«Παις ων κόσμιος ίσθι, ηβών εγκρατής, μέσος δίκαιος, πρεσβύτης εύλογος, τελευτών άλυπος»
(Ως παιδί να είσαι κόσμιος, ως έφηβος εγκρατής, ως μεσήλικας δίκαιος, ως γέροντας λογικός, πεθαίνοντας να είσαι άλυπος).
Σωσιάδου «Των επτά σοφών υποθήκαι»
(βλέπε: Δημήτρη ΛΥΠΟΥΡΛΗ
«Οι Επτά Σοφοί», σελ. 206. Εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ
Kαιρός πάει κάμποσος από τότε που ο φλογερός ρασοφόρος · ο πασίγνωστος και κοσμαγάπητος π. Ιγνάτιος Χατζηνικολάου (εφεξής Ι.Χ.), μου έστειλε το παραπάνω νέο βιβλίο του και μάλιστα με λίαν τιμητική αφιέρωση. Αρα πρέπει ν’ ανταποδώσω τη χάρη, αλλά πώς; Μα με μία δημόσια περί τούτου μνεία. Επειδή όμως έχουν προηγηθεί πολλές και εξαιρετικές κριτικές, εγώ σπουδάζοντας και παίζοντας (με τις λέξεις), λίγα θα πω πράγματα.
Λοιπόν έχουμε και λέμε:
Ο π. I.X. ασφαλώς με θεόπνευστη προτροπή, ιδέα και σκέψη έγραψε την ακηδία («Πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστί καταβαίνον»). Και στη συγγραφή του αυτή χρησιμοποιεί και εφευρίσκει ένα νεολογισμό, (γλωσσοπλάστης γαρ), τη λέξη ακηδιώτης, όπως φερ’ ειπείν ο πανηγυριώτης (από το πανηγύρι), και ο ταξιδιώτης (από το ταξίδι). Και αυτή η νέα λέξη ακηδιώτης σημαίνει ό,τι και η αρχαία ο,η ακηδής, το ακηδές, δηλαδή ο απεριποίητος, ο μη έχων φροντίδες, αμέριμνος, ατάραχος, αμελής, αδιάφορος.
Η δε λέξη ακηδία (από τα ρήματα ακηδιάω – ακηδιώ και ακηδέω – ακηδώ) σημαίνει την αφροντισιά, τη ραθυμία, τη χαύνωση, την ψυχική αδράνεια κ.λπ.
Η ακηδία θεωρείται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς ως ένας από τους οκτώ (8) πονηρούς λογισμούς.
Η λέξη ακηδία είναι ταυτόσημη με την ομόηχη, αλλά προπαροξύτονη αρχαία λέξη ακήδεια (από το ρήμα κήδω – κήδομαι, που σημαίνει φροντίζω, ενδιαφέρομαι κ.λ.π. Από το ίδιο ρήμα προέρχεται και η λέξη κηδεία , η οποία σημαίνει τη φροντίδα και τη μέριμνα για την ταφή των νεκρών (Για τις λέξεις αυτές βλέπε: α) Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ «ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ» (9 τόμοι), Τόμος Α’ , σελίδες 155β και 156 α. β) I. ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ «ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ», σελίδες 49β’και 524β’.) παρόμοιες λέξεις, όπως ακήδεια – ακηδία, υπάρχουν στην αρχαία Ελληνική, ως π.χ. αμάθεια – αμαθία (βλέπε ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ «ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ», κεφ. 40).
Ο π. Ι.Χ. στο νέο αυτό βιβλίο του, ορθοτομώντας τον λόγο της θείας αλήθειας, επιχειρεί και κατορθώνει να τελέσει την κηδεία της ακηδίας!
Ο π. Ι.Χ. δεν είναι υλιστής και ανέμελος πανηγυριώτης, («…το φάε, πιες και γλέντισε ειν’ η ζωή τα ανθρώπου»), αλλ’ είν’ ένας σοφός και ευφράδης θεολόγος, ένας ιεραποστολικός και παράξενος ταξιδιώτης, που μας διδάσκει πως να τελέσουμε της ακηδίας μας την κηδεία, κήδεται γαρ ημών, ότι ακηδείς ημάς καθορά, (διότι ενδιαφέρεται για εμάς, αφού ακηδιώτες μας βλέπει), («πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη (…) διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετείλαμην υμίν») (Ευαγγέλιο Ματθαίου, κεφ. κη’, 19-20). Και αυτό το ιεραποστολικό έργο κάνει και μάλιστα επιτυχώς ο π. Ι.Χ. με το νέο βιβλίο του.
Το μικρό αυτό, σε σχήμα και λίγες (110) σελίδες, αλλά μεγάλο σε ουσία και πνεύμα βιβλίο διακρίνεται και προέχει για την εμπνευσμένη συγγραφή, το πλούσιο λεξιλόγιο, το σαφές, ποικίλο και γλαφυρό ύφος του, αλλά και για τη σωστή επιχειρηματολογία του, που συγκροτείται και θεμελιώνεται με ρήσεις επιφανών ανδρών, ρασοφόρων και όχι μόνον.
Στο πρόλογο ο π. Ι.Χ. αναφέρεται στα δύσκολα και χαλεπά Χρόνια των σπουδών του. (μακάρι να ήσουν, π. Ι.Χ. μόνος και μοναχός σου, αλλά …), και στη συνέχεια ενημερώνει τον αναγνώστη για το περιεχόμενο του βιβλίου του. Ακολουθούν τα τρία (3) κεφάλαια (έννοια και ορισμός της ακηδίας, το ψυχογράφημα του ακηδιώτη – συμπτώματα και κρούσματα ακηδίας, και στο τρίτο πρόληψις και θεραπεία). Κατόπιν έπεται ο επίλογος, η βιβλιογραφία και το σύντομο βιογραφικό του συγγραφέα.
Το βιβλίο αυτό, αναγκαίο και χρήσιμο, όσο ποτέ άλλοτε, έρχεται να μας απαλλάξει από τη μονοδιάστατη υλική μας χαύνωση («ούκ επ’ άρτω μόνον ζήτεται άνθρωπος…»), ν’ ακυρώσει τον ως ηθικής μωρίας έπαινον και να μας επαναφέρει στο δρόμο της αρετής.
Πάτερ Ιγνάτιε, ευχαριστώντας και συγχαίροντας σε, σου ευχόμαστε υγεία και μακροζωία, για να συνεχίσεις το ιεραποστολικό προφορικό και γραπτό σου λόγο.
*φιλόλογος