Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024

Αισώπειος Λόγος: Ο κισσός, οι θάμνοι και οι πόες…

Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα
σε ξέν’ αναστηλώματα δεμένο.
Ας είμ’ ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο
μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.

Γ. Δροσίνης”

 

Στην εξελικτική πορεία των ειδών, η σκέψη και η φαντασία, εργαλεία της νοημοσύνης του Homo sapiens δουλεύουν ασταμάτητα. Η σκέψη η γοργόφτερη στέλνεται στα πίσω, στα εμπρός, από το αχανές του αρχέγονου του χρόνου μέχρι την εσχατιά των ορίων του μέλλοντος και με την αρωγή της φαντασίας γεννά μύθους που εξελίσσονται σε θρύλους, αντλεί ο άνθρωπος διδάγματα από δαύτους, έτσι για να εντοπίζει αιτίες διαλόγου, να αναπτύσσει θεωρίες, να δημιουργεί πρότυπα σε εαυτόν και αλλήλους. Και τούτο για να καλυτερέψει κατά το δυνατόν το εσωτερικό του γίγνεσθαι και να δικαιώνει όσο το μπορεί την υπαρξιακή του αναζήτηση σε μια μονόδρομη πορεία που του’λαχε αθέλητα να ζήσει, συνέπεια στο πρόσωπό του υπαρκτή της σποράς μιας φύτρας σε μια μήτρα σε κάποιο προγενέστερο καιρό… `Ετσι λοιπόν, στο παραγώνι της παραμυθούπολης, «μια φορά κι ένα καιρό» βρέθηκαν να συμβιώνουν αγαστά όσο και σιωπηλά και ανεμπόδιστα κάποια ετερόκλητα από πλευράς βοτανικής συγγένειας φυτικά είδη: `Ενας κισσός, μία αλαδανιά, μία φασκομηλιά, ένα μικρούλι φυτό δίκταμου, ένα φυτό χαμομηλιού κι ενός βασιλικού.

Στο σιωπηλό οικότοπό τους, συχνός επισκέπτης η θυμωμένη τραμουντάνα όπου ανάδευε τα ψηλά κλωνιά του κυπαρισσιού κι έκανε τον κισσό (που ήτανε κουλουριασμένος στο κορμί του) να κολλάει τρομαγμένος στα παΐδια του δέντρου και τρεμούλιαζε στο πέρασμά της τον ταπεινό βασιλικό, το δίκταμο, το χαμομήλι, την αλαδανιά και την ολάνθιστη φασκομηλιά. Μα σαν περνούσε ο θυμός της τραμουντάνας κι ερχόταν ο λεβάντες, ο μαΐστρος ή ο ζέφυρος, ανάσαιναν ανακουφιστικά οι φυτοκάτοικοι κι έβγαιναν από την κρυψώνα τους ο πεταλούδες, οι σπίνοι, τα κοτσύφια κι άλλα γλυκόλαλα πουλιά σε μια τους ενορχηστρωμένη παρουσία που έδινε ζωή στο όμορφο εκείνο τόπο…
.…Κι έτσι περνούσε ο καιρός, όμορφα, αγαστά κι αρμονικά…
…Συχνός σε τούτη τη φυτογειτονιά επισκέπτης, ο άνθρωπος της εποχής. `Εσκυβε πάνω απ’τα ευωδιαστά βλαστάρια της φασκομηλιάς, του δίκταμου και του βασιλικού, έκοβε μερικά κλαδάκια και ρούφαγε αισθαντικά μέχρι τα φυλλοκάρδια την ανασαιμιά τους. Μάζευε και μερικά ανθάκια από το ταπεινό το χαμομήλι κι όλα μαζί τα έπαιρνε μαζί του κι έφευγε. Κάπου-κάπου μάζευε τον ιδρώτα από τα φύλλα και τα βλαστάρια της αλαδανιάς….
Οι φυτοκάτοικοι, σχολίαζαν μεταξύ τους την τακτική ετούτη του ανθρώπου:
– «Τα άνθη μου τα χρησιμοποιούν οι άνθρωποι σαν γιατρικό. `Ετσι μου είπε η σοφή η κουκουβάγια…», σχολίαζε το χαμομήλι με καμάρι.
– «Το ίδιο είπε και σε μας…», απαντούσαν η φασκομηλιά και ο δίκταμος, ο οποίος μάλιστα συμπλήρωνε: «…να φανταστείτε, ότι, έρχονται αγριοκάτσικα χτυπημένα με βέλη από κυνηγούς. Δανείζονται μερικά από τα φυλλαράκια μου και αφού τα φάνε, γιατρεύεται η πληγή τους και πέφτει το βέλος…»…
– «Εμένα από τον ιδρώτα μου, φτιάχνουν γιατρικά οι άνθρωποι…» συμπλήρωνε η αλαδανιά και συνέχιζε: «…καθώς μου είπε μάλιστα η κουκουβάγια, φτιάχνουν απ’τον ιδρώτα μου το λάβδανο, που δε λείπει από το `Αγιο Μύρο, αλλά και το χρησιμοποιούν οι άνθρωποι σαν γιατρικό σε πολλές βαριές αρρώστιες…»…
– «Εμένα τα παιδιά μου, δε λείπουν από κανένα ανθρωπίσιο σπιτικό και από καμιά εκδήλωση του ανθρώπου», συμπλήρωνε ο βασιλικός.
Χαίρονταν οι φυτοκάτοικοι σαν κατέθετε ο καθένας το «μερίδιο» της προσφοράς του.
– «Είναι η χαρά της προσφοράς…το τελειότερο συναίσθημα…», σχολίαζε η σοφή η κουκουβάγια που παρακολουθούσε σιωπηλή το σκηνικό.
Από ψηλά ο κισσός, ασφυκτικά κολλημένος στο πανώριο και ίσιο κορμί ενός πανύψηλου κυπαρισσιού, αγνάντευε τα πάντα από το τελευταίο θεωρείο της κορυφής του δένδρου κι έριχνε κάπου-κάπου υποτιμητικό το βλέμμα του στα κάτω:
– «Τι κάνετε’κει κάτω, ρε…χαμόκλαδα; Και τι είναι τούτα που ακούω συχνά να ψελλίζετε;…», τους πέταξε μια μέρα, σκωπτικά.
`Εστρεψαν στα ψηλά το βλέμμα τα ταπεινά φυτά της προσφοράς κι ένοιωσαν το θάμπωμα από τις εκτυφλωτικές ηλιαχτίδες αλλά και το αίσθημα του ιλίγγου σαν αγνάντευαν στο πελώριο (γι’αυτά) ύψος, το φιδίσιο κορμί του κισσού.
– «Εμείς γείτονα, είμαστε ευχαριστημένοι μ’αυτό που είμαστε και με ότι κάνουμε, εδώ στα χαμηλά…», απάντησε θαρρετά ο βασιλικός και πήρε το λόγο το χαμομήλι: «…μη κοιτάς το μπόι μου, κοίτα τι δίνω…».
– «Εσύ γείτονα, μας περιφρονείς γιατί είμαστε κοντούληδες και μένουμε μια ζωή εδώ στα χαμηλά, ενώ εσύ, ανέβηκες στα ψηλά. Ε, και λοιπόν; Ανέβηκες με την αξία σου; Εκμεταλλεύτηκες ξένες πλάτες και εννοώ την κορμοστασιά και το μπόι του κυπαρισσιού κι έφτασες όπου έφτασες…αλλά πες μας να χαρείς, προσφέρεις τίποτα;» συμπλήρωσε η αλαδανιά.
– «Ανοησίες…», απάντησε ενοχλημένος ο κισσός και ξακολούθησε: «…σημασία έχει ν’ανεβείς…δεν έχει σημασία πώς και με ποιες πλάτες…και να περνάς καλά…αλλά φταίω εγώ, που πιάνω κουβέντα με …χαμόκλαδα…».
– «Εμείς χαμόκλαδα; Αν σε διώξει το κυπαρίσσι, θα σέρνεσαι στη γη σαν φίδι και θα’σαι πιο χαμηλά και από το χαμομήλι…ενώ εμάς, δεν μπορεί να μας πειράξει κανείς, γιατί έχουμε το ανάστημα που πήραμε με την αξιοσύνη μας και μόνο…», συμπλήρωσε θυμωμένη η φασκομηλιά, με το σιγοντάρισμα και του δίκταμου…
Το λόγο πήρε εκείνο το σοφό πουλί, η κουκουβάγια. Στράφηκε στον κισσό και του’πε τραγουδιστά, έτσι για να γίνει πιο πειστική αλλά και δεικτική:

