Κύριε διευθυντά,
– Ο τι έγινε έγινε. Τί θες και τα σκαλίζεις τώρα;
– Γιατί τώρα είδαµε το έγκληµα µε τα ίδια µας τα µάτια.
Μια ανάρτηση του εκλεκτού συντοπίτη µας, του Κωστή Χαρτζουλάκη, µε είχε προϊδεάσει.
Τσιµέντωσαν µια από τις πιο γραφικές γωνιές της Κισσάµου µε συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς να υπάρξουν ουσιαστικές αντιδράσεις.
Συγκρίνετε την παλιά εικόνα µε την τωρινή και βγάλτε συµπεράσµατα.
Οταν έµπαινες στη βραχοσπηλιά µε το ταπεινό εκκλησάκι, ανάσαινες µια αύρα δροσιάς και σήµερα δεν µπορείς να σταθείς από την πυρά που αναδίδουν οι µαύροι γρανίτες. Μόνο το απόγεµα που πέφτει ο ήλιος µπορείς να καθίσεις.
Ξερίζωσαν τις αρµυρίδες γιατί, δήθεν έκαναν ζηµιά µε τις ρίζες τους. Και οι πικροδάφνες, οι σφάκες µας, τι τους ενοχλούσαν. Οι αγριοχαρουπιά και λίγοι κισσοί που στεφανώνουν από ψηλά το βράχο σώζουν κάπως την εικόνα. Οι αντραµυθιές που φυτεύτηκαν είναι όµορφα δέντρα, θα χρειαστούν όµως πολλές δεκαετίες για να σκιάζουν ικανοποιητικά τον χώρο.
∆όθηκε άδεια από το ∆ασαρχείο να κοπούν τα δένδρα; Η Αρχαιολογική Υπηρεσία, που λέγεται ότι έδωσε την άδεια, έχει τέτοια αρµοδιότητα;
Η επιλογή του σκληρού µαύρου γρανίτη, φυσικού και τσιµεντένιου,δεν δένει µε το περιβάλλον. Χάθηκαν οι ντόπιοι µαλακοί κι εξίσου ανθεκτικοί πωρόλιθοι.
Μια σπηλιοεκκλησιά δεν χρειάζεται προβολή και επίδειξη. Η οµορφιά της είναι η ίδια η λιτή απλότητα, τα ταπεινά υλικά της.
Υπήρχε, αν θυµάµαι καλά, σε µια επιγραφή η εξήγηση του τοπωνύµιου Ντάµιαλης. Οτι η σπηλιά ηταν η ντάµια, το µαντρί δηλαδή, η κούρτα στην ντοπιολαλιά, του Αλή. Τι απέγινε;
Και µια παρωνυχίδα, συµβολική ίσως. Από το τουνελάκι της σπηλιάς κατεβαίνουν στην ακτή πλήθος κολυµβητές. Το πρώτο πάτηµα από τα σκαλοπάτια είναι λειψό και µε ψηλότερο ρίχτι µε κίνδυνο να παραπατήσει και να τραυµατιστεί κάποιος. Αυτούς δεν τους σκέφτηκε κανείς; Οµως, κι αυτοί ανάβουν συχνά το κεράκι τους στον Αϊ Γιάννη, πριν ή µετά το µπάνιο τους.
Γράφω µε πάθος για µια τελειωµένη υπόθεση, γιατί είµαι λάτρης της ακτής και όλου του χώρου για µισό, σχεδόν, αιώνα. Το εκκλησάκι µε τη σπηλιά του , η ακτή µε το βατήρα της, οι θαλασσινές σπηλιές, κρυφές και φανερές κι η πιο µακρυνή, της φώκιας, όπως λέµε, είναι γνώριµα σηµεία στα παιδιά µου και τώρα και στα εγγόνια µου.
Τα τελευταία δέκα χρόνια όσοι πηγαίνουµε συχνά στην ακτή έχουµε γίνει σχεδόν µια παρέα και την φροντίζουµε σαν να είναι σπίτι µας. Επισκευάσαµε τα σκαλάκια, φτιάξαµε κουπαστή, ντουζιέρα, συντηρούµε την καµπίνα που έφερε ο ∆ήµος πριν έντεκα χρόνια και κρατάµε καθαρό τον χώρο.
Ο ∆ήµος ας δείξει λίγο ενδιαφέρον και για την ακτή. Μπορεί να αξιοποιηθεί και το νοτιοανατολικό τµήµα της, όπου κάποτε στήναµε τις οµπρέλες µας και σήµερα είναι απλησίαστο. Αν διευθετηθούν τα βράχια και τα τσιµέντα, αν ριχτούν από πάνω δυο φορτηγά χαλίκι και φυτευτούν µερικές αλµυρύδες ακόµη, ο χώρος θα γίνει οµορφότερος. Υπάρχουν πολλοί εθελοντές πρόθυµοι να προφέρουν εργασία.
Αυτός είναι και ο ουσιαστικός στόχος αυτού του κειµένου.
Την καινούργια εικόνα µε τους µαύρους γρανίτες θα τη συνηθίσουµε, µπορεί και να µας αρέσει κιόλας, τουλάχιστο ας είναι µια αφορµή να γίνει κάτι καλό και στην από κάτω µεριά.
Κουκουναρά,
Μανόλης Νταουντάκης