«Των προβλημάτων θάμαστε κι ακόμα σκλάβοι για πολύ;/ Στον κόσμο αυτόν αν ζήσουμε μια μέρα ή χρόνια τι ωφελεί; Γεμίστε το ποτήρι μου κρασί να πιω, προτού/ κανάτι καταντήσουμε στου κανατά το μαγαζί»!
[Στίχοι από τη συλλογή Ρουμπαγιάτ του Πέρση φιλόσοφου, αστρονόμου και ποιητή Ομάρ ΧΑΓΙΑΜ (Omar Khayyām, 1048-1131 μ.Χ.) σε απόδοση Ανδρέα Καραντώνη (1910-1972), “Ξένη λογοτεχνία-Φυσιογνωμίες Γ’”, εκδ. Παπαδήμα, 1979] *
ΤΕΤΟΙΕΣ μέρες ξαναζωντανεύει το “αμπελάκι” του πεθερού στην Κάντανο, στα Νεβέλα: μισό στρέμμα όλο κι όλο, μετρημένες οι ρίζες του. Όταν όμως, έρχεται η ώρα του τρύγου, πέντε ή έξι “εργάτες” δεν αρκούν για να μαζέψουν τη σοδιά του! Τα επιδέξια δάκτυλα των νοικοκυραίων, τα κλαδευτήρια για βάτα και τσαμπιά, οι κοπελιές με τα τσεμπέρια, τις μακριές φούστες και τα μακρυμάνικα…, τα ανέκδοτα, το γέμισμα πιο παλιά των καλαθιών, αργότερα των πλαστικών τελάρων, όλα αυτά αποτελούνε αναπόσπαστες εικόνες του κρητικού τρύγου. Το ρωμέικο σταφύλι γέμιζε ήταν κυρίαρχο… Δίπλα στη νιότη, να και τα ροζιασμένα χέρια των “παλιών” που ξέρανε να ξεχωρίζουν αγουρίδες, ξερά φύλλα, κοτσάνια με σάπιες ρόγες. Έπειτα ερχόταν το φορτηγάκι του “ξαδέλφου” για τα δρομολόγια από το χωράφι στο “πατητήρι”.
ΟΛΑ δούλευαν ρολόι. Γενικός επιστάτης όσο ζούσε ήταν ο πεθερός, με άξιο συνεχιστή το γιό και τις παντάξιες δουλεύτρες αδελφές του. Το αμπέλι θέλει “έρωτα”, νοιάξιμο, “καλλούργημα”, θειάφισμα, πότισμα, κουτσοκόρφισμα, κλάδεμα. Μετά τον τρύγο, ερχόταν η ώρα του πατητού και του “γλεντιού”. Ξεθεομός το κουβάλημα του μούστου με γκαζοτενέκεδες, κουβάδες ή πλαστικές σκάφες. Ευτυχώς, αργότερα τα λάστιχα εκμηδένισαν τον κόπο.
Η ΚΟΥΡΑΣΗ του τρύγου είναι γλυκιά, σαν την κούραση του θεριστή. Γίνεται γλυκύτερη απ’ την ευφρόσυνη προσμονή για “καλά κρασιά”! Τί να πείς για κείνο το συναπάντημα συγγενών και φίλων στον τρυγητό; Και τί, για το τσιμπολόγημα και το πιοτό στο πατητό; Και το ευδιάθετο της παρέας που δημιουργούσε μίγμα παράξενης “ζωηράδας”; Κι εκείνη η απλάδα του αμπελιού, με τις προκλητικές ρόγες των τσαμπιών να γυαλίζουν ηδονικά καταμεσήμερο, καλώντας σε να τις δρέψεις; Κι οι αυθόρμητες μαντινάδες στα στόματα των “συμποσιαστών”, δεν ήταν ένας ύμνος στο Θεό; Ξεχνιέται άραγε, η μυρουδιά του ωριοψημένου χοιρινού, τα κεφτεδάκια της πεθεράς, η γραβιέρα, η δροσιά των σαλατικών, το ζάλισμα της τσικουδιάς και του παλιού κρασιού; Στους μεγάλους αμπελώνες τούτο το πανηγύρι κρατάει μέρες κι εβδομάδες. Στο δικό μας το αμπελάκι, δυο με τρεις μέρες, μα χορταστικές σε εμπειρίες.
ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ φορά που έβαλα -γυμνά και καλοπλυμένα- τα πόδια μου στο πατητήρι, αισθάνθηκα παράξενα: οι ρόγες σπούσαν στις πατούσες μου και με πλημμύριζαν παράξενη αγαλλίαση με τους χυμούς τους· τα γυμνωμένα τσαμπιά με γαργαλούσαν· το πάνω-κάτω των ποδιών μου γρήγορα με κούραζε -όντας αγύμναστος και άπειρος. Ήταν κι εκείνα τα “αμπελομάμουνα” που μας τρέλαιναν με την κατοπινή φαγούρα σε όλο το σώμα… Μα, απ΄τον επόμενο κιόλας χρόνο έμπαινα στο πατητήρι με καλοπλυμένες “γαλότσες”, μακριά πανταλόνια και μακρυμάνικα πουκάμισα!
ΕΠΕΙΤΑ ήλθαν οι φορητές χειροκίνητες (αργότερα ηλεκτροκίνητες) μηχανές σύνθλιψης των τσαμπιών (σπαστήρες), που αφαίρεσαν τη μαγεία του πατήματος. Υπάρχει άραγε ωραιότερος ύμνος στη φθινοπωρινή φύση από τον ήχο του μούστου που κυλάει “μεθυσμένος” από χρώμα, άρωμα και γεύση στο βαρέλι; Άκουγες το τραγούδι του τρύγου, διονυσιακό ή ανακρεόντειο, λες ένας ερωτικός ύμνος στην ομορφιά της ζωής και στην απέχθεια του θανάτου. Όλα σε καλούσαν να απολαύσεις το τώρα, πριν τελειώσουν όλα. Κι όσο ο μούστος έρρεε κελαρυστά στα παλιά δρύινα βαρέλια του πεθερού, τόσο ζούσες εντονότερα την αιώνια μυσταγωγία, με την ιστορία και τη φιλοσοφία του οίνου.
ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΕ το σιγανό βράσιμο του μούστου στο μεγάλο “τσικάλι” με τη στάχτη -την αλουσιά- για πετιμέζι και μουσταλευριά. Και μετά, να το στίβαγμα των στράφυλλων σε βαρέλια, στα ανοίγματα των οποίων βάζαμε μια σανίδα με βαριές πέτρες και σχίνα, ώσπου να’ ρθει η ώρα της απόσταξης της τσικουδιάς. Τίποτε δεν πήγαινε χαμένο από το αμπέλι. Ακόμη και τα τελικά απομεινάρια γίνονταν λίπασμα… Η “τελετουργία του οίνου” συνεχιζόταν για πολύ καιρό ακόμη, πες μήνες, γιατί το θαύμα της ζύμωσης στα βαρέλια και η μετάλλαξη του μούστου σε γλυκόπιοτο μεθυστικό πρώτο κρασί αργούσε. Ακολουθούσε η μετάγγιση. Βάσταγε ο πεθερός το μουστόμετρο (γραδόμετρο) και σαν άλλος ειδικός “γιατρός”, έδινε το Ο.Κ. για την ποιότητα του μούστου, αν χρειαζόταν προσθήκη νερού, παλιάς τσικουδιάς ή κάποιον έλεγχο από χημικό.
“ΟΙΝΟΣ ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου…”, λοιπόν, από τους πανάρχαιους χρόνους (1). Γι αυτό και δεν λείπει από καμιά θρησκεία, κανένα πολιτισμό, καμιά ιατρική. Το κρασί με μέτρο κάνει καλό, η κατάχρησή του βλάπτει. Λένε πως το κόκκινο κρασί έχει μια ιδιότυπη ευεργετική επίδραση στην υγεία. Το λευκό θεωρείται διεγερτικό και διουρητικό, μα το κόκκινο είναι καρδιοτονωτικό. Πολλές επιστημονικές έρευνες έδειξαν ότι, ο αντιοξειδωτικός παράγοντας ρεσβερατρόλη που περιέχεται στον “ερυθρό οίνο” ενεργοποιεί έναν αρχέγονο μηχανισμό των κυττάρων, μέσω του οποίου προφυλάσσεται το γενετικό μας υλικό από τη φθορά! Σύμφωνα δε με άλλη θεωρία που αναφέρεται στο “γαλλικό παράδοξο”, η ρεσβερατρόλη είναι αυτή που ευθύνεται για τα χαμηλά ποσοστά καρδιαγγειακών νοσημάτων στη Γαλλία, αν και η εκεί διατροφή περιέχει υψηλά επίπεδα κεκορεσμένων λιπών! Την ανωτερότητα του κρητικού ρωμέικου κρασιού είχαν παραδεχθεί και Γάλλοι καθηγητές Πανεπιστημίων, επισκέπτες μας στην Κάντανο. Το παλιο καλό κρασί του πεθερού έπαιρνε το χρώμα του κονιάκ και είχε μια μοναδική γεύση. Όσο κι αν έπινες, δεν σε “χτυπούσε” στο κεφάλι. Ε, αυτό ήταν που εκτιμούσαν οι Γάλλοι…
Ο ΤΡΥΓΟΣ, όσα χρόνια κι αν περάσουν, έχει τη δική του πορεία κι απόλαυση: γίνεται φθινόπωρο που ο καιρός γέρνει, οι μέρες μικραινουν, ο χρόνος συγχέεται, συννεφιάζει. Οι ρόγες μεστώνουν, η ζέστη κοπάζει, τα πουλιά φεύγουν, οι θερινοί καρποί τελειώνουν. Μπορεί ο τρύγος να μην έχει τον κόπο της ελιάς ή των καπνών, προσφερει, έχει όμως το δικό του στίγμα: τη μεθυστική “συλλογικότητα”: με μια εικόνα πλούσιας φθινοπωρινής “ευωχίας” ανάκατης με “γουστόζικες” αφηγήσεις κι “αμπελοφιλοσοφίες”!
ΑΥΤΗ την απλή ζωή με το θάμα της ολιγάρκειας, ο Οδ. Ελύτης την κλείνει σε δυο του στίχους:
«Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος./ να ‘ν’ ήμερος να ‘ναι άκακος./ λίγο φαΐ λίγο κρασί./ Χριστούγεννα κι Ανάσταση.» (18/9/20)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1)Η φράση προέρχεται από τον ΡΔ’ ψαλμό (στ. 15) του προφητάνακτα Δαυίδ. Έχει δε ως εξής: “καὶ οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου τοῦ ἱλαρῦναι πρόσωπον ἐν ἐλαίῳ, καὶ ἄρτος καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει.”
* Παραλλαγή αυτών των στίχων έχουμε στις καλοδουλεμένες ανακρεόντειες “Ρίμες Νοσταλγικές” του Μιχ. Γρηγοράκη, (έκδ. τρίτη, Χανιά, 1978, ποίημα η) : “Χώμα, πηλός θα γίνουμε που ο κανατάς θα παίρνει/ μια μέρα ομορφοφτιάνοντας γερό κρασοκανάτι/ που ξέχειλο από κρασί φχαρίστηση θα φέρνει./ Κι αφού λοιπόν μας μέλεται κανάτι να γενούμε/ τούτη τη λίγη μας ζωή ας την πολιοχαρούμε”