Από καιρό ήθελα να γράψω κάτι για ένα σημαντικό βιβλίο, το οποίο ξεπερνά τις κοινές ερευνητικές και συγγραφικές δυνατότητες ενός ανθρώπου και μάλιστα προχωρημένης ηλικίας. Πρόκειται για το πόνημα ««Αρχιτεκτονική, Λιθοξοϊκή και Διάκοσμος των εκκλησιών της Τουρκοκρατίας στη Δυτική Κρήτη» της Χανιώτισσας -και λιγάκι Ρεθεμνιώτισσας- Αιμιλίας Κλάδου Μπλέτσα.
Όμως όταν διάβασα στην «Εφημερίδα των Συντακτών» τον ύμνο που έγραψε γι’ αυτό ο «πρύτανης» της ελληνικής αρχιτεκτονικής Δημήτρης Φιλιππίδης, κατάλαβα ότι δεν θα πρόσθετα τίποτα μ’ ένα δικό μου κείμενο, γι’ αυτό κι αποφάσισα να αναφερθώ στη δημιουργό του. Θα το κάνω με την απόσταση που μου παρέχεται, ως Ρεθεμνιώτη, η οποία δεν επιτρέπει τοπικισμούς και φληναφήματα. Εννοείται ότι η αναφερόμενη δεν έχει ιδέα για το τόλμημά μου, αφού είμαι βέβαιος ότι με τη σεμνότητα που την χαρακτηρίζει εάν της ζητούσα κάποια στοιχεία θα με απέτρεπε, και μάλιστα μεγαλόφωνα, όπως συνηθίζει να το κάνει όταν εξανίσταται. Οπότε καταθέτω εδώ όσα γνωρίζω γι’ αυτήν μέσω των βιβλίων της, της γνωριμίας μας κι ενός βιογραφικού που είχε παλιότερα καταθέσει στη βάση δεδομένων του Τεχνικού Επιμελητηρίου.
Η Αιμιλία Κλάδου προέρχεται από επιφανή οικογένεια και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να είναι απλώς μια καλή οικογενειάρχης κι επαγγελματίας. Ο πατέρας της Εμμανουήλ, με καταγωγή από τη Μύρθιο Αγίου Βασιλείου, ήταν αγρονόμος, και η μητέρα της Μαρία Ξηρουχάκη ήταν μαία. Μερικοί πιστεύουν ότι η επώνυμη καταγωγή δεν έχει να κάνει με την πορεία των απογόνων και κάποιες φορές αποδεικνύεται ότι έχουν δίκιο. Όμως σε άλλες περιπτώσεις αυτή ακριβώς η καταγωγή δημιουργεί ένα επίπεδο προσδοκιών, το οποίο οι απόγονοι προσπαθούν να το φτάσουν και συχνά να το ξεπεράσουν. Αυτή είναι η περίπτωση της κυρίας Αιμιλίας, η οποία όμως είχε ένα μεγάλο disavantage: το φύλο της! Ακόμα και σ’ έναν κλάδο «ευγενή», όπως της αρχιτεκτονικής, ελάχιστες είναι οι γυναίκες που αναδείχτηκαν, παρ’ ότι οι επιστήμες του εγκεφάλου διατείνονται ότι σ’ αυτούς ακριβώς τους τομείς, τους δημιουργικούς, έχουν το πλεονέκτημα. Δυστυχώς και στον τομέα αυτό βρισκόμαστε μακριά από την ισότητα των δύο φύλων.
Γεννήθηκε στα Χανιά το έτος 1941. Τετράχρονη επισκέφτηκε το Ρέθυμνο για να τη γνωρίσει η γιαγιά της. Εκεί ο πατέρας τής είχε δείξει περήφανος το ύψους 23 μέτρων καμπαναριό της Μητρόπολης και τής έκανε γνωστό ότι μεταξύ των μαστόρων που το έκτισαν ήταν και ο παππούς του, ο ονομαστός Μαστρομανόλης από τη Μύρθιο. Στα Χανιά αναζήτησε από μικρή τον αρχιτέκτονα του Δεσποτικού, στο οποίο είχε βαφτιστεί από τον θείο της, τον επίσκοπο Αγαθάγγελο Ξηρουχάκη, και βρήκε ότι αυτός ήταν ο Ροδακινιώτης μηχανικός Μιχαήλ Σαββάκης, ένας άνθρωπος σπουδαίος, που είχε όμως την ατυχία να διαφωνήσει με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και ως εκ τούτου να υποτιμηθεί. Όλα αυτά προανήγγελαν ότι προορισμός της ήταν η τέχνη της αρχιτεκτονικής.
