ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΟΥΡΝΑΡΑΚΗΣ
Με αυτούς τους στίχους ο Γ. Σεφέρης μιλά για την πνευματική εγρήγορση, την ετοιμότητα, που κρατά ξάγρυπνο, νηφάλιο τον άνθρωπο, έτοιμο για να αγωνιστεί, να κοιτάξει τον Ουρανό, να βελτιωθεί, να αγαπήσει τον πλησίον του ως εαυτόν, να δημιουργήσει έναν καλύτερο κόσμο.
Το πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο του πατρός Ιγνατίου διαπραγματεύεται την έννοια της ακηδίας, του νυσταγμού της ψυχής δηλαδή, τη νωθρότητα για κάθε πνευματικό έργο, για κάθε έργο που διακονεί τον συνάνθρωπο και προάγει τις ανθρώπινες σχέσεις. Οι θέσεις του συγγραφέα υποστηρίζονται κυρίως από τον λόγο του Ευαγγελίου και των μεγάλων Νηπτικών Πατέρων (Ισαάκ ο Σύρος, Ιωάννης της Κλίμακος, Ιωάννης ο Κασσιανός, Διάδοχος Φωτικής κ.ά.).
Το ζητούμενο είναι η νήψις της καρδιάς, η προσευχόμενη “καρδία νήφουσα”. Γιατί είναι θλιβερό φαινόμενο στην εποχή μας η έξαρση της ακηδίας, μια πραγματική επιδημία πνευματικής πάρεσης (παράλυσης). Το φαινόμενο γνωστό σε όλους: Να περιφερόμαστε από καρέκλα σε καρέκλα, από ξαπλώστρα σε ξαπλώστρα, από μαγαζί σε μαγαζί, με έναν φραπέ στο χέρι, έτσι, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς στόχο ζωής, χωρίς φροντίδα, χωρίς ουσιαστικό λόγο, χωρίς διάθεση για προσφορά. Σπαρίλα. Αυτή η λέξη, από το λεξιλόγιο των νέων, θα μπορούσε να αποδώσει την έννοια της ακηδίας.
Ακηδία είναι και η αδιαφορία, η αναλγησία, η έλλειψη φροντίδας για τον συνάνθρωπο. Ο,τι οδηγεί στην απομόνωση, στο κλείσιμο στο εγώ, στην κατάθλιψη, στην απόγνωση. Είναι κι αυτός ένας τρόπος ζωής που τείνει να επιβληθεί στις μέρες μας. Ομως είναι πολλοί οι πληγωμένοι, οι βασανισμένοι, οι απελπισμένοι που ζητούν το έλεος του συνανθρώπου τους. Είναι πολλοί οι ξεριζωμένοι από τους πολέμους, οι διωκόμενοι, τα θύματα κάθε μορφής βίας που τείνουν χείρα βοηθείας, που ζητούν λίγο ψωμί, που κάνουν έκκληση στα φιλάνθρωπα αισθήματα, που εκλιπαρούν για την αλληλεγγύη του συνανθρώπου τους. Είναι πολλοί εκείνοι που ζητούν έναν παρηγορητικό, ελπιδοφόρο, παρακλητικό λόγο.
Ο άνθρωπος βρίσκει το πραγματικό νόημα της ύπαρξής του συνυπάρχων, συνεργαζόμενος και συμπάσχων με τους άλλους. Διακονεί στο πρόσωπο του συνανθρώπου του τον ίδιο τον Θεό, γιατί σωτηρία δεν υπάρχει χωρίς αγάπη προς τον πλησίον. Επιλέγουμε από τον λόγο του π. Ιγνατίου: «Υπάρχουμε συνυπάρχοντες και αυτή η συνύπαρξίς μας αφ’ ενός μας εξισώνει και αφ’ ετέρου μας δημιουργεί ευθύνες ως προς τους συναθρώπους μας και ως προς τη φύση”.
Ο άγιος Ανδρέας Κρήτης καλεί την ψυχή σε εγρήγορση, σε μετάνοια, σε αλλαγή του τρόπου ζωής και σκέψης. Ο βίος μας βραχύς. Στον “Μεγάλο Κανόνα” αναφωνεί και προτρέπει: “Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα τι καθεύδεις;”. Κάποιες στιγμές ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την πνευματική του πτώση, τη νύστα της ψυχής, γνωρίζει καλύτερα τον εαυτό του, και φτάνει να πει: “ενύσταξεν η ψυχή μου από ακηδίας, βεβαίωσόν με εν τοις λόγοις σου” (Ψαλμός 118, που ακούγεται και στην Εξόδιο Ακολουθία).
Ο Χριστός είναι ο “Ποιητής των ωραίων ψυχών”, όπως τόσο ποιητικά και σοφά είπε ο μακαριστός Γέροντας Ειρηναίος. Δεν είναι ούτε ηθικολόγος, ούτε ψυχρός νομοθέτης, θα πει εν τέλει ο π. Ιγνάτιος. Αυτό που ζητά από μας είναι η καθαρότητα και η νήψις της καρδιάς και πάνω απ’ όλα η αγάπη προς τον συνάνθρωπο που φτάνει ως την αυτοθυσία.
Το καινούργιο πόνημα του π. Ιγνατίου (εικοστό έκτο στη σειρά) δίδεται ως ευλογία, για τον λόγο τον καλό που περιέχει και ως προσφορά, “αντίδωρο” στον αναγνώστη που θέλει να ακούσει λόγον αληθινό και παρήγορο.