Ήταν λίγες μέρες πριν τη γιορτή του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστή. Το χιόνι είχε σκεπάσει όλα τα κεραμιδοσκέπαστα σπίτια και τα σοκάκια του μικρού χωριού αλλά και όλη την περιοχή όσο μακριά μπορούσε να δει το ανθρώπινο μάτι. Το κρύο ήταν τσουχτερό και σπάνια έβλεπες άνθρωπο να κυκλοφορεί έξω στις πλατείες.
Oι νοικοκυρές, άλλες έγνεθαν με την πιτιδιοκέντηρη του κατασκευαστή ρόκα τους κι άλλες ύφαιναν στον αργαλειό τα προικιά των κοριτσιών τους ενώ ο λιγοστός θόρυβος από το ρυθμικό χτύπημα του χτενιού ακουγότανε αρκετά καλά μέσα στην απόκοσμη σιγαλιά που επικρατούσε γύρω τους. Οι δε άνδρες, από το πρωί, σιγά – σιγά έπαιρναν το πλακόστρωτο σοκάκι, ποιος ξέρει πριν από πόσους αιώνες είχε στρωθεί, που οδηγούσε στον μικρό καφενέ του χωριού, το ένα και μοναδικό, ενώ το ελαφρύ τρίξιμο από τις πατημασιές των ποδιών πάνω στο χιόνι ήταν κάτι το μοναδικό. Εικόνες μοναδικής ομορφιάς.
Ο παππούς ξαπλωμένος στη ζεστή, μόνιμη εδώ και αρκετά χρόνια, γωνιά του κοντά στην παραστιά, με σκεπασμένα τα πόδια του με τη φλοκάτη κουβέρτα του και με τον εγγονό του πλάι του, κι ενώ τα αναμμένα κούτσουρα στο τζάκι σκόρπαγαν την ζεστασιά τους σε όλο τον χώρο του σπιτιού, χαϊδεύοντας τα μεταξένια μαλλάκια του, του αράδιαζε ένα σωρό παραμύθια και ιστορίες που οι ρίζες τους χάνονταν στα βάθη των αιώνων αλλά που κρατήθηκαν ζωντανές διηγώντας τις από τον πατέρα στο παιδί κι από τον παππού στα εγγόνια μέχρι τις μέρες μας. Χαϊδεύοντας δε τον εγγονό κάπου – κάπου με περίσσιο καμάρι, τονίζοντας περισσότερο τη γέρικη φωνή του, του έλεγε:
«Εσύ καμάρι του είσαι ο συνεχιστής της οικογένειας, ο συνεχιστής του σογιού μας. Να έχεις την ευχή μου:»
Κι ενώ το χιόνι έξω απαλόπεφτε, τα φύλλα από τα αειθαλή δέντρα που ήταν στην μικρή επέκταση ενός μικρού χωραφιού του σπιτιού δεν κουνιότανε καθόλου, λες και έμεναν ασάλευτα να μην ταράξουν την απόκοσμη σιγαλιά θα έλεγε κανείς.
Η φωτιά όλο και περισσότερο άπλωνε τη ζεστασιά της. Κάπου – κάπου έκαναν την εμφάνισή τους τα μικρά σπουργίτια πετώντας μπροστά από το παράθυρο, τιτιβίζοντας για να βρούνε τροφή κι έδιναν μια ξέχωρη κι ανεπανάληπτη εικόνα. Η κόρη δε καθισμένη στο μικρό ξύλινο σκαμνί της κοντά στο παράθυρο που έβλεπε προς την μεριά του μεγάλου δρόμου, με την βελόνα στα βελούδινα χιονάτα χέρια της, πότε – πότε έβγαζε ένα στεναγμό από τα κόκκινα σαν τριαντάφυλλα χείλη της σιγοτραγουδώντας τους παρακάτω στίχους του ποιητή:
«Μαρτύρα βελονίτσα μου πότε θα ‘ρθει η μέρα
που θα φανεί το ταίρι μου να μου περάσει βέρα…»
Και συνέχιζε:
«Θα είναι άνοιξη όταν ‘ρθει.. ή θα ‘ναι βαρύς χειμώνας…
Και τότε ένοιωσε γλυκό το τσίμπημα της βελόνας.