«Δε σε τιμά π’ανέβηκες πολύ ψηλά στη σκάλα
σαν δε τα καταδέχεσαι τα σκαλοπάτια τ’άλλα…».

Θύμωσε ο κισσός…σιώπησε…τούτο το άσχημο πουλί είχε πάντα κάτι να πει την κατάλληλη στιγμή, δεν το’χε φρόνιμο λοιπόν, να τα βάλει μαζί του….
…Πέρασε καιρός….Ήρθε μια μέρα κάποιος περαστικός ξυλοκόπος και με ένα τεράστιο τσεκούρι, άρχισε να κόβει τον κορμό του κυπαρισσιού, το στήριγμα και εφαλτήριο (προς τα πάνω) του κισσού. Μαζί, έκοβε και κάποια απ’τα παΐδια του κισσού, άφησε όμως το κορμί του απείραχτο. Ξάπλωσε καταγής το πανώριο κυπαρίσσι και ο ξυλοκόπος συνέχισε το φθοροποιό έργο του: Το έκοψε σε μικρά κούτσουρα, τα φόρτωσε σε ένα κάρο κι έφυγε…
.…Και ο κισσός; τί έγινε ο κισσός; έμεινε ξαπλωμένος καταγής με το φιδίσιο του κορμί να κείτεται στο χώμα, πιο χαμηλά και από το μικρούλι χαμομήλι.
Γέλασε η φυτοπαρέα με το πάθημα του μεγάλου. Κάτι σχολίασαν μεταξύ τους, μα σιγανά και διακριτικά, μη θίξουν τον ήδη πληγωμένο εγωϊσμό του γείτονα.
Το λόγο όμως πήρε ξανά, εκείνο το σοφό πουλί, η κουκουβάγια. Φτερούγιξε απ’τη φωλιά της απ’την πυκνή τη φυλλωσιά του γερο-πλάτανου και στράλιαξε σιμά στο πεσμένο καταγής κορμί του κισσού, ανίκανο πλέον να ορθωθεί σαν έχασε «τις ξένες πλάτες» και από μόνο του δεν είχε τα ανάκαρα ν’αναντρανίσει ούτε μια σπιθαμή πάνω από το χώμα. Του μίλησε αργά, σοφά και μετρημένα και τέλειωσε ακόμη μ’ένα δίστιχο:
«…Το πιο ψηλότερο σκαλί περιφρονούσε τ’άλλα,
κι ένας διαβάτης πέρασε και γύρισε τη σκάλα…»
Σιώπησε η φυτοπαρέα, σιώπησε και ο κισσός, βυθισμένος ο καθένας στις σκέψεις του…
*O δρ Γιάννης Θ. Πολυράκης
είναι γεωπόνος – συγγραφέας


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα