Τη δική του ιστορία έχει γράψει από το 1864 -όταν και πρωτολειτούργησε- ο λιθόκτιστος φάρος στην άκρη ενός απόκρημνου βράχου του Ακρωτηρίου Δρέπανο, στο Κόκκινο Χωριό Αποκορώνου.
Οταν η αγριεμένη θάλασσα του χειμώνα χτυπά τα βράχια αλύπητα, εκείνος στέκει εκεί “ακοίμητος φρουρός” βιώνοντας τη μοναξιά που οι άνθρωποι θέλησαν να του χαρίσουν.
O φακός των “Χ.Ν.” επισκέφθηκε τον φάρο του Δρεπάνου -την περασμένη Κυριακή- στο πλαίσιο εκδήλωσης που διοργάνωσε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Κόκκινου Χωριού “Πέτρος και Παύλος” υπό την αιγίδα του Δήμου Αποκορώνου με την ευκαιρία της παγκόσμιας ημέρας των φάρων, που εορτάζεται απ’ το 2003, όταν η Διεθνής Ενωση Φαροφυλάκων καθιέρωσε την ημέρα αυτή με σκοπό την ενημέρωση του κοινού για τη σημασία των φάρων στη ναυσιπλοΐα.
Εκεί συναντήσαμε την εκπαιδευτικό Ειρήνη Καλαϊτζάκη η οποία -αφού περιδιαβήκαμε τον χώρο- μας μίλησε για την ιστορία και τον μύθο που συνοδεύει τον φάρο του Δρεπάνου.
Οπως μας είπε η κα Καλαϊτζάκη «είναι ένας από τους 120 παραδοσιακούς πέτρινους φάρους που έχει η Ελλάδα αυτή τη στιγμή. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έπαψε να λειτουργεί, αφού οι Γερμανοί αφαίρεσαν τα μηχανήματά του. Λειτούργησε ξανά το 1945. Εκείνη την περίοδο έγιναν και οι περισσότερες καταστροφές στο φαρικό σύστημα της Ελλάδας».
Η κα Καλαϊτζάκη μας εξιστόρησε τον μύθο που συνοδεύει τον Κάβο Δρέπανο λέγοντας «τούτος ο φάρος έχει τη δική του ιστορία που χάνεται ανάμεσα στον θρύλο και την πραγματικότητα εκεί που τα όρια ξεθωριάζουν και οι πρωταγωνιστές στοιχειώνουν τόπους και ανθρώπους».
ΤΟ ΚΑΒΟ ΔΡΕΠΑΝΟ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ
«Θα ’ταν κοντά στο 1914 όταν ο Μιντιλάκης αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να αυτοεξοριστεί στον τότε έρημο φάρο του Κάβο Δρέπανο. Και μπορεί η ζωή του να κυλούσε ήρεμα… όμως ένα βράδυ με άγρια θαλασσοταραχή και αέρα που λυσσομανούσε… η μοίρα έπαιξε ένα περίεργο παιχνίδι. Πάνω σ’ έναν βράχο, ανάμεσα σε τσακισμένα ξύλα και σκισμένα πανιά βρήκε μία κοπέλα σε λιπόθυμη κατάσταση με ξεσκισμένα ρούχα. Ηταν η Αϊσέ… μια πανέμορφη Αλγερινή θύμα ναυαγίου. Τη μάζεψε, τη φρόντισε, την περιέθαλψε και όπως συμβαίνει σ’ ανάλογες περιπτώσεις… την έκανε γυναίκα του. Η ευτυχία του Μιντιλάκη έφτανε στην κορύφωσή της, όταν μια μέρα η Αϊσέ του ανακοίνωσε ότι θα γίνει μητέρα. Ομως η μοίρα άλλα είχε γραμμένα. Η κοπέλα λίγο πριν από τη γέννα αρρώστησε και πέθανε. Η αγάπη και ο έρωτας των δύο ερημιτών έσβησαν για πάντα και χάθηκαν μέσα σ’ έναν βράχο σκαμμένο από ανθρώπινο χέρι. Εκεί τους βρήκαν οι ντόπιοι μετά από επίμονη αναζήτηση αγκαλιασμένους. Ο Μιντιλάκης είχε τοποθετήσει μέσα στην τρύπα με προσοχή τη νεκρή αγαπημένη του και δίπλα της βρισκόταν και εκείνος νεκρός με το κυνηγετικό του όπλο αγκαλιά. Μια ιστορία που ακούγεται ακόμα και στις μέρες μας από τα χείλη των ντόπιων».
«Μια ιστορία από εκείνες που περνούν με μεγάλη ευκολία στο ημισφαίριο των θρύλων και προκαλούν πληθώρα συναισθημάτων. Γιατί πάντα οι φάροι… αυτά τα απόμακρα κτίσματα… έκρυβαν μια μαγεία. Ισως το επιβλητικό ανάστημά τους ίσως η απομόνωσή τους σε κάποια απόκρημνη ακτή, ίσως πάλι το τρεμόπαιγμα του λύχνου μέσα στη σιγαλιά της νύχτας. Η μοναχική ζωή των ανθρώπων που ζούσαν πάνω στους φάρους έπαιρνε εύκολα τη μορφή μιας ανθρώπινης ιστορίας… άλλες φορές χαρούμενης και άλλες φορές τραγικής» κατέληξε η κα Καλαϊτζάκη.