Υπήρξε μοναδική περίπτωση στον χώρο του ελληνικού θεάματος και των γραμμάτων. Πολυσχιδής, ακούραστος, ανεξάντλητος ιδεών, ο Αλέκος Σακελλάριος κατάφερε να χαρίσει και για την ακρίβεια συνεχίζει να χαρίζει, απλόχερα το γέλιο και τη συγκίνηση και ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες μία νοσταλγία για τη μεταπολεμική Ελλάδα.
Υπήρξε παραγωγικότατος, καθώς εκτός από τις πενήντα ταινίες που σκηνοθέτησε, έγραψε πάνω από 200 θεατρικά έργα, 60 σενάρια, ήταν από τους πολυγραφότερους και σημαντικούς στιχουργούς του ελληνικού τραγουδιού, έκανε και τεράστιες επιτυχίες στην τηλεόραση, ενώ δεν εγκατέλειψε ποτέ την αρχική του ενασχόληση με τη δημοσιογραφία.
Ο Αλέκος Σακελλάριος, εκτός από τις τεράστιες κινηματογραφικές του επιτυχίες, που οι περισσότερες έσπαγαν τα ταμεία – ίσως να ξεπερνά και τον Ντίνο Δημόπουλο – ήταν ένας εξαιρετικός γραφιάς, πιθανότατα καλύτερος από σκηνοθέτης, διατηρώντας απευθείας επαφή με την κοινωνία, χρησιμοποιώντας κάθε έξυπνη κουβέντα που μπορούσε να ακούσει στη δουλειά του, στους δρόμους, στις ταβέρνες, όπου έκλεινε την φορτωμένη μέρα του. Άλλωστε, η μεγαλύτερη του αξία βρίσκεται στο γράψιμο των διαλόγων, δεδομένου ότι η δομή των σεναρίων του πολλές φορές χαρακτηριζόταν από προχειρότητα ή ανεπάρκεια σε κινηματογραφικές γνώσεις. Το σίγουρο είναι ότι ο Σακελλάριος αν ήταν στο Χόλιγουντ θα έκανε καριέρα ως συγγραφέας διαλόγων, με το πηγαίο ταλέντο του στην ατάκα.
Με τη συμπλήρωση 110 χρόνων από τη γέννησή του (7 Νοεμβρίου 1913) είναι μία ευκαιρία να ξεφύγουμε από τις καθιερωμένες άκριτες υμνολογίες και να εμβαθύνουμε στο κινηματογραφικό του έργο, την αξία του, την κοινωνική του ματιά, την περίοδο της καλλιτεχνικής του ακμής, αλλά και των συντηρητικών μηνυμάτων που περιείχαν πολλές απ’ τις ταινίες του, εγκλωβισμένου από το αστικό περιβάλλον που κινούταν και από τη συμβατικότητα της Φίνος Φιλμς.
Από τη Νομική στη δημοσιογραφία
Γεννήθηκε στην Αθήνα κι έζησε τα παιδικά του και νεανικά του χρόνια στον Άγιο Παντελεήμονα, στην Αχαρνών, όταν ακόμη υπήρχαν λαχανόκηποι σε μικρή απόσταση. Σπούδασε στη Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά πολύ γρήγορα θα ασχοληθεί με την πρώτη του αγαπημένη, τη δημοσιογραφία, μπαίνοντας ως μάχιμος ρεπόρτερ στην Καθημερινή, ενώ στη συνέχεια εργάστηκε ως χρονογράφος ή ευθυμογράφος σε αρκετές εφημερίδες, όπως Ελεύθερη Ελλάδα, Ακρόπολις, Μάχη, Ελεύθερος Κόσμος, Ελεύθερος Τύπος κλπ.
«Οι Διόσκουροι»
Το 1935 θα γράψει, κατόπιν παραγγελίας ενός σημαντικού κωμικού του ελαφρού μουσικού θεάτρου, του Πέτρου Κυριακού, το πρώτο του θεατρικό έργο «Ο Βασιλιάς του Χαλβά», με το οποίο θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία και την καθιέρωση. Θα ακολουθήσει η συνεργασία του με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο, συστήνοντας ένα από τα πλέον πετυχημένα συγγραφικά ζευγάρια, τους «Διόσκουρους», όπως τους βάφτισε πετυχημένα ο πανίσχυρος εκείνη την εποχή θεατρικός κριτικός Αχιλλέας Μαμάκης.
Οι Γερμανοί Ξανάρχονται
Στον κινηματογράφο θα μπει, έπειτα από παρότρυνση του Φιλοποιμένα Φίνου, παρότι δεν είχε κάποιες ιδιαίτερες γνώσεις, κάτι όχι ασυνήθιστο για την εποχή, αφού ο ελληνικός κινηματογράφος, αμέσως μετά την απελευθέρωση, ήταν στα σπάργανα, μία μικρή βιοτεχνία ονείρων και καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Η πρώτη του ταινία, «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται», ήρθε το 1948. Η κλασική σήμερα σάτιρα, για τον διχασμό των Ελλήνων, θα είναι μια κωμωδία, με πρωταγωνιστή τον Βασίλη Λογοθετίδη και σε ένα μικρό ρόλο τον Ντίνο Δημόπουλο. Η ταινία, που θα γίνει τεράστια εισπρακτική επιτυχία, θα μιλήσει για την ανάγκη της συμφιλίωσης, αν και από το αστικό πρίσμα (το ΚΚΕ θα διαγράψει τον Μίμη Φωτόπουλο για τη συμμετοχή του στην ταινία), αλλά δεν θα αφήσει ασχολίαστο και το ζήτημα του δοσιλογισμού.
Η χρυσή δεκαετία του ‘50
Τη δεκαετία του ‘50, στην κινηματογραφική του ακμή, θα έχει την τύχη να συνεργαστεί με τον Βασίλη Λογοθετίδη, αλλά και με όλους τους μεγάλους κωμικούς της γενιάς του. Μια εποχή, που ο Σακελλάριος, όπως και αρκετοί συνάδελφοί του, τσαλαβουτούσαν σε κινηματογραφικές σχολές και κυρίως της Ιταλίας (η οποία κυρίευε σχεδόν όλο τον κόσμο, επηρεάζοντας όλους τους σημαντικούς κινηματογραφιστές), αντιγράφοντας θέματα, σκηνοθετικές τεχνικές, ιδέες σεναρίων κλπ, όχι όμως και τους κοινωνικούς προβληματισμούς ή βαθύτερα υπαρξιακά θέματα.
Η συνύπαρξη με τον Λογοθετίδη
Το 1952 θα γυρίσει την κομεντί «Ένα Βότσαλο στη Λίμνη» με τον Λογοθετίδη και την Λιβυκού, συγχωρώντας το ερωτικό στραβοπάτημα ενός αθεράπευτου τσιγκούνη, ενώ τον επόμενο χρόνο θα γυρίσει μία από τις καλύτερες ταινίες του, τη δραματική κομεντί «Δεσποινίς Ετών 39» με τον Λογοθετίδη και τη θαυμάσια Σμάρω Στεφανίδου και με το στενάχωρο φινάλε, να κερδίζει τις εντυπώσεις. Θα συνεχίσει τη συνεργασία του με τον Λογοθετίδη και στις ταινίες «Σάντα Τσικίτα», μία απολαυστική κωμωδία και «Ούτε Γάτα Ούτε Ζημιά», μια κωμωδία παρεξηγήσεων, η οποία πήγε άσχημα στα ταμεία, γιατί η σύζυγος του Λογοθετίδη, Λιβυκού, τολμά να τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα στις ερωτικές του σκανδαλιές, κάτι αδιανόητο για την κοινωνία της εποχής. Με τον Λογοθετίδη θα γυρίσει ακόμη δυο ταινίες, την ανώδυνη αισθηματική κωμωδία «Δελησταύρου και Υιός» και τη δραματική κωμωδία «Ένας Ήρωας με Παντούφλες», με την οποία θα αναδείξει τον ρόλο των κομματικών τρωκτικών στα υπουργικά γραφεία.
Με την «ντριμ τιμ» των πρωταγωνιστών
Την περίοδο 1955-1960 θα γυρίσει, επίσης, τις καλύτερες ίσως ταινίες της μακράς καριέρας του, παραμένοντας κατά βάση πιστός στο είδος της κωμικής ηθογραφίας, καυτηριάζοντας στερεότυπα της εποχής και κουσούρια των Ελλήνων, αλλά πάντα εντός ορίων και ορισμένες φορές ανακυκλώνοντας στερεότυπα για τη θέση της γυναίκας κλπ. Από τον «Θανασάκη τον Πολιτευόμενο», με έναν εξαίσιο Ηλιόπουλο, θα περάσει στη μεγαλύτερη επιτυχία της δεκαετίας, στη θαυμαστή «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο», αξιοποιώντας μοναδικά τους Βασίλη Αυλωνίτη και Μίμη Φωτόπουλο, αλλά και τη μουσική του Χατζιδάκι. Θα ακολουθήσει η περίφημη «Καφετζού», με την Γεωργία Βασιλειάδου, τον Φωτόπουλο και τον Αυλωνίτη, από τις πλέον ολοκληρωμένες δουλειές του παλιού εμπορικού σινεμά, κάτι που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο πολυεργαλείο Ντίνο Κατσουρίδη (φωτογραφία και μοντάζ). Οι επιτυχίες θα συνεχιστούν με την ξεκαρδιστική «Θεία από το Σικάγο» και το υπέροχο πρωταγωνιστικό ντουέτο Βασιλειάδου – Μακρή «να τα σπάνε», κάτι που επανέλαβαν και λίγους μήνες μετά με την εξαίσια κωμωδία «Η Κυρά μας η Μαμή», με την οποία καυτηριάζει τις προλήψεις και τη στενοκεφαλιά της επαρχίας. Το 1959 θα γυρίσει τον «Ηλία του 16ου», με τους ανεπανάληπτους Χατζηχρήστο και Ηλιόπουλο, ενώ στα «Κίτρινα Γάντια», μια κωμωδία με απίστευτες ατάκες, