Με μια σφοδρή, προσωπική επίθεση στον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας έκλεισε την ομιλία του στη Κεντρική Επιτροπή του κυβερνώντος κόμματος ο πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, συνδέοντας τον Κυριάκο Μητσοτάκη ευθέως με το σκάνδαλο της Ζήμενς και τη διαπλοκή.
Στο θέμα των τηλεοπτικών αδειών, διαβεβαίωσε πως η όποια απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας θα είναι δεσμευτική για την ελληνική κυβέρνηση, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει, όπως διευκρίνισε, ότι θα πάψει να έχει άποψη. Εξάλλου, το καθεστώς μη αδειοδότησης είναι αντισυνταγματικό, διευκρίνισε. Για να σημειώσει σε υψηλούς τόνους στη συνέχεια ότι, αυτή η μάχη δεν είναι ενός υπουργού, αλλά μιας ολόκληρης παράταξης και ενός λαού.
Παράλληλα, ο πρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος έστειλε αποφασιστικό μήνυμα να μην επιτραπούν χωριστές ή ακόμη και προσωπικές στρατηγικές, ιδίως σε αυτή την τελευταία, όπως είπε, προσπάθεια των αντιπάλων του ΣΥΡΙΖΑ να επιστρέψουν στην εξουσία.
Στο θέμα του χρέους ζήτησε υλοποίηση προηγούμενων αποφάσεων, προειδοποιώντας πως δεν πρέπει η ανάκαμψη να ανακόπτεται από πολιτικές αποφάσεις.
Ο πρωθυπουργός υπογράμμισε τα νέα καθήκοντα της Κεντρικής Επιτροπής που εξελέγη από το Συνέδριο, ειδικότερα δε, «να πάρει στην πλάτη της τον ΣΥΡΙΖΑ» σε μια σειρά από ανοιχτά μέτωπα για το λαό, τη νεολαία, την Αριστερά. Και από την έκβαση των μαχών αυτών, όπως επιχειρηματολόγησε, θα κριθεί η πορεία της χώρας στον 21ο αιώνα, όπως και η πορεία της Αριστεράς. «Η ευθύνη είναι μεγάλη να βγούμε νικητές από τις μάχες αυτές», σημείωσε στο σημείο εκείνο εξάλλου.
Πιάνοντας άλλωστε το νήμα από το 2ο Συνέδριο, ο Αλέξης Τσίπρας τόνισε πως εκείνο έδωσε καθαρές απαντήσεις στα κρίσιμα μεγάλα διλήμματα, πχ. επιβεβαιώνοντας το πολιτικό σχέδιο να δοθεί η μάχη από θέση διακυβέρνησης. Επιπροσθέτως, «το Συνέδριο επιβεβαίωσε να μην υποχωρήσουμε στις πιέσεις του παλιού πολιτικού συστήματος και της οικονομικής ολιγαρχίας», δυνάμεις που επιδιώκουν την παλινόρθωσή τους, συνέχισε.
Στον αντίποδα των δυνάμεων αυτών βρίσκεται το κυβερνητικό σχέδιο για προστασία του δημόσιου συμφέροντος, για επιστροφή στην ανάπτυξη, όχι όμως μόνο με αριθμούς, αλλά δίκαιη ανάπτυξη. Ταυτοχρόνως έθεσε εκ νέου το σχέδιο για καταπολέμηση των αιτιών που οδήγησαν τη χώρα στο χείλος της καταστροφής και μάλιστα μέσα στην επόμενη 5ετία, δηλαδή ως το 2021, σημείωσε με έμφαση ο πρωθυπουργός. Ενώ μεταξύ των προκλήσεων που έχει απέναντί της η κυβέρνηση είναι να μπει το «βαθύ προοδευτικό ίχνος» στις δομές του κράτους και της κοινωνίας.
Αναφερόμενος εξάλλου στη νέα πραγματικότητα, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά το Συνέδριο, αυτή είναι η δημιουργία ενιαίου πολιτικού κέντρου, που «θα δίνει τον τόνο στις μάχες που έχουμε να δώσουμε». Το κέντρο αυτό όμως προϋποθέτει, συμπλήρωσε, ότι θα δοθεί τέλος στις αυτονομήσεις, στην απουσία λογοδοσίας και εν τέλει, «σε αυτήν την κρίσιμη συγκυρία δεν πρέπει να επιτρέψουμε ξεχωριστές ή και προσωπικές ακόμη στρατηγικές».
Υποχρέωση που τίθεται ακόμη πιο επιτακτικά από το γεγονός, όπως εξήγησε, ότι «έχουμε μπει σε πολεμική φάση», καθώς είναι σε εξέλιξη η «τρίτη φάση της λεγόμενης αριστερής παρένθεσης». Με την πρόσθετη επισήμανση, ότι οι αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζουν πως αυτή είναι η τελευταία πράξη, πως αν και τώρα αποτύχουν, η επιχειρούμενη παλινόρθωση τους θα έχει καταρρεύσει. Και στην περίπτωση αυτή, «η Αριστερά θα έχει σταθεροποιηθεί ως μεγάλος πολιτικός πόλος του πολιτικού συστήματος», ως η πολιτική δύναμη που «θα προχωρήσει με το λαό στις μεγάλες δομικές μεταρρυθμίσεις», είπε ο Αλέξης Τσίπρας, με το βλέμμα στο μέλλον. Όμως, «αυτήν την εξέλιξη θέλουν να αποφύγουν πάση θυσία», προειδοποίησε.
Έθεσε παράλληλα το μεγάλο πολιτικό στόχο, «η χώρα να βγει το συντομότερο δυνατόν από το καθεστώς επιτροπείας», επαναλαμβάνοντας πως «τώρα είναι η ώρα για οριστικές προωθητικές αποφάσεις για το χρέος», με την επισήμανση, «εμείς πράξαμε τα δέοντα». Εξάλλου, «αυτός ο λαός, πάνω από όλα, δικαιούται της ρύθμισης για το χρέος», προκειμένου στη συνέχεια να έχει μια σταθερή πορεία προς την ευημερία.
Και πιάνοντας την «κλωστή» από το Eurogroup του περασμένου Μαίου και τις αποφάσεις του που κινούνταν σε θετική κατεύθυνση, τόνισε: «Η δέσμευση πρέπει σύντομα όμως να δώσει τη θέση της στην υλοποίηση και η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας δεν πρέπει να αποκόπτεται από πολιτικές αποφάσεις». Πάντως, ο πρωθυπουργός δήλωσε πεπεισμένος πως «είμαστε σε καλό δρόμο».
«Η Ελλάδα δικαιούται να ενταχθεί στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας», επανέλαβε, προσθέτοντας όμως ότι όσοι αντιτίθενται δεν έχουν καν σοβαρά επιχειρήματα. «Οι όροι για την Ποσοτική Χαλάρωση είναι σαφείς», διεμήνυσε επίσης.
Στο σημείο αυτό θύμισε τη στάση της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη, οι οποίοι όταν ήταν στην κυβέρνηση (σ.σ. με πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά) είχαν τις απόψεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, αλλά και τώρα υιοθετούν τις θέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για πιο βάναυσα μέτρα σε μισθούς, συντάξεις, κοινωνικό κράτος. Αλλά, «ο ελληνικός λαός δεν ξεχνά πώς χειρίστηκαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις την πτώση του ΑΕΠ κατά 25%, την εκτόξευση ανεργίας κ.α.».
Ο πρωθυπουργός επισήμανε: «Ο ελληνικός λαός δεν μπορεί να έχει αυταπάτες τι θα είχε συμβεί αν δεν συνέβαινε η πολιτική αλλαγή του 2015». Εντείνοντας δε, την επίθεση κατά της αξιωματικής αντιπολίτευση, έκανε λόγο για «ομοϊδεάτες του κ. Σόιμπλε», για «ακραίους νεοφιλελεύθερους συνεργάτες του κ. Μητσοτάκη που είναι πιο μπροστά από τις θέσεις των δανειστών».
Στη συνέχεια παρέθεσε το δίπολο, εσωτερική υποτίμηση από τη μια, προστασία της εργασίας και επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων από την άλλη και είπε ότι «με βάση τις αρχές αυτές προσερχόμαστε στη 2η αξιολόγηση» ενώ δεσμεύτηκε χαρακτηρίζοντας «ύψιστη προτεραιότητα» την πάταξη της μαύρης εργασίας.
Αναφερόμενος στην πολιτική μάχη που δίνει η κυβέρνηση με τη διαπλοκή, το καθεστώς των μέσων ενημέρωσης κ.ο.κ., επεσήμανε πως η άλλη πλευρά «αντεπιτίθεται με κάθε μέσο που διαθέτει», στέλνοντας στο σημείο εκείνο της ομιλίας του το πρώτο μήνυμα: «Δεν θα υποχωρήσουμε σε κανένα από τους μεγάλους μας στόχους». ‘Άλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μαθημένος από εχθρικά μέσα ενημέρωσης και «ο βρεγμένος τη βροχή δεν την φοβάται», ανέφερε χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός. Αλλά «αυτοί δεν έχουν μάθει να είναι ίσοι», συμπλήρωσε με αναφορά στα θαλασσοδάνεια. Και, εστιάζοντας στο διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες, σημείωσε με έμφαση πως είναι «μέτωπο για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας», καθότι είναι η πρώτη φορά που μια κυβέρνηση αψήφησε τις πιέσεις στο συγκεκριμένο χώρο.
Απευθυνόμενος μάλιστα, όπως ο ίδιος είπε, όχι μόνο στην Κ.Ε αλλά και στους πολίτες που «δεν έχουν συχνά την ευκαιρία να ακούν την άλλη άποψη», κατήγγειλε ότι απέναντι στην κυβέρνηση δεν είναι μόνο ιδιοκτήτες ΜΜΕ αλλά και η ΝΔ του κ. Μητσοτάκη, ο οποίος από τις πρώτες ημέρες που τέθηκε επικεφαλής του κόμματός του, «άρχισε να ξεπληρώνει τα ?γραμμάτια’ εκλογής του», με το μπλοκάρισμα της διαδικασίας του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και με την απόπειρα μπλοκαρίσματος του διαγωνισμού, αναδεικνύοντας έτσι και το οξύμωρο, όπως είπε, εκείνοι που δεν συνέδραμαν στη συγκρότηση του ΕΣΡ, τώρα να εγκαλούν την κυβέρνηση για αντισυνταγματικές λύσεις χωρίς το ΕΣΡ.
Τους κατηγόρησε επιπλέον, ότι λένε συνειδητά ψέματα όταν ισχυρίζονται πως αποφάσισε ο υπουργός Επικρατείας, αφού αποφάσισε κατά πλειοψηφία η Βουλή των Ελλήνων. Συνεπώς, «το πραγματικό διακύβευμα είναι αν θα αποφασίζει η Βουλή, η εκλεγμένη από τον ελληνικό λαό, κυβέρνηση ή τα οργανωμένα συμφέροντα. Αν η λαϊκή ετυμηγορία θα είναι πάνω από τα συμφέροντα», τα οποία επί 27 χρόνια, συμπλήρωσε, έκαναν «αεροπειρατεία», παίρνοντας τις δημόσιες συχνότητες.
«Η όποια απόφαση του ΣτΕ είναι δεσμευτική για την ελληνική κυβέρνηση», διαβεβαίωσε, και πρόσθεσε ότι «δεν παρεμβαίνει στη δικαστική εξουσία». Αλλά, «αυτό δεν σημαίνει ότι θα σωπάσουμε, αντιθέτως υποχρεωνόμαστε να έχουμε άποψη και να την πούμε».
Στο σημείο αυτό, ο πρωθυπουργός προέβη στην καταγγελία του σχεδίου κατατρομοκράτησης των δικαστών, θυμίζοντας διάφορα γεγονότα: τις δεκάδες δηλώσεις του προέδρου της ΝΔ ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός («αν αυτό δεν είναι προεξόφληση ενός αποτελέσματος, τότε τι είναι;», διερωτήθηκε), επίσης την πίεση, στα όρια του μπούλινγκ, όπως είπε, που ασκούν κυρίως τα κανάλια που δεν πήραν άδεια («αν δεν είναι αυτό προσπάθεια εκφοβισμού, τότε τι είναι;»).
Τελευταίο περιστατικό τα όσα είπε ο βουλευτής της ΝΔ Κ. Τζαβάρας ότι ο δικαστής, η υπόθεση του οποίου πρόσφατα απασχόλησε μέσα ενημέρωσης, εκβιάστηκε επειδή είχε πάρει θέση στο ΣτΕ υπέρ της αντισυνταγματικότητας του νόμου. «Πόθεν το γνωρίζει ο κ. Τζαβάρας;», αναρωτήθηκε ο πρωθυπουργός, αφού η συνεδρίαση είναι κλειστή.
Καταχειροκροτούμενος θύμισε εξάλλου ότι η πρώτη δόση από τις άδειες διοχετεύθηκε σε κοινωνικές δράσεις, ενώ διεμήνυσε στη συνέχεια: «Το καθεστώς μη αδειοδότησης είναι αντισυνταγματικό». Αντιθέτως, ο νόμος που η κυβερνητική πλειοψηφία ψήφισε, εφαρμόζεται και «έχει δικαιωθεί από μεγάλη πλειοψηφία της κοινής γνώμης», με στόχο να σταματήσουν τα ντε φάκτο καθεστώτα.
Στο κλείσιμο της ομιλίας του εξαπέλυσε ακόμη πιο σφοδρή επίθεση κατά του πολιτικού του αντιπάλου: διαβάζοντας, έτσι, αποσπάσματα από την ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη στην πρόσφατη συζήτηση για τη διαπλοκή, αναρωτήθηκε ποιοι είναι εκείνοι οι «δικαστές στην Αθήνα» που αντιτίθενται στην υποτιθέμενη θεσμική εκτροπή.
«Να μας πει ποιοι είναι αυτοί και δεν τους ξέρουμε», είπε και έκανε λόγο για απειλή. Αλλά, «αυτή δεν είναι μια μάχη ενός υπουργού, αλλά μιας ολόκληρης παράταξης και ενός λαού», σημείωσε εν μέσω θερμών χειροκροτημάτων.
Για να κλείσει, τις απειλές αυτές ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να τις απευθύνει στο κόμμα του. ‘Άλλωστε, είπε, την «Αριστερά την απείλησαν πολύ ισχυρότεροι αντίπαλοι, χωρίς να καταφέρουν να την λυγίσουν. Πράγμα που δεν θα καταφέρει βέβαια, “το παιδί της Ζήμενς και της διαπλοκής”».