Διετέλεσε μαθήτρια στο 4ο Δημοτικό Σχολείο των Χανίων, από το οποίο τις καλύτερες εντυπώσεις τής άφησαν, όπως αναφέρει συχνά η ίδια, τρεις δάσκαλοι, η γεύση από το τυρί και το γάλα του Σχεδίου Μάρσαλ και η όψη και οι μυρωδιές του σχολικού κήπου που καλλιεργούσαν στην αυλή. Δευτεροβάθμια εκπαίδευση παρακολούθησε την περίοδο 1952-1958 στην Ελληνογαλλική Σχολή Καλογραιών Άγιος Ιωσήφ της Χαλέπας, όπου εδραίωσε φιλίες ζωής κι οριστικοποίησε την πορεία της προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Συνέχισε στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης την περίοδο 1959-1964. Ήταν η τρίτη μόλις χρονιά που λειτουργούσε η Σχολή, δεν είχε βγάλει δηλαδή ακόμα τους πρώτους απόφοιτους. Καθοριστική γι’ αυτήν ήταν η παρουσία του νεαρού τότε καθηγητή Νικόλαου Μουτσόπουλου. Να σημειώσω επίσης ότι η Αιμιλία Κλάδου-Μπλέτσα δεν δίστασε το έτος 2016, σε ηλικία δηλαδή εβδομήντα και πλέον χρόνων, να παρακολουθήσει μαθήματα Αρχιτεκτονικής Σκέψης και Ιστορίας της Τέχνης στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης από τον γιο του Νικόλαου Μουτσόπουλου, τον Αθανάσιο. Το γεγονός αυτό είναι, νομίζω, ενδεικτικό της αιώνιας νεότητας και της «φρεσκάδας» της.
Στη Θεσσαλονίκη την είχε επηρεάσει σημαντικά κι ο Δημήτρης Φατούρος, ενώ δάσκαλός της υπήρξε κι ο Πάτροκλος Καραντινός. Όλα αυτά συνέβαιναν σ’ ένα περιβάλλον, του ΑΠΘ, το οποίο «τω καιρώ εκείνω» αποτελούσε τη ναυαρχίδα των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων της χώρας. Υπενθυμίζω μόνο ότι αποτέλεσε το μοναδικό πανεπιστήμιο που δεν έσκυψε το κεφάλι στους δικτάτορες της επταετίας και ότι πολλοί δάσκαλοί του αποπέμφθηκαν γι’ αυτό σκαιώς (Κριαράς κ.ά.). Εξαιρετικά τιμητική υπήρξε η πρόταση από τον Δημήτρη Φατούρο, στον οποίο και υποστήριξε τη διπλωματική της εργασία, να παραμείνει στην Αρχιτεκτονική Σχολή για μεταπτυχιακές σπουδές και εργασία. Κι είναι κρίμα που δεν το έκανε, αφού θα μπορούσε να έχει μια λαμπρή ακαδημαϊκή καριέρα, από την οποία να βγουν ωφελημένοι εκατοντάδες νέοι αρχιτέκτονες κι αρχιτεκτόνισσες.
Έπρεπε όμως να δουλέψει για να μπορέσουν να σπουδάσουν και τ’ άλλα αδέλφια της. Έτσι, αμέσως μετά την αποφοίτησή της επέστρεψε στην Κρήτη κι εργάστηκε στην Τεχνική Υπηρεσία Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης της Νομαρχίας Χανίων, στην Υπηρεσία Προγραμματισμού για μια επταετία (1965-1972). Υπήρξε η πρώτη γυναίκα μηχανικός, που εργάστηκε στη Δυτική Κρήτη, προκαλώντας το ενδιαφέρον αλλά και την περιέργεια της τοπικής κοινωνίας στην περιοχή που κάλυπτε, τους νομούς Χανίων και Ρεθύμνου. Από το 1972 μέχρι το 1978 υπηρέτησε στην Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης. Ακολούθησε η επιστροφή της στη Νομαρχία Χανίων και η θητεία της στην Τεχνική Υπηρεσία Δήμων και Κοινοτήτων μέχρι το 1992. Από το 1992 και μέχρι το 2007 ασχολήθηκε με το ελεύθερο επάγγελμα, αφού είχαν αυξημένες οικονομικές ανάγκες με τον σύζυγό της για τις μεταπτυχιακές σπουδές των παιδιών τους.
Είχε παντρευτεί το 1965 τον επίσης αρχιτέκτονα Τάσο Μπλέτσα, με τον οποίο απέκτησαν τρία παιδιά, από τα οποία ο μεγαλύτερος Μιχάλης είναι ευρύτερα γνωστός, ως διευθυντής πληροφορικής του Media Lab, του ερευνητικού εργαστηρίου του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ).
Η Αιμιλία Κλάδου-Μπλέτσα είναι τέρας εργατικότητας και αποτελεσματικότητας. Εκατοντάδες είναι τα έργα που μελέτησε: γραφεία κοινοτήτων, η οικία Βενιζέλου στις Μουρνιές, ο Πύργος Χατζη-Μιχάλη Γιάνναρη στον Ομαλό, η αναστήλωση οικίας στο Γαβαλοχώρι (βραβείο Europa Nostra 1981), η διαμόρφωση πλατειών, οι συντηρήσεις και αναστηλώσεις καμπαναριών, η κατασκευή κρηνών, η εξωτερική διαμόρφωση του φρουρίου Φιρκά, η αποκατάσταση εξωτερικών όψεων των εκκλησιών Santa Maria, San Salvador και Αγίου Ελευθερίου στα Χανιά, όπως και του Φραγκοκάστελου, της Ροτόντας Κισάμου, της Παναγίας Στύλου, του Αγίου Γεωργίου στο Κουστογέρακο κ.ά. Κι ακόμα προσέφερε υποδειγματικές μελέτες για τα φυσικά τοπία των Χανίων (μετέπειτα περιοχές Natura), για τις ακτές τους, για τον οικισμό της Σούδας, για την παραλία της Κισάμου, για την αναστήλωση του Φάρου της Γαύδου κ.λπ.
Η εργογραφία της περιλαμβάνει 26 δημοσιεύσεις σ’ εφημερίδες και περιοδικά, με θέματα μελέτης ιστορικών κατοικιών, σωτηρίας και ανάδειξης κοσμικής, φρουριακής και εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, μαστόρων της οικοδομικής και της καλλιτεχνίας γύρω απ’ αυτήν, προστασίας του περιβάλλοντος κ.ά. Περιλαμβάνει επίσης 24 διαλέξεις και εισηγήσεις σε συνέδρια, μεταξύ των οποίων αρκετές σε Κρητολογικά, και τρεις εξαιρετικές μελέτες που εκδόθηκαν αυτοτελώς, με τη μορφή βιβλίων. Το πρώτο από αυτά, που θεωρείται κλασικό πια σήμερα, σημείωσε δύο εκδόσεις, το 1978 και το 1998, επιγράφεται «Τα Χανιά έξω από τα τείχη». Πρόκειται για θεμελιώδες έργο για την αρχιτεκτονική ιστορία των Χανίων των νεότερων χρόνων. Η αξία του φαίνεται ακόμα περισσότερο όταν αναλογιστούμε ότι οι περισσότερες ελληνικές πόλεις δεν διαθέτουν ανάλογη μελέτη μισό αιώνα μετά την κυκλοφορία του αλλά και ότι συνέβαλε τα μέγιστα στη διάσωση και ανάδειξη στη συνέχεια ενός εξαιρετικού κτηριακού αποθέματος. Η επιστημοσύνη της φαίνεται και από το γεγονός ότι η δεύτερη έκδοση του βιβλίου συνοδεύτηκε από παράρτημα για τις επεμβάσεις διατήρησης και τις απώλειες της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στο διάστημα 1978-1998 που μεσολάβησε από την πρώτη.
Το 1996 προχώρησε στην έκδοση ενός φακέλου με τίτλο «Γαβαλοχώρι. Ένα παραδοσιακό χωριό της Κρήτης», το οποίο περιέχει εκπαιδευτικό υλικό, κείμενα και σχέδια. Η αγάπη της για το χωριό αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι έχει υποστηρίξει φοιτητές αρχιτεκτονικής για την εκπόνηση διπλωματικών εργασιών γι’ αυτό. Ακολούθησε το 2015 ένα ανάλογης σημασίας με το πρώτο της βιβλίο, αλλά πολύ ογκωδέστερο, που επιγράφεται «Τα Χανιά 100 Χρόνια από την Ένωση με την Ελλάδα. Η πόλη, τα γεγονότα, ο Πολιτισμός, οι μηχανικοί τα έργα». Όπως και το πρώτο έτσι κι αυτό το βιβλίο είχε ως φορέα έκδοσης το Τμήμα Δυτικής Κρήτης του Τεχνικού Επιμελητηρίου. Αποτελεί μια ανασκόπηση ενός αιώνα της κτηριακής εξέλιξης των Χανίων, με πλούσια εικονιστική τεκμηρίωση των περιγραφόμενων και με σύντομα κείμενα της συγγραφέως του. Γιατί η Αιμιλία Κλάδου έχει κι αυτό το μεγάλο πλεονέκτημα, να είναι λιγόλογη στον γραπτό λόγο της και ν’ αφήνει τις εικόνες και τα σχέδια να συμπληρώνουν τα -πάντα περιληπτικά- κείμενα.
Αν υποθέταμε ότι κάπου εδώ θα σημειωνόταν το τέλος της ερευνητικής προσφοράς της, θα πέφταμε εντελώς έξω. Κι αυτό γιατί το αριστούργημά της ήρθε μόλις πέρυσι, οπότε κυκλοφόρησε και παρουσιάστηκε στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων η εργασία της «Αρχιτεκτονική, Λιθοξοϊκή και Διάκοσμος των εκκλησιών της Τουρκοκρατίας στη Δυτική Κρήτη (18ος-19ος αιώνας). Από τον Sebastiano Serlio και τον Palladio στους εμπειρικούς αρχιτέκτονες της εποχής». Έγραψε γι’ αυτό ο Δημήτρης Φιλιππίδης που προανέφερα: «…Η Αιμιλία Κλάδου-Μπλέτσα δεν αστειεύεται καθόλου. Διεκδικεί να καλύψει ένα τεράστιο κενό στα ιστορικά μνημεία του τόπου της, τις εκκλησίες της Δυτικής Κρήτης στην Τουρκοκρατία, που είχαν ως τώρα μείνει έξω από τα ενδιαφέροντα των μελετητών…». Και παρακάτω σημειώνει ότι η όλη της προσπάθεια είχε ξεκινήσει ήδη από το 1971 με μια διάλεξη και συνέχισε με άλλες επτά από το 1982 μέχρι το 2001 κι ενδιάμεσα με τη βασική της έρευνα (1980-92), αλλά και την αποκορύφωσή της την περίοδο 2016-2020, πάντα με επιμονή, συστηματικότητα κι οργάνωση.
Κλείνω λοιπόν με ορισμένα ακόμα από τα χαρακτηριστικά της σεμνής αυτής κυρίας της κρητικής αρχιτεκτονικής: παραγωγικότητα, επιμονή, εργατικότητα, βοήθεια σε όποιον τη ζητήσει και μάλιστα αθόρυβη, δυναμικότητα, ευγένεια, πρωτοτυπία, ευφυία, αίσθηση του χιούμορ. Της εύχομαι να απολαύσει πολλά ακόμα χρόνια πνευματικής ζωής και να συνεχίσει να παράγει, χαιρόμενη παράλληλα τα παιδόγγονά της και τον στωικό κύριο Τάσο, και της θυμίζω ότι υπάρχει ένα ακόμα θέμα που έχει ανοίξει και θα πρέπει να το συνεχίσει: εκείνο των φρουριακών κατασκευών του 1866, των κουλέδων. Ακόμα κι αν η ίδια δεν έχει πια τη δύναμη ν’ ανατρέξει σε αρχεία της Κωνσταντινούπολης και της Άγκυρας για την επιστημονική διεκπεραίωσή του, όμως ευτυχώς σήμερα υπάρχει το διαδίκτυο, που κάνει τα πράγματα ευκολότερα. Άλλωστε, κανείς εκτός από την Αιμιλία Κλάδου-Μπλέτσα δεν θα μπορούσε να «παλέψει» ένα τέτοιο «θέμα-βουνό».
Κι όσο για την Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου Κρήτης, έφτασε -νομίζω- η ώρα να την ανακηρύξει επίτιμη διδάκτορά της. Το αξίζει και με το παραπάνω. Η πρόσφατη εργασία της βαραίνει αντικειμενικά όσο πολλές, μα πάρα πολλές διδακτορικές διατριβές!
* Ο Χάρης Στρατιδάκης είναι δρ παιδαγωγικής-ιστορικός ερευνητής