Είντα να πω ο μισερός, στη ρίμα μου απόψε,
για κουζουλάδες σκέφτομαι κι αν θέλεις φίλε κόψε.
Προβλήματ’ έχουμε πολλά, μέσα σ’ τσι φαμιλιές μας,
νοσοκομείο είμαστε, χάσαμε τσι λαλιές μας.
Τ’ αδέρφι σου είναι εκιά κι εμένα η κυρά μου
και δεν κατέχω πότε σου, θε νάρθει κι η σειρά μου.
Λίγες ημέρες έμεινε κι η Φωτεινή μου βγήκε,
μα πέρασε πολύς καιρός, που γι αδερφός μπήκε.
Πάντα μου, αισιοδοξώ, όλα καλά θα πάνε,
και με ακμαίο ηθικό, καλλίτερα θε νάναι.
Για τούτο λέγω σου Γιαννιό, βάλε ρακή να πιούμε,
ν’ εκτονωθούμε μια ουλιά, προτού κουζουλαθούμε.
Θαρρώ πως μεγαλώσαμε, τα χρόνια μας πολλά ‘ναι,
μα όλα τα παλεύουμε και τη ρακή μου βάνε.
Σα λείπαν λέγω οι γιατροί και τα νοσοκομεία,
φευγάτοι θα ‘μασταν πολλοί, μ’ εξαίρεση καμία.
Για τούτο έξω ρίξε το, κι όντ’ ο Θεός γουστάρει,
το Χάροντα ας πέψει τον, το …γείτονα να πάρει.
Καλή ζωή να κάνουμε, και λίγες κουζουλάδες,
που είναι πιότερο καλές, από τσι φρονημάδες..
Μ’ απόψε είπες μ’ αδερφέ, τ’ αδέρφι σου πως βγήκε,
στο σπίτι του εγάηρε και θαλπωρή ευρήκε.
Περαστικά ευχόμαστε, μαζί με την κυρά μου,
το πρώτο βήμα γίνηκε, δεν κρύβω τη χαρά μου
Όλα θα πάνε πιο καλά, να αισιοδοξούμε
και με Θεού τη θέληση, αντάμα θα τα πιούμε.
Φιλώ σε κι αγαπώ σε
ο Σφηναριώτης
Περασμένα ξεχασμένα
Φίλε καλέ κι αδερφοχτέ, θαρρώ πως βρήκες πάλι,
το θέμα για την κόντρα μας, στο μήνυμα π’ εστάλη.
Να πούμε για προβλήματα, υγείας που μας τύχαν,
μα αίσια κατάληξη και για τους δυο μας είχαν.
Εσένα η συμβία σου και μένα το ‘ν’ αδέρφι,
κι αν μας κοψοχολιάσανε, δεν πέσαμ’ απ’ τα νέφη.
Κάποιες ημέρες μείνανε, στου πόνου το κρεβάτι,
εις το Νοσοκομείο μας, με γουρλωμένο μάτι.
Ο αδερφός μου πιο πολύ, έμειν’ απ’ την κυρά σου,
όμως εβγήκανε κι οι δυο και ξέχνα τη …σειρά σου.
Δεν θέλω ούτε να σκεφτώ, τέτοια ταλαιπωρία,
ότι μπορεί να μου συμβεί, στου βίου την πορεία.
Μα ν’ αποφύγει δεν μπορεί, κανένας τα γραμμένα,
που του φυλάει η ζωή και είναι δεδομένα.
Και τα καλά και τα κακά, είναι για τους ανθρώπους,
μα σαν είναι περαστικά, ξεχνάς τσ’ υγειάς τσι κόπους.
Η πίστη μας εις τον Θεό, μας δίνει την ελπίδα,
πως θα την ξεπεράσουμε κι αυτή την καταιγίδα.
Και όταν πια με το καλό, πίσω τ’ αφήσουμ’ όλα,
θα πιούμε τα κρασάκια μας κι ας λιώσουμε και σόλα.
Θα ρθούμε με τ’ αδέρφια μου, στο κάτω Σφηναράκι,
και συ με την παρέα σου, στου Βλάτους το κονάκι.
Μα να περάσ’ ο κορωνιός, που ‘χει ταλαιπωρήσει,
ένα πλανήτ’ ολόκληρο κι έχει σημάδ’ αφήσει.
Εννιαχωριανός