» “Απου τον εορτάζονε εις τσι κοστρείς τ’ Απρίλη, κι όλοι οι βοσκοί τ’ Ασιγωνιάς θα φέρουν τα σφαχτά των”
παλιό Ριζίτικο
Mε ένα κείμενο του Νίκου Αγγελή, που αν δεν κάνω λάθος το φιλοξένησε η “Ελευθερία” εκείνη την εποχή, θα σας παρουσιάσω αυτήν τη φορά το Πανηγύρι του “Αη Γιώργη του Γωνιωτή”, όπως τον έλεγαν οι παλιοί Ασιγωνιώτες, μα και οι γυροχωρίτες, από τα χωριά των Σφακίων, του Αποκόρωνα και του Ρεθέμνου.
Θα συνεχίσω με ένα έμμετρο, νεοριζίτικο, του αγαπητού φίλου Γιώργη Γιακουμινάκη από τον Φρε. Εγώ θα το διανθίσω με μερικές παλιές φωτογραφίες από το πανηγύρι.
«Σ’ όλα τα καινούργια Μητάτα, ότι γέρνουν τα Γωνιώτικα νερά, από το Βουρβουρέ ως το Φτερόλακκο, λαμπαδίζουν φωτιές, να περάσουν τα μεσάχνυτα την παραμονή του Αη Γιώργη. Φαναράκια πάνε κι έρχονται, σκύλοι γαυγίζουν, πρόβατα ξιπούνται.
Οι βοσκοί γυαλίζουν τα στιβάνια των και τα κουδούνια των τράγων. Βγάζουν από τις θυρίδες παλιά ξεχασμένα σκλαβέρια και τα κρεμούν στα κριάρια. Ταιριάζουν τους ήχους των και πυκνώνουν τα μπάσα. Την άλλη μέρα, πρέπει να είναι όλα λεβέντικα. Και οι βοσκοί, και οι μπροσταροί των, και τα κουδούνια και όλο το αρνομάντρι!
Ύστερα, σφίγγουν τα ράσα των και τρυπώνουν στους κούμους να κοιμηθούν για λίγο. Οι γεροντότεροι ξαγρυπνούν και περιμένουν ν’ ακούσουν τις πεταλιές τ’ Αη Γιώργη. Εχουν να πουν πως ο Αη Γιώργης, ο Γωνιώτης, ανεβαίνει στο άσπρο άλογο του κάθε παραμονή, και κάνει ένα γύρο στα Μητάτα, για να θυμηθούν οι βοσκοί, πως το πρωί είναι η γιορτή Του.
Το άλογο του ακούγεται λαχανιασμένο ν’ ανεβαίνει τα πλευρά της Μαδάρας. Τα πέταλά του αστράφτουν και το μακρύ κοντάρι μπερδεύεται στα πρινάρια.
Αυγή βαθειά ξεκινούν, ξυπνούν όλα τα βουνά. Οι σφυριές, οι φωνές, τα κουδούνια γεμίζουν τα φαράγγια.
Τα κοπάδια φτάνουν από παντού στο χωριό. Οι Βοσκοί φωνάζουν σιργουλευτά στους μπροστάρους.
– Σεμνά γέρο μου σεμνά και περήφανα. Ο, ο, ο τα βαριά κουδούνια των χτυπούν ρυθμικά, σαν να κανονίζουν το βήμα της φάλαγγας.
Κι όταν το κοπάδι είναι όμορφο, ακούς τα παινέματα.
– Ιδέ, μωρέ, ένα μπροστάρη! Ω το σκοτεινό α- δεν είναι σαν τον Ταύρο.
Κι ο κάθε Αντρούλης κι ο κάθε Μανούσος νιώθει την καρδιά του να φουσκώνει από περηφάνεια.
Ο Αη Γιώργης, ο Γωνιώτης, ο προστάτης των βοσκών, επισκέπει μαυριδερός, πάνω από τ’ άλογο του τα κοπάδια.
Είναι έξω από την εκκλησία μια μάντρα. Εκεί θα μπει το πρώτο κοπάδι που θα φτάσει. Υστερα, παρατάσσονται στη φαρδιά της είσοδο πέντεξι παληκάρια κι αρχίζουν ν’ αρμέγουν.
Μόλις τελειώσει το άρμεγμα, έρχεται ο παπάς και αγιάζει το κοπάδι και οι βοσκοί φιλούν το Σταυρό και παίρνουν το αρτουλάκι.
Ύστερα, τα κοπάδια μαδαρώνουν και στο χωριό αρχίζουν οι λύρες και τα ριζίτικα. Όλος ο λαός βρίσκει ανοιχτά τα φιλόξενα γωνιώτικα σπίτια και μπαίνει και πιει, να φάει, να χαροκοπήσει.
Ευχάριστη έκπληξη το υπέροχο ποίημα – Νεοριζίτικο του λίαν αγαπητού φίλου Γιώργη Γιακουμινάκη, από το Φρέ.
Με έμμετρο και ταιριασμό τροπο, περιγράφει το πανηγύρι και τα δρώμενα με μεγάλη ακρίβεια και βαθύ συναίσθημα, σαν να είναι γνήσιος ΑΣΗΓΩΝΙΩΤΗΣ!
Στο πανηγύρι τ’ Αϊ Γιωργιού τσ’ Ασή Γωνιάς
Χριστέ μου να βρισκόμουνε στσ’ Ασή Γωνιάς τη μπάντα
τ’ Αϊ Γιωργιού ανήμερα, πρίχου να βγει ο ήλιος
να ακλουθήξω τα στενά σοκάκια και τσοι δρόμους
απού τσοι προπατήξανε ξεδιαλεμμένοι άντρες
και καπετάνιοι ατρόμητοι πρώτοι εις τσοι πολέμους.
Να φτάξω στου Αϊ Γιωργιού του δοξασμένου Αγίου
την εκκλησία και κερί στη χάρη ντου ν’ ανάψω.
Να κάτσω να λουτρουηθώ ν’ ακούσω ψαλμωδίες
ν’ αντιλαλούνε στα λαγκά, τη γκοντινή μαδάρα
μαζί με τα βελάσματα των αιγοπροβατίνων
περδικοκακαρίσματα και κοτσύφων τραγούδια.
Να φέρνει αέρας του βουνού μοσκοβολιές περίσσιες
τση μαλωτήρας, και τ’ αθού τσ’ αγκριγιομαντζουράνας.
Να καμαρώνω κοπελιές κι αρχόντισσες κεράδες
μαυροποκαμισάριδες γέρους και νέους άντρες
και τσι χιλιάδες του λαού, πιστούς πανηγυριώτες
που κάθε χρόνο έρχουνται τον Αγιο να τιμήσουν.
Να δω τα ωζά να κάθουνται ήσυχα σε μιαν άκρα
να περιμένουνε κι αυτά ούλα με τη σειρά ντως
να τα βλοήσει ο παπάς κι η χάρη του Αγίου.
Και σα ντελέψουν ούλα αυτά, βοσκούς και βοσκαρούδια
ν’ αρμέγουνε τα έγκαλα και γάλα να μοιράζουν
σύμφωνα με το έθιμο εις τσοι πανηγυριώτες.
Όμως δεν έχει τελειωμό τούτο το πανηγύρι
Βραστά, πιλάφια και τυριά, του κόσμου τα καλούδια
στι τάβλες περιμένουνε το γκόσμο να χορτάσουν
κι ύστερα έχουνε σειρά «Ριζίτες» τιμημένοι
να πούνε τα τραγούδια τους τη «ντάβλα» να πρεπίσουν.
Όντε θ’ αρχίξει να λαλεί η λύρα, το λαγούτο
αρχίζει το ξεφάντωμα που τελειωμό δεν έχει…
Κι εγώ σα βρίσκομαι μακριά, τσι μαγικές εικόνες
κάθε φορά που έρχεται η άγια τούτη μέρα
φέρνω μπροστά στα μάθια μου και ταξιδεύει ο νους μου…
Γεώργιος Γιακουμινάκης “Βαγιωνιάς”
Η ΑΣΙ ΓΩΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΛΙΓΑ ΟΡΕΙΝΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΠΟΥ ΚΡΑΤΑ ΓΕΡΑ ΤΟ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟ ΛΕΒΕΝΤΙΚΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ ΗΘΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΜΕΡΟΣ ΠΟΥ ΤΟ ΛΟΓΩ ΤΙΜΗΣ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