«Αν δεν έχει ρότα το καράβι σου πώς θα πολεμήσεις τον καιρό;»
«-Παιδιά κι ίντα ’ν’ η ταραχή στ’ Ακρωτηριού τσι βράχους
και σε πολέμου ετοιμασιές μπαίνουν οι πολεμάρχοι;
– Καινούργια επανάσταση οι Κρητικοί σηκώσαν,
“Ελευθεριά” φωνάζουνε, την Ένωση ζητούνε.
Κι οι Φράγκοι απού τη θάλασσα κι απ’ τη στεριά οι Τούρκοι
χτυπούνε τσ’ Ακρωτηριανούς, τ’ άτρομα παλικάρια».
Mε αυτούς τους στίχους ο λαϊκός ποιητής συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο Ακρωτήρι από τον Ιανουάριο ως τον Μάρτιο του 1897 (στην κρητική επανάσταση του 1897). Ας θυμηθούμε για λίγο εκείνα τα σπουδαία γεγονότα.
Για τη Λευτεριά και τη Σημαία
Βρισκόμαστε στην τελευταία κρητική επανάσταση του 19ου αιώνα. Αναφέρω τις προηγούμενες χρονολογικά: 1821-1830, 1841, 1858, 1866-1869, 1878, 1889, 1896. Οι μεταρρυθμίσεις που είχε παραχωρήσει ο Σουλτάνος με τις προηγούμενες επαναστάσεις, έμεναν ανεφάρμοστες. Οι Μουσουλμάνοι γαιοκτήμονες, για να μη χάνουν τα προνόμιά τους, ξεσηκώνουν τους ομοθρήσκους τους εναντίον των Χριστιανών. Έτσι, στις 24 Ιανουαρίου 1897 προβαίνουν σε βιαιότητες εναντίον των συμπολιτών τους Χριστιανών και καίνε τα καταστήματα της χριστιανικής κοινότητας. Οι Χριστιανοί επαναστάτες δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να ξεσηκωθούν για άλλη μια φορά. Συγκεντρώνονται στο Ακρωτήρι για να αγωνιστούν για την ελευθερία, για μια καλύτερη ζωή, για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Μαζί με τους επαναστάτες συντάσσεται και ένας νέος πολιτικός, ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Κατά ευτυχή συγκυρία η επανάσταση του Ακρωτηρίου γίνεται η αρχή των αγώνων του για να δημιουργήσει μια Πατρίδα ελεύθερη, ισχυρή και προηγμένη. Με το χάρισμα του λόγου, τη γλωσσομάθεια και τους επιδέξιους διπλωματικούς χειρισμούς του αναδεικνύεται από τους συναγωνιστές του ο πολιτικός καθοδηγητής της Επανάστασης. Στις 28 Ιανουαρίου ο Ελευθέριος Βενιζέλος γράφει τη διακήρυξη για την Ένωση και τον σχηματισμό νέας Επαναστατικής Κυβέρνησης. Στη Διοικητική Επιτροπεία του Στρατοπέδου Ακρωτηρίου εκλέγονται οι Βενιζέλος, Σήφακας, Μυλωνογιάννης, Παπαδάκης, Πιστολάκης και Φούμης.
Η Ελλάδα στέλνει στρατό στην Κρήτη για να βοηθήσει τους επαναστάτες. Ο Τιμολέων Βάσος αποβιβάζεται στο Κολυμπάρι. Σημαντικές νίκες πετυχαίνει ο ελληνικός στρατός και ντόπιοι οπλαρχηγοί στον Πύργο των Βουκολιών και στα Λιβάδια Κυδωνίας. Στις 9 Φεβρουαρίου οι επαναστάτες, που βρίσκονται στο Ακρωτήρι, προωθούνται στα Φρούδια και τον Προφήτη Ηλία. Απέναντί τους, από τη θάλασσα έχουν τον στόλο των Μεγάλων Χριστιανικών Δυνάμεων, από τη στεριά τον στρατό των Μουσουλμάνων. Οι ναύαρχοι των Μεγάλων Δυνάμεων διατάζουν τον βομβαρδισμό του Επαναστατικού Στρατοπέδου Ακρωτηρίου με τη δικαιολογία ότι οι επαναστάτες παραβίασαν την ουδέτερη ζώνη.
«Ξάφνου», γράφει ο Παντελής Πρεβελάκης, «ένα κομμάτι σίδερο κόβει το κοντάρι της σημαίας [που είχαν υψώσει οι επαναστάτες]. Πρίχου προλάβουν να συνεφέρουν απ’ το σάστισμα, ο καπετάν Μιχάλης Καλορρίζικος σκεπάζει τον βροντισμό με μια φωνάρα: – Τη σημαία, μωρέ παιδιά! Ένας αητός, Σπύρος Καγιαλεδάκης τ’ όνομα, τινάζεται πρώτος από το ταμπούρι. Αρπάζει με τα δυο του χέρια τις δυο άκρες του σκοινιού, ξεδιπλώνει τη σημαία στον αγέρα, κάνει το κορμί του σημαιόξυλο. Από την “Ύδρα”, το καράβι, που ’χουν τα μάτια τους στραμμένα πάνω στο βράχο, σηκώνεται η βαθιά φωνή που ακούγεται ως σήμερα στο ελληνικό: – Ζήτω η Λευτεριά, ζήτω η Κρήτη! […]».
Η άτεγκτη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων προκαλεί διεθνείς αντιδράσεις. Ο Βενιζέλος συντάσσει εντονότατη διαμαρτυρία προς τους Ναυάρχους δηλώνοντας την αποφασιστικότητα των επαναστατών να αγωνιστούν μέχρι να επιτύχουν την ελευθερία και την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα ή αλλιώς να πεθάνουν. Αρχές Μαρτίου του 1897 οι Μεγάλες Δυνάμεις δια των Ναυάρχων θέτουν την Κρήτη υπό διεθνή κατοχή. Τον επόμενο μήνα, αρχές Απριλίου, ξεσπά ο ατυχής Ελληνοτουρκικός Πόλεμος, που ανέστειλε για λίγο την επαναστατική δραστηριότητα. Οι σφαγές των χριστιανών και δεκαεπτά Βρετανών την 25η Αυγούστου 1898 στο Ηράκλειο επιτάχυναν τις εξελίξεις. Στις αρχές Νοεμβρίου 1898 οι Μεγάλες Δυνάμεις επέβαλαν την αποχώρηση του τουρκικού στρατού από το Νησί. Τον Δεκέμβριο του 1898 ιδρύθηκε η αυτόνομη Κρητική Πολιτεία, που αποτέλεσε το μεταβατικό στάδιο, μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη στιγμή για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Η μεγάλη γενιά, η αντρειωμένη φύτρα της Κρήτης
Τι ήταν τελικά αυτό που οδήγησε τους επαναστάτες στο Ακρωτήρι; Ποια δύναμη τους έσπρωξε να κάνουν αυτή την παράτολμη πράξη, να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους, να έρθουν σε αντίθεση με τον Σουλτάνο και τις Μεγάλες Δυνάμεις; Ήταν η αγάπη για τον τόπο των Πατέρων τους στον οποίο είδαν το φως της ζωής, μεγάλωναν, δημιουργούσαν. Ήταν η βαθιά βιωμένη σχέση με τον Τόπο τους τον οποίο ήθελαν να τον δουν να ξεφεύγει από την ανατολίτικη μιζέρια, τη σκλαβιά, την υπανάπτυξη, την αδικία. Οι επαναστάτες του Ακρωτηρίου ήθελαν να δημιουργήσουν μια πολιτεία με συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες, με ισονομία και δημοκρατία, όπως στα ευνομούμενα κράτη της Ευρώπης.
Τότε λειτουργούσαν ακόμη δεσμοί κοινωνικοί, η συνείδηση ότι ο Κρητικός αγωνίζεται, θυσιάζεται, πεθαίνει για να βελτιώσει όχι μόνο τον εαυτό του αλλά πρωτίστως την κοινωνία στην οποία ζει. Η ζωή του επαναστάτη ήταν μετοχή, συνεργασία, κοινός αγώνας, πόθος αθανασίας πολίτη και όχι ιδιώτη. Γιατί οι μεγάλες αλλαγές στην κοινωνία και στην πατρίδα δεν γίνονται χωρίς την παλλαϊκή συμμετοχή.
Οι Κρητικοί του 1897 είχαν συναίσθηση της καταγωγής τους, βιωματική σχέση με τις ρίζες τους, με το χώμα της πατρίδας τους, τα άθλα των προγόνων τους, την Ιστορία τους. Είχαν συνείδηση ότι και αυτοί είναι ένας από τους κρίκους στη μακρά αλυσίδα του χρόνου, που συνδέει το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον. Γι’ αυτό, και ενώ διαρκούσε η επανάσταση, η Διοικητική Επιτροπεία του Ακρωτηρίου πήρε την απόφαση να χαραχτούν σ’ αυτούς τους βράχους που βλέπουμε γύρω μας εδώ, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Χριστοφόρου (θέση Τράφος, Κορακιές) αλλά και που είναι διάσπαρτοι σε διάφορα σημεία του Ακρωτηρίου, τα ονόματα των σκοτωμένων επαναστατών, για να γνωρίσουν οι μεταγενέστεροι τις θυσίες των προγόνων τους.
Δεν είχε φυσήξει ακόμη στην Κρήτη ο αποπροσανατολιστικός άνεμος της παγκοσμιοποίησης και των συμφερόντων των διεθνών αγορών, ούτε η φιλοπατρία των επαναστατών είχε εκφυλιστεί σε εθνικισμό, σε ένα ιδεολόγημα γεμάτο μισαλλοδοξία και φανατισμό. Δεν είχε ξεκινήσει ακόμη η μεθοδική προσπάθεια να υπονομευθεί η συνείδηση της ιστορικής συνέχειας και να εκλείψει η ιστορική αυτοσυνειδησία.
Οι Κρητικοί επαναστάτες του 19ου αιώνα έβλεπαν καθημερινά με τα μάτια της ψυχής τους την Πατρίδα τους, και αυτή η Πατρίδα γινόταν ο οδηγός του βίου τους, η παρηγοριά τους στις δυσκολίες τους, το κίνητρο των πράξεών τους. Ο Πρεβελάκης στην επική μυθιστορία «Ο Κρητικός» δίνει με εύγλωττο τρόπο αυτόν τον ιερό δεσμό του κρητικού επαναστάτη με την ιδέα της Πατρίδας. Γιατί για τον σκλαβωμένο Κρητικό, εκτός από την γήινη Πατρίδα, υπήρχε και μια άλλη Πατρίδα, ιδανική αυτή, πλούσια και ακατάλυτη, στο υπερουράνιο βασίλειο του πνεύματος. Με αυτή την ιδανική ιδέα της Πατρίδας είναι ερωτευμένος ο Κρητικός επαναστάτης, γι’ αυτήν την Πατρίδα μπορεί να φτάσει ως την αυτοθυσία, αυτήν την Πατρίδα του κόσμου των Ιδεών θέλει να οικοδομήσει και στον επίγειο βίο του. Γράφει ο Πρεβελάκης:
«Όταν σκλαβώνεται η επίγεια Πατρίδα, αυτή ξεδιπλώνει τις σημαίες της, βάνει ψυχή στους σκλαβωμένους, τους ξεσηκώνει, φουσατεύει να λευτερώσει το χώμα και τις πέτρες. Η απάνω Πατρίδα […] είναι η χριστιανική πίστη που ’χουνε τ’ αδέρφια του, η μια γλώσσα, η μια ιστορία, ο ένας τρόπος να στοχάζεσαι και ν’ αγαπάς. Να την αγγίξεις τούτη την πατρίδα δεν μπορείς, μηδέ να τη δεις στα μάτια σου. Μ’ ανίσως μπεις στην εκκλησιά ή στο σκολειό ή στο πανηγύρι του χωριού σου, αν πικραθεί η ψυχή σου ως το θάνατο, αν κτυπήσει η καρδιά σου απ’ αγάπη, αυτή η πατρίδα η ιερή, η αμαγάριστη από τύραννο, ξεσπάει μέσα σου […]
»Στο θάνατό σου, η κάτω Πατρίδα θα σου ’χει έτοιμο το λάκκο να σε αποδεκτεί. Εκεί θα λιώσεις κοντά στους προπατόρους σου. Το χώμα της χωνεύει ανθρώπους, ζωντανά και φύλλα. Η απάνω Πατρίδα, ανίσως έχεις γίνει άξιός της, θα σου ανοίξει τις αγκάλες της. Εκεί σμαριάζουν οι πρόγονοι, οι μνήμες τους η κάθε μια με τ’ όνομα της, ή και δίχως όνομα. Τ’ αντραγαθήματά τους στεριάς – πελάγου, οι πόνοι τους, οι θυσίες τους, τα ολοκαυτώματα.
[…] Η απάνω Πατρίδα που είναι άφαντη, γίνεται φανερή στα τίμια έργα σου, κείνα που ξακολουθούν τον παλιόν αγώνα, που σέβουνται την παρακαταθήκη της φυλής σου. Αν δε σε διαπερνά ο νόμος της, τι αξία έχει η ασύστατη ζωή σου; Αν δεν γενείς συμμερίτης της αθανασίας της, τι ζωή έχει το εφήμερο κορμί σου;».
Η αγάπη για την Πατρίδα ένωσε τους επαναστάτες του Ακρωτηρίου κάτω από έναν κοινό σκοπό. Θα πρέπει να το ξαναπούμε για άλλη μια φορά. Η επανάσταση του Ακρωτηρίου του 1897 είναι η τελευταία ελληνική επανάσταση του 19ου αιώνα. Του αιώνα του εθνισμού, που για όσους αισθάνονταν Έλληνες, αρχίζει με την επανάσταση του 1821. Ο 19ος αιώνας κλείνει με το Ακρωτήρι, με τον αγώνα για απελευθέρωση της Κρήτης από την οθωμανική κυριαρχία και την ένωση με την Ελλάδα.
Ο μακαριστός ιεράρχης Ειρηναίος Γαλανάκης στοχαζόμενος τους αγωνιστές του Ακρωτηρίου γράφει: «Ένας αγνός πατριωτισμός, μια ζωτική πίστη και μια σεμνή παλικαρωσύνη κοσμούσε τα λόγια και τα έργα των αγωνιστών εκείνων. Και όταν με τον καιρό σιγά σιγά στις δεκαετίες 1910-1920 πέθαιναν οι ήρωες αυτοί και τους θάφτανε με τουφεκιές και πένθιμες καμπάνες, η Κρήτη σιότανε ολόκληρη κι αναδακρυώναν τα βουνά της». Και δικαίως ο Γέροντας της Κρήτης αναφωνεί: «Ε Θεέ μου, και τι ν’ απόγινε άραγε εκείνη η Μεγάλη Γενιά, κείνη η αντρειωμένη φύτρα της Κρήτης;».
Έχουμε ανάγκη από ένα νέο Ακρωτήρι, από μια νέα επανάσταση σήμερα; Αν αυτή η επέτειος δεν έχει κάτι να πει στην ψυχή μας, μάταια τα λόγια του ομιλητή. Μάταιες και οι θυσίες εκείνης της «αντρειωμένης φύτρας της Κρήτης». Αν δεν συνεχίσουμε τον αγώνα των Πατέρων μας, αν αποκόψουμε τους δεσμούς με την Ιστορία, τη Γλώσσα, τον Πολιτισμό μας. Αν μόνο αγώνισμα στη μικρή ζωή μας είναι η ατομική μας επιβίωση σε έναν τόπο χωρίς κοινωνική συνοχή και ευημερία, αν ο αγώνας του καθενός από εμάς θα εξαντλείται στην προαγωγή του ιδιωτικού βίου και στην εξυπηρέτηση της μοναδικής αξίας των διεθνών αγορών και της αριστοκρατίας του κεφαλαίου, για ποιο λόγο βρεθήκαμε σήμερα εδώ; Θα επικαλεστώ και πάλι τον Παντελή Πρεβελάκη, ο οποίος πίστευε ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να δώσει καρπούς, αν δεν αγαπήσει την Πατρίδα του, αν δεν ριζώσει στο χώμα του, αν δεν βρει τη μοίρα του. Γι’ αυτό και στο πρώτο μέρος της επικής μυθιστορίας του ο «Κρητικός» δίνει τον τίτλο «Το Δέντρο».
«Πρέπει [ο άνθρωπος], γράφει, να γνωρίσει το νόμο της φυλής του, να σηκωθεί από κει στο νόμο του ανθρώπου. Και πατώντας –τι λέω– ριζώνοντας σα δέντρο στο αρχαίο χώμα, να δώσει τον καρπό του. Αλλιώς είναι κολασμένος, θα παρακυλάει ξυλάρμενος, θα τονε κτυπούν όλοι οι ανέμοι. Αν δεν έχει ρότα το καράβι του, πώς θα πολεμήσει τον καιρό;».
Και σήμερα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογικής επανάστασης, του ψηφιακού μετασχηματισμού, των ποικίλων κοινωνικών και εθνικών προβλημάτων και προκλήσεων, έχουμε μπροστά μας νέους πολυμέτωπους σκληρούς αγώνες, για να διατηρήσουμε την ελευθερία, τις κοινωνικές κατακτήσεις, την εθνική ανεξαρτησία. Ήθελαν οι Προπάτορές μας, οι αγωνιστές του Ακρωτηρίου, να ζήσουν αυτοί και τα παιδιά τους, όλοι εμείς, σε μια πατρίδα ελεύθερη και σε μια καλύτερη κοινωνία. Ας συνεχίσουμε λοιπόν τον αγώνα τους και ας μη φανούμε κατώτεροί τους.
Ομιλία στην εκδήλωση για τον βομβαρδισμό του Επαναστατικού Στρατοπέδου Ακρωτηρίου στις 9 Φεβρουαρίου 2020 στις Κορακιές (Άγιος Χριστοφόρος), που συνδιοργανώθηκε από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», την Περιφερειακή Ενότητα Χανίων, τον Δήμο Χανίων, τη Δημοτική Κοινότητα Κουνουπιδιανών και πολιτιστικούς φορείς του Ακρωτηρίου.