Ήταν αργά για τα παιδιά, νωρίς για τους μεγάλους κι ούτε νωρίς ούτε αργά για τους Αγγέλους που ετοίμαζαν την αγρύπνια. Τα παιδιά καλοκαιράκι τα βάλανε στρωματσάδα, να κοιμούνται στον περίβολο της εκκλησιάς κι έμεινε εκεί να τα προσέχει η Λεμονιά του Βασίλη μαζί με δυο Αγγέλους που δεν τους είχε δεί κανείς να στέκουν. Έβαλε ευλογητός ο Παπαδημήτρης κι άρχισαν το πανηγύρι. Πανηγύρι πραγματικό όχι αστεία.
Οι ψάλτες είχαν τα κέφια τους και αντιφωνούσε ο ένας στον άλλο χαρούμενα και με όρεξη. Είχαν καιρό που δεν έβλεπαν παπά στο απομακρυσμένο χωριό τους, κι απόψε που ήταν όλοι αγαπημένοι, στην γιορτή του προφήτου Ηλία, είπαν να το γλεντήσουν ολονυχτίς. Ο Μπάρμπα Σπύρος ο ψαράς, καθυστέρησε λίγο να’ ρθεί κι ανέβαινε ασθμαίνοντας στον λόφο, να προλάβει τα γράμματα να μην τα’ ακούσει μισά, και να πεί κι ένα κυρελέησον παραπάνω για την συγχωρεμένη την Ασμήτσω την γυναίκα του, που την έχασε ξαφνικά πέρυσι. Είχε νυχτώσει για τα καλά, στάθηκε από μακριά για λίγο ν’ ανασάνει, κοίταξε προς την εκκλησιά στη κορυφή του λόφου και μαρμάρωσε με το θέαμα που έβλεπε. Παντού το απόλυτο σκοτάδι της νύχτας, να μην ξεχωρίζει η γή από τον ουρανό. Και εκεί, στη μέση του ουρανού, το ταπεινό εκκλησάκι φωτεινό, σαν να το στερέωσαν εκεί οι Άγγελοι, που είχαν αναλάβει την διακονία μέχρι να τελειώσει η λειτουργία και μετά θα το κατέβαζαν πάλι. Ο Σπύρος πήγε από την απότομη πλευρά να φτάσει πιο γρήγορα. Άρχισε την λίγη ανηφοριά που έμενε, να την ανεβαίνει πρηνηδόν, όπως τους είχαν δείξει στο στράτευμα.
Ανέβαινε αγκαλιά με την γη, με τα πετραδάκια να περνούν από το στήθος του, αλλά δεν πήγε μέχρι τέρμα επάνω όχι. Κάθισε εκεί, άκουγε μια χαρά και απολάμβανε και την εικόνα που μόνο αυτός έβλεπε, με το εκκλησάκι κρεμασμένο όπως το άφησαν οι Άγγελοι μεταξύ ουρανού και γής. Προσευχόταν κανονικά και παρέμενε καθισμένος κάτω στο χώμα του βουνού. Όταν θα ξημέρωνε και έσβηνε η εικόνα, κατέβαινε και το εκκλησάκι από τον ουρανό που είχε ανέβει, θα ανέβαινε κι αυτός τα λίγα βήματα που έμειναν, να ανάψει και το κεράκι της Ασμήτσως της Ασημίνας ντε της γυναίκας του.
Ο όρθρος τελείωσε και ο Παπαδημήτρης αναφώνησε. Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμέσως χωρίς καμιά καθυστέρηση, τέσσερις Άγγελοι κατέβηκαν και στάθηκαν ενας σε κάθε γωνιά της Αγίας Τραπέζης, για να προστατεύουν τον χώρο και να διακονούν το μυστήριο της Θείας λειτουργίας που μόλις άρχισε. Αργότερα, κατά το Άξιον εστί, άρχισε να χαράζει ο Θεός την ημέρα και έτσι αργά-αργά που χάραζε, κατέβαινε λές σιγά σιγά και το εκκλησάκι και στερεωνόταν στο ύψωμα. Την ώρα του αντίδωρου οι συγχωριανοί πειράζανε τον Σπύρο και του λέγανε. Νωρίς νωρίς ήρθες μπαρμπα Σπυρίδο, με το πρώτο φώς, του λέγανε και γελάγανε. «Τώρα που κατεβήκατε εσείς ανέβηκα εγώ. Είμαι από νωρίς εδώ, από τον πολυέλαιο που έψελναν οι ψάλτες και μπορώ να σας το αποδείξω. «Για πές μας ρε μπαρμπα Σπυρίδο ,τον προκάλεσε ο καφετζής του χωριού. «Να, κατ΄αρχάς δεν είχα ξαναδεί τόσους Διάκους, που τους βρήκατε τόσους Διάκους Παπαδημήτρη; Από νωρίς δυο από αυτούς φυλάγανε τα παιδιά μιάς και την είχε πάρει ο ύπνος την Λεμονιά. Μετά άλλοι τέσσερις μέσα στο ιερό, και στο Άξιον Εστί, πήρε το αντίδωρο ο ένα Διάκος και το πήγε και το άφησε στα παιδιά. Γίνανε έτσι τα πράγματα ή δεν γίνανε;
«Ποιοι Διάκοι……. Την ερώτηση του καφετζή και το πειραχτικό γέλιο που ετοιμαζόταν, του το έκοψε με μια φωνή ο Παπαδημήτρης και απευθύνθηκε στον Σπύρο τον ψαρά. « Είδες τίποτα άλλο Σπυρίδωνα; «Είδα το εκκλησάκι μες την νύχτα Παπά μου να βρίσκεται στη μέση του ουρανού και της γής και γι’ αυτό στάθηκα και δεν ανέβηκα για να θαυμάσω αυτή την ομορφιά. «Για πάμε Σπυρίδωνα ευλογημένε να μου δείξεις, που άφησε το αντίδωρο ο Διάκος στα παιδιά; Πήγαν όλοι και στάθηκαν ένα γύρω από τα ξαπλωμένα παιδιά. Μερικά είχαν ξυπνήσει, κάθονταν μέσα στα στρωσίδια και μασουλούσαν το ψωμί. Ο ίσκιος του γεροπεύκου τα προστάτευε από τον πρώτο ήλιο που είχε βγεί, αν και ήταν ακόμα νωρίς. «Τι μασουλάτε παιδιά; Ρώτησε ο Παπαδημήτρης. «Να, από το πρόσφορο Πάτερ,που μας έστειλες με το Διάκο, απάντησε το μεγαλύτερο. Ο Παπαδημήτρης κοίταξε το πρόσφορο που τρώγαν τα παιδιά και τι να δεί; Έλειπε η σφραγίδα που είχε κρατήσει ό ίδιος τον αμνό για την θυσία. «Πως ήρθε εδώ το πρόσφορο; Αναρωτήθηκε. Σταθείτε όλοι εδώ είπε. Μάζεψε το ράσο του κι έτρεξε στην εκκλησιά μέσα στο ιερό. Έψαξε για το πρόσφορο, από εδώ το πρόσφορο, από εκεί το πρόσφορο, πουθενά το πρόσφορο. Γύρισε πίσω που είχαν μαζευτεί όλοι, εκεί που ήταν τα παιδιά. Είχαν ξυπνήσει και τα υπόλοιπα και τρώγανε όλα μαζί από το πρόσφορο. «Είναι ωραίο; Ρώτησε ο Παπαδημήτρης.
«Είναι το πιο ωραίο πρόσφορο που μας έχεις δώσει ποτέ να φάμε Πάτερ. Έτσι είπε ο μικρός Νικολής, δηλαδή ο πιο ντροπαλός του χωριού, δεν μιλούσε ούτε στον νονό του, τόσο ντροπαλός ήταν και συνέχισε. «Το τρώμε και δεν μας στεγνώνει να θέλουμε νερό να το κατεβάσουμε. Κι έχει μια γεύση τόσο νόστιμη, λές κι έχει μέσα του απ’ όλα τα ωραία φαγητά. «Για να δοκιμάσουμε κι εμείς από αυτό το ωραίο ψωμί, (είπε η μητέρα του Νικολή) «Μη, είπε ο Παπαδημήτρης, αυτό είναι δώρο κοινωνία των παιδιών από τον Διάκο, δεν θα φάει άλλος είναι κατάδικό τους. Ώστε έτσι Νικολή είναι νόστιμο ε; «Πολύ νόστιμο Παπαδημήτρη, θα ξανάρθουμε αστειεύτηκε ο μικρός και γέλασαν όλα μαζί. «Τώρα που δοκιμάσατε, σίγουρα θα ξανάρθετε. Μην σας πω δηλαδή ο,τι βλέπω ήδη και τον αντικαταστάτη μου σε κάποιον ή σε κάποιους από εσάς. Στο τραπέζι που έστρωσαν οι γυναίκες, κάθησαν να φάνε όλοι μετά την αγρυπνία με όρεξη. Παρότι το τραπέζι ήταν πλούσιο με διάφορες λιχουδιές, τα παιδιά δήλωναν όλα χορτασμένα, αλλά και κάτι άλλο είχε αλλάξει. Ούτε πεινούσαν, ούτε διψούσαν, ούτε γκρίνιαζαν.
Το παιχνίδι τους ήταν πιο ήσυχο από ποτέ, αλλά και μεταξύ των μεγάλων υπήρχε μια ηρεμία, για μια προσπάθεια κατανόησης αυτών που συνέβησαν. Ο Παπαδημήτρης ότι έφτανε η ταπείνωσή του τους είπε, ότι δεν έφτανε το άφησε να το εξηγήσουν μονάχοι τους. «Τι στάθηκε και γινήκανε όλα τούτα Παπαδημήτρη; Ρώτησε η μητέρα του Νικολή.
«Στάθηκε η πίστη σας και η όρεξή σας. Σας είδα εγω απ’ όταν πρωτοήρθα. Είχατε ζέστη στη καρδιά όλοι, είχατε όρεξη και επιθυμία και συμμετοχή γι αυτή την αγρυπνία, και δεν είχατε πονηρούς λογισμούς. Είχατε Αγάπη και σας ένωνε ο Χριστός. Σας ξέρω από μωρά τους περισσότερους, αυτό στάθηκε. Αν αυτό το’ χαμε καθημερινά, κάθε μέρα θα ζούσαμε τον Παράδεισο. Ο καφετζής γύρισε προς τον μπαρμπα Σπυρίδο και του είπε. ‘Εγώ πάντως μπαρμπα Σπυρίδο μετα το κάζο που έπαθα, εγώ καφέ δεν σου ξαναχρεώνω.