Κι η κόρη με τα χείλη της φίλησε την βελόνα
κι έμοιαζε σαν να φίλαγε της Παναγιάς εικόνα»
Κι ενώ ο παππούς αράδιαζε διάφορα παραμύθια και ιστορίες στο άτακτο μικρό εγγονό, εκείνος πότε – πότε πλησίαζε το απαλό σαν το βαμβάκι χεράκι του προς την μεριά του τέντζερη που η κόρη έψηνε το φαγητό, χαμογελώντας κρυφά και κοιτώντας δήθεν αδιάφορος την αδελφή του έλεγε στην δική του διάλεκτο:
«Αδερφή, να τσεσκεπάσω το τέντζερη να ζω το φαΐ;»
«Όχι» του απαντούσε εκείνη, «γιατί αν το κάνεις αυτό δεν θα έχουμε φαγητό για να φάμε το μεσημέρι» κι ο μικρός που ήξερε το γιατί δεν έπρεπε να ξεσκεπάσει τον τέντζερη με το φαγητό, έκανε τάχα πως θα τον άνοιγε γελώντας χαριτωμένα. Τώρα ποιος ήταν ο λόγος που δεν έπρεπε να ξεσκεπάσει τον τέντζερη με το φαγητό θα το μάθουμε στις επόμενες αράδες της ιστορίας μας.
Όπως λέει η παράδοση, εκείνες τις χρονιάρες μέρες γύρω από τα Χριστούγεννα, ανεβαίνουν από τα έγκατα της Γης οι καλικάντζαροι και πειράζουν τους ανθρώπους κάνοντας διάφορες ζαβολιές. Μια από τις ζαβολιές που επινόησαν να κάνουν είναι, όταν δουν τον τέντζερη ξεσκέπαστο – έτσι λέει η παράδοση – να ανεβαίνουν στην καμινάδα λίγο πιο πάνω από τον τέντζερη και να κατουράνε μέσα μαγαρίζοντας δηλαδή το φαγητό και οι νοικοκυρές το πετάνε στις κότες. Τι, μαγαρισμένο φαγητό θα ταΐσουν την οικογένεια τους; Γι’ αυτό το λόγο, δεκαπέντε μέρες που οι καλικάντζαροι είναι πάνω στη Γη, προσέχουν πολύ να μην ξεχάσουν το φαγητό ξεσκέπαστο.
Τώρα την παραμονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, δηλαδή μετά τη γιορτή των Φώτων, οι καλικάντζαροι φοβούμενοι την αγιαστούρα του παπά και το θυμίαμα από το θυμιατό και εξαφανίζονται από προσώπου Γης κατεβαίνοντας πάλι στα έγκατα της κι συνεχίζουν την πρώτη τους δουλειά. Συνεχίζουν, όπως έτσι το θέλει η παράδοση, να πριονίζουν το δέντρο που κρατάει τη Γη, ώστε να χάσει την ισορροπία της και να τρέμει, να τρομοκρατείται ο κόσμος, ενώ αυτοί, αν κάποτε πετύχουν το εγχείρημά τους, θα ξεκαρδίζονται στα γέλια.
Μετά το πέρασμα της μέρας των Φώτων και πλησιάζοντας τα μεσάνυχτα, οι νέοι των χωριών εκείνες τις καλές εποχές πριν και μετά τον πόλεμο του σαράντα, χωρίζονταν σε παρέες – παρέες και με κουδούνια δεμένα στην μέση τους και με κύπρια στα χέρια έπαιρναν σβάρνα τα σοκάκια και πήγαιναν, όχι σε όλα τα σπίτια, αλλά σε κείνα που είχαν κάποιον από την οικογένεια να τον λένε ‘’Γιάννη’’. Αυτό το έθιμο οι ‘’Γιάννηδες’’ το ήξεραν και προετοιμασμένοι περίμεναν τις παρέες και μόλις έφταναν στο σπίτι τα κουδούνια και τα κυπριά έκαναν τόσο πολύ θόρυβο που όσες νοικοκυρές είχαν μικρά παιδιά έφευγαν από το σπίτι και πήγαιναν στις γειτόνισσες για να μην τρομάζουν. Και να ποιο τραγούδι έλεγαν στους Γιάννηδες:
«Άι Γιάννη αφέντη Πρόδρομε
μεγάλο τ’ όνομά σου.
Άι Γιάννη στο σαράι σου
χρυσά καντήλια κρέμουν.
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε
πέτρα να μην ραγίσει
και όλη του η φαμελιά
χίλια χρόνια να ζήσει.
Κομμάτι από λουκάνικο
κομμάτι από μπουμπάρι
κομμάτι κι από νεφραμιά
να γίνει νοστιμάδι.
Κάτσε να φας κάτσε να πιείς
κάτσε να τραγουδήσεις…»
Τα λόγια από το τραγούδι του Άι Γιάννη διαφέρουν βέβαια από περιοχή σε περιοχή. Άλλα λόγια λένε στα χωριά της Ρούμελης άλλα σε άλλες περιφέρειες.
Τώρα, ο Γιάννης του σπιτιού όταν ακούσει το τραγούδι, όπως ξέρουμε περίμενε τις παρέες και είχε προετοιμαστεί κατάλληλα να τους υποδεχτεί. Αμέσως, πρώτα τους έδινε λουκάνικα και οι τραγουδιστάδες έλεγαν με πολύ δυνατή φωνή:
«Μας έδωσε μια τέμπλα λουκάνικο». Τι σημαίνει η λέξη τέμπλα δεν το γνωρίζω ακριβώς και συγχωρέστε με γι’ αυτό. Η αλήθεια είναι ότι ρώτησα να μάθω και πολλές διαφορετικές έννοιες μου έδωσαν. Πάντως, μου είπαν κάποιοι γέροντες ότι η τέμπλα είναι τα μικρά ξύλα, δηλαδή είναι μεγάλα σε μέγεθος τα λουκάνικα.
Στην συνέχεια τους έδινε, ή μάλλον του έβαζε κρασί σε ασκί που κρατάγανε τότε και η παρέα φώναζε, προφανώς να το ακούσουν οι χωριανοί:
«Μας έδωσε ένα βαρέλι κρασί». Στο τέλος τους έδινε χρήματα, όσα είχε τη δυνατότητα να τους δώσει, ανάλογα με την οικονομική του ευχέρεια και πάλι οι παρέα φώναζε:
«Μας έδωσε και μια χρυσή λίρα».
Στην συνέχεια, όταν επισκέπτονταν όλα τα σπίτια των Γιάννηδων, έπαιρναν τα καλούδια που τους χάριζαν και πήγαιναν στο καφενείο του χωριού και τα μαγείρευαν κι έτρωγαν κι έπιναν μέχρι το πρωί.
Τελειώνοντας την σημερινή μου διήγηση θα ήθελα να επισημάνω ότι δυστυχώς σήμερα τα χωριά μας έχουν ρημάξει, τ’ αμπέλια χέρσωσαν, δεν υπάρχουν νοικοκυρές να φτιάξουν λουκάνικα και το χειρότερο… τα ήθη κι έθιμα ψυχορραγούν να εξαφανιστούν από τον τόπο μας και πασχίζουν να πάρουν τη θέση τους άλλα, ψυχοφθόρα ξενόφερτα που καμιά σχέση δεν έχουν με τα δικά μας. Αν θέλουμε να επιβιώσουμε ως έθνος επιβάλλεται, αυτό λέω εγώ, να διατηρήσουμε αναλλοίωτα τα ήθη και έθιμα της πατρίδα μας και οφείλουμε εμείς οι μεγαλύτεροι να τα μεταλαμπαδεύσουμε στις νεότερες γενιές.
* Ο Δημήτρης Τυραϊδής είναι συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων