλεις µπορούµε να συναντήσουµε διάφορα είδη, όπως για παράδειγµα τα Κοτσύφια (Turdus merula). «Πριν από κάποια χρόνια δεν υπήρχαν πολλά στους οικισµούς γιατί κυνηγιόταν πολύ.
Όµως, πλέον, έχει περιοριστεί το κυνήγι κι επειδή στις πόλεις το περιβάλλον έγινε πιο ασφαλές, ήταν γι ́ αυτά πιο εύκολο να τις εποικίσουν», εξηγεί ο κ. ∆ρετάκης και προσθέτει ότι ο πληθυσµός τους κυµαίνεται από πόλη σε πόλη κι έχει να κάνει µε το πόσο πράσινο έχει ένας οικισµός καθώς τα κοτσύφια θέλουν αρκετό πράσινο αλλά και θάµνους όπου µπορούν να φωλιάσουν.
Στα πάρκα θα συναντήσει κανείς κι αρκετά ωδικά πτηνά, όπως ο Σπίνος (Frngilla coelebs), ο Φλώρος (Chloris chloris), τοπικά σε κάποιες περιοχές η Καρδερίνα (Carduelis carduelis), ο εντοµοφάγος Μαυροτσιροβάκος (Curruca melanocephala), ο καλλίφωνος Μαυροσκούφης (Sylvia atricapilla) που εποίκισε ως αναπαραγωγικό είδος την Κρήτη τις τελευταίες δεκαετίες και µερικά ακόµη είδη.
ΤΑ ΝΥΧΤΟΠΟΥΛΙΑ
Όµως πέρα από τα πάρκα, που υπό το φως της ηµέρας µπορούµε να παρατηρήσουµε και να απολαύσουµε τη συντροφιά πολλών πουλιών που βρίσκουν καταφύγιο στα δέντρα και τους θάµνους, υπάρχουν φτερωτοί συµπολίτες µας που δίνουν ζωή στον νυχτερινό ουρανό των πόλεων.
Αναφερόµαστε σε νυχτόβια αρπακτικά, όπως η κουκουβάγια Τυτώ, Ζάρα τη λέµε στην Κρήτη (Tyto alba) που φωλιάζει σε εγκαταλελειµµένα κτήρια ή και τα ενετικά τείχη των µεγάλων πόλεων του νησιού και είναι το πιο αθόρυβο είδος του πλανήτη όταν πετάει, ο Γκιώνης (Otus scops), που έχει όµως µειωθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά και ο Νανόµπουφος (Asio otus) που έχει αυξήσει τον πληθυσµό του τα τελευταία χρόνια και χτίζει τις φωλιές του σε δεντροστοιχίες από ψηλά δέντρα, όπως για παράδειγµα ευκαλύπτους.
ΟΙ ΜΟΥΣΑΦΙΡΗ∆ΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
Ταυτισµένα µε την Άνοιξη -αφού η µαζική παρουσία τους προαναγγέλλει τον ερχοµό της- τα χελιδόνια, αλλά και κάποια είδη που µοιάζουν µε αυτά χωρίς να είναι, κατακλύζουν τον ουρανό τον πόλεων κατά την εαρινή περίοδο.
Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι Σταχτάρες (η Ωχροσταχτάρα, Apus pallidus και η πιο κοινή Μαυροσταχτάρα, Apus apus, που συναντάµε στην Κρήτη), οι οποίες µοιάζουν µε χελιδόνια αλλά δεν είναι. Πρόκειται για πουλιά που είναι µεγαλύτερα σε µέγεθος από τα χελιδόνια και µε µακρύτερα φτερά. Πουλιά τα οποία, όπως µας λέει ο κ. ∆ρετάκης, έχουν το χαρακτηριστικό ότι, σε αντίθεση µε τα χελιδόνια, δεν µπορούν να κάτσουν ούτε σε σύρµατα ούτε στο έδαφος: «Αυτά πετάνε συνεχώς – ασταµάτητα, τρέφονται µε έντοµα στον αέρα και καθίζουν µόνο εκεί που κάνουν τη φωλιά τους σε κάποια άκρη κτηρίου ή βράχου».
Εκτός από τις Σταχτάρες στον ανοιξιάτικο κρητικό ουρανό πετάνε τα Σταβλοχελίδονα (Hirundo rustica), ένα είδος χελιδονιού που είναι αρκετά κοινά σε όλη την Κρήτη και τα οποία τα συναντάµε στις πόλεις, σε σηµεία που έχει κοντά κάποιο ρέµα ή εκβολή, όπως στα Χανιά ο Κλαδισός και ο Μορώνης.
Ενός είδος χελιδονιού που ενώ απαντάται συχνά στην υπόλοιπη Ελλάδα εντοπίζεται σε λίγα σηµεία στη Κρήτη, είναι τα Σπιτοχελίδονα (Delichon urbicum), των οποίων έχει καταγραφεί ένας µικρός πληθυσµός στη Σούδα κι ένας µεγαλύτερος στην Ιεράπετρα, ενώ στις παρυφές των πόλεων της Κρήτης συναντάµε και το Μιλτοχελίδονο (Cecropis rufula).
Αν είµαστε προσεκτικοί θα παρατηρήσουµε και τον Τσαλαπετεινό (Upupa epops) που έρχεται την άνοιξη και φωλιάζει σε πολλές περιοχές της Κρήτης αλλά και µέσα στις πόλεις!

ΑΓΡΙΑ ΟΜΟΡΦΙΑ
Άγρια οµορφιά στους οικισµούς της Κρήτης δίνουν ορισµένα αρπακτικά που δεν διστάζουν να κάνουν τη βόλτα τους µέσα στο πολύβουο άστυ. Μία τέτοια περίπτωση είναι το Bραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus), το κοινό γεράκι της Κρήτης, που φωλιάζει σε λίγα σηµεία αλλά το βλέπουµε και µέσα στις πόλεις όταν υπάρχουν ψηλά κτήρια ή τείχη.
Επίσης, αναφέρει ο κ. ∆ρετάκης, «κάποιες χρονιές στο Ηράκλειο και στα Χανιά, έχει φωλιάσει και ο Πετρίτης (Falco peregrinus), ένα µεγαλύτερο γεράκι, αλλά και η Γερακίνα (Buteo buteo) ή Λαγουδογέρακο, όπως τη λέµε στην Κρήτη, που συγγενεύει περισσότερο µε τους αετούς και το έχουµε συναντήσει περιφερειακά των οικισµών, αλλά µπορεί να το δούµε και να γυροπετάει ακόµη και στο κέντρο των πόλεων».
ΕΞΩΤΙΚΟΙ ΤΑΞΙ∆ΙΩΤΕΣ
Βέβαια, πολλά από τα είδη που συναντώνται στις πόλεις της Κρήτης είναι µεταναστευτικά που περνάνε ένα διάστηµα στο νησί για ξεκούραση και ανασύνταξη δυνάµεων.
Αρκετά από τα είδη αυτά εντοπίζονται σε ποτάµια, όπου φύονται καλαµιές, πλατάνια ή ιτιές, και διατρέχουν τον αστικό ιστό: «Για παράδειγµα τον φετινό χειµώνα µέσα στο Ηράκλειο, στον ποταµό Γιόφυρο, µετρήσαµε πολλά είδη υδρόβιων πουλιών όπως ένα µικρό είδος πάπιας το Κιρκίρι (Anas crecca), Nερόκοτες (Gallinula chloropus), Φαλαρίδες (Fulica atra), Νανοβουτηχτάρια (Tachybaptus ruficollis), Σταχτοτσικνιάδες (Ardea cinerea), συναντήσαµε ένα πιο σπάνιο είδος ερωδιού τον Γελαδάρη (Bubulcus ibis) κ.ά. Παρόµοιες παρατηρήσεις έχουµε κάνει και στον Κλαδισό στα Χανιά και στον Μορώνη στη Σούδα. Όµως ακόµα και δίπλα του µπορεί να δει κάποιος πιο σπάνια πουλιά. Λόγου χάρη στην ακτή της πόλης του Ηρακλείου, στο κτήριο του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κρήτης µπροστά που υπάρχουν κάποια βράχια έχουµε δει διάφορα πουλιά των ακτών, όπως Ακτίτες (Actitis hypoleucos), Χαλικοκυλιστές (Arenaria interpres), Λασπότρυγγες (Tringa glareola) που είναι είδη που περνάνε από την Κρήτη για ένα διάστηµα να τραφούν και να συνεχίσουν το ταξίδι τους», τονίζει ο κ. ∆ρετάκης.
ΗΡΘΑΝ… ΚΙ ΕΜΕΙΝΑΝ
Μεταξύ των ταξιδιάρικων πουλιών που κάνουν το πέρασµά τους από τις πόλεις της Κρήτης είναι και ο Κοκκινολαίµης ή Κοκκινοµπέτης στα κρητικά (Erithacus rubecola) που η περίπτωσή του ξεχωρίζει καθώς φαίνεται πως κάποια άτοµα του είδους εκδηλώνουν την επιθυµία να µείνουν… µόνιµα στο νησί.
«Τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει να φωλιάζει στο κέντρο του Ηρακλείου κάτι που δεν το συναντάµε πουθενά αλλού στην Κρήτη. Είναι ένα είδος που ξέρουµε ότι διαχειµάζει ή είναι περαστικό µε προορισµό την Αφρική, αλλά -για κάποιο λόγο, αδιευκρίνιστο- τα τελευταία χρόνια µέσα στις πόλεις του Ηρακλείου υπάρχει ένας µικρός πληθυσµός που ζει µόνιµα. Βέβαια δεν ξέρουµε αν αυτός ο πληθυσµός θα επεκταθεί, γιατί χρειάζονται αρκετά χρόνια για να συµβεί κάτι τέτοιο», εξηγεί ο κ. ∆ρετάκης.
ΤΑ ΛΙΜΑΝΙΣΙΑ
Καθώς ετοιµαζόµαστε να προσγειωθούµε για να συζητήσουµε πιο πρακτικές όψεις της παρουσίας των πουλιών στις πόλεις της Κρήτης, ο κ. ∆ρετάκης µας πάει µια τελευταία βόλτα στα λιµάνια του νησιού όπου συναντάµε πολλά άλλα είδη που αγαπούν τη θάλασσα. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται διάφορα είδη γλάρων και γλαρονιών: από τους κοινούς Ασηµόγλαρους της Μεσογείου (Larus michahellis), που υπάρχουν σε όλο το νησί και διαχειµάζουν στα λιµάνια του Ηρακλείου, της Σούδας, το παλιό λιµάνι των Χανίων και του Ρεθύµνου, έως τους Αιγαιόγλαρους (Ichthyaetus audouinii), Μελανόγλαρους (Larus michahellis), Νανόγλαρους (Hydrocoleus minutus), Μελανοκέφαλους γλάρους (Larus fuscus), Καστανοκέφαλους γλάρους (Chricocephalus ridibundus), Χειµωνογλάρονα (Thalasseus sandvicensis) αλλά και άλλα είδη που προτιµούν να περνούν τους χειµώνες στα λιµάνια όπως οι Κορµοράνοι (Phalacrocorax carbo), οι Θαλασσοκόρακες (Gullosus aristotelis), οι υπέροχες Αλκυόνες (Alcedo atthis), οι Λευκοσουσουράδες (Motacilla alba) κ.ά.
Κίνδυνοι – απειλές
Μια πρόχειρη καταµέτρηση των ειδών που έχουν καταγραφεί µέσα στον οικιστικό ιστό της πόλης του Ηρακλείου φθάνει τα 180 είδη δηλαδή περίπου τα µισά από όσα έχουν καταγραφεί στο σύνολο της Κρήτης!
Ρωτήσαµε τον κ. ∆ρετάκη ποιες είναι οι κυριότερες απειλές που αντιµετωπίζουν τα πουλιά στις πόλεις: «Οι πόλεις µπορεί να µην είναι καθόλου εχθρικές για τα πουλιά. Αρκεί να προσέξουµε το πράσινο και να µην κάνουµε ενέργειες που δεν έχουν κανένα νόηµα. Για παράδειγµα η αλόγιστη κοπή των καλαµιών κοντά στις εκβολές για λόγους πολιτικής προστασίας είναι δώρον άδωρον καθώς διαβρώνεις περισσότερο τα πρανή, επιτρέποντας να µπει περισσότερο νερό από τη θάλασσα, παρά βοηθάς στην αντιµετώπιση της πληµµύρας. Επίσης, ένα θέµα τα κλαδέµατα των δέντρων, δηλαδή το βαθύ κλάδεµα που κάνουν αλλά και τα κλαδέµατα την Άνοιξη, όταν το δέντρο βγάζει φύλα».
Στις απειλές συµπεριλαµβάνεται ακόµα οι φόλες και η χρήση δηλητηρίων και ζιζανιοκτόνων, αλλά και τα ατυχήµατα µε αυτοκίνητα. Πάντως, η παρουσία πολλών πουλιών στις κρητικές πόλεις δείχνει ότι αυτές παραµένουν φιλικές. Τα περισσότερα πουλιά είναι εντοµοφάγα κι εποµένως το γεγονός ότι βρίσκουν έντοµα για να τραφούν υποδηλώνει ότι υπάρχει καλό µικροκλίµα, που επιτρέπει την ανάπτυξη πληθυσµών εντόµων.
«Το βασικό είναι πόσο πράσινο αφήνεις στις πόλεις και τι είδους πράσινο πρέπει να προτιµήσεις. Αν κάνεις ένα νέο κήπο για παράδειγµα πρέπει να φροντίσεις να έχεις τους κατάλληλους χαµηλούς θάµνους για να φωλιάσουν διάφορα είδη πουλιών και προτιµήσεις είδη από την τοπική χλωρίδα που προσφέρουν καλύτερες θέσεις στα πουλιά», υπογραµµίζει ο κ. ∆ρετάκης.
Ένα ακόµα ζήτηµα που ανέδειξε πρόσφατα η Βασιλική Τωµαδάκη σε ρεπορτάζ της στα “Χ.ν.” τίτλο: “Χανιά: Κίνδυνος για τα χελιδόνια στην παλιά πόλη” (26/03/2025), είναι οι επιπτώσεις της οικιστικής ανάπτυξης στους πληθυσµούς των πουλιών, καθώς λόγω ανακαινίσεων ή εργασιών συντήρησης πολλά πουλιά χάνουν τις φωλιές που είχαν δηµιουργήσει µέσα σε τρύπες και ανοίγµατα παλιών κτηρίων.
«Το είδαµε αυτό να συµβαίνει στα Νεώρια όταν έγιναν κάποιες εργασίες και το ίδιο συνέβη και στο φρούριο του Κούλε στο Ηράκλειο. Θα µπορούσαν να αφήσουν κάποιες τρύπες στα παλιά κτήρια», επεσήµανε ο κ. ∆ρετάκης.
Φωτογραφίες: ΦΩΤΗΣ ΣΑΜΑΡΙΤΑΚΗΣ