Τρίτη, 17 Σεπτεμβρίου, 2024

Αισώπειος λόγος: Ο αητός και η όρνιθα

Περήφανα κοιτούσε από ψηλά τη γη ο χρυσαετός. Σπάθιζε τον αγέρα κα βουτούσε, ανέβαινε ψηλά, πολύ ψηλά, κουκκίδα σκοτεινή στ’ατέλειωτο τ’απείρου.
Kαι πάλι βούταγε κ’ένοιωθε να κυριαρχεί στο σύμπαν καθώς, λεύτερος, δυνατός μα κι αυτοδύναμος, μπορούσε ν’ανεβαίνει και ν’αγναντεύει από ψηλά, πολύ ψηλά την πλάση. Το’νοιωθε να κυριαρχεί στ’αλήθεια, καθώς, τ’άλλα πουλιά παραμερίζανε να μη βρεθούν εμπόδιο στο πέρασμά του, μα και σαν το’βλεπε, πως όλα τ’άλλα πλάσματα καμάρωναν τη λεβεντιά, το πέταγμα, τη δύναμή του. Και σαν επέστρεφε πίσω στη γη δεν καταδέχτηκε ποτέ να κάτσει χαμηλά, εκεί που τ’άλλα τα πουλιά κουρνιάζαν. `Εχτιζε πάντα τη φωλιά ψηλά, σ’απόκρημνες πλαγιές, σε κορυφές νεφελοσκέπαστες, δυσπρόσιτες, που γι’άλλο πλάσμα θα’τανε αποκοτιά τρελή και μόνο η σκέψη να τις πλησιάσει…
…Κάτω στη γη, στα χαμηλά, βρισκόταν το κοτέτσι. Οι ένοικοί του διάφορες κότες κόκκινες, άσπρες, μαύρες, παρδαλές, μα κότες! Ξεχώριζε μια απ’όλες: Ναζιάρα, παρδαλή, κοκέτα όσο επέτρεπε το είδος της, ψηλοπετούσα όσο επέτρεπε η νόηση αν όχι τα φτερά.
Οι άλλες κότες, με εμβέλεια νοητική μικρότερη -ως γνωστόν- από το μπόι τους, έβλεπαν και καμάρωναν την κότα αυτή την παρδαλή, τη στρουμπουλή, την αεράτη. Πες-πες, έγινε αρχηγός εις το κοτέτσι, μιας και ο κόκορας δεν ήθελε αντιθέσεις με το «ωραίο φύλο» στο οφίτσιο…
…Κι έτσι περνούσε ο καιρός, όμορφα, ήσυχα, σε κείνη την κοτίσια γειτονιά. Η ένοικοί της δεν κοίταζαν ψηλότερα από το φράχτη, ποτέ δεν πέταξαν πέρα απ’αυτόν, τους είχε πάρει –βλέπετε- το νου, η παρδαλή η κότα, η βιτσιόζα. Ένα κακάρισμα εκείνης έφτανε για να σταματήσουν όλα στο κοτέτσι και πηγαδάκια στήνανε οι κότες να αναλύσουν και να σχολιάσουν την ηχώ, τον ήχο, τον απόηχο, το μήνυμα. Κι εκείνη, ευτυχής, τα είχε όλα, ακόμη και τις παρα-κότες να την ψειρίζουν, να της ισιώνουνε τα πούπουλα, να της γυαλίζουν το λειρί, ως και τ’ακράνυχα. `Ετσι περνούσε ο καιρός…
…Εκεί ψηλά στα κακοτράχαλα τα μέρη, βρέθηκε ένας θηρευτής μια μέρα. Είδε ψηλά τον αητό να παιχνιδίζει λεύτερος κι αγέρωχος στα ύψη, και τον σκόπευσε. Δεινός σαν σκοπευτής με μάτι που’βλεπε μακριά, τόσο μακριά, όσο κοντόφθαλμος ήταν ο ίδιος. Το βόλι βρήκε το πανώριο το πουλί, του τρύπησε το στήθος πέρα ως πέρα. Κι ο αητός, με τούμπες άχαρες, γοργές, κατέληξε στις πέτρες με γδούπο υπόκωφο, βαρύ… Πλησίασε ο θηρευτής… Το αετίσιο βλέμμα το σκληρό, τ’αγέρωχο, ατένιζε το θύτη, τον διαπερνούσε και χανότανε στα βάθη του απείρου π’αγκάλιαζε τη λεβεντιά σε μια σιωπή θανατερή και παγωμένη…
…Την πρώτη μέρα τον θρηνήσαν τα πουλιά. Τη δεύτερη τη μέρα, στέγνωσε το δάκρυ. Την τρίτη μέρα, ένας στεναγμός θύμιζε το κακό το γεγονός. Την τέταρτη τη μέρα, τον ξεχάσαν. Δεν ήταν μπορετό να γίνει αλλιώς, μιας και της κότας τα τερτίπια τα έσκιαζαν τα πάντα και καθημερινά επίκαιρη βρισκόταν, σ’αντίθεση στο θλιβερό συμβάν του χρυσαετού, που ήδη είχε γίνει παρελθόν. Ο παρα-κότες την ψειρίζανε, οι άλλες κότες αναλύαν το κακάρισμα, τα σχόλια δίναν και παίρναν συνεχώς, κι αν κάποιος τις ρωτούσε για τον αητό, όλες με το κοτίσιο τους το στόμα απαντούσαν: «Ποιος είν’αυτός;»
Στην υστεριά, έμεινε κείνη η κότα η παρδαλή το επίκεντρο στην κοινωνία την κοτίσια και όμορφα κυλούσε ο καιρός, τι θα γινότανε στ’αλήθεια χωρίς κότες!
Κι ο στοχαστής, που θεατής παρέμενε τόσο καιρό στα γεγονότα, κούνησε το κεφάλι αργά, θλιμμένα κι έσπασε τη σιωπή του μουρμουρίζοντας:
«Χαρά σε κείνον που γεννήθηκε αητός,
αλίμονο σ’αυτόν που’γινε κότα,
μα δυστυχής όποιος δεν έμαθε
του Αίσωπου τη γλώσσα να διαβάζει…»…

*O δρ Γιάννης Θ. Πολυράκης
είναι γεωπόνος – συγγραφέας


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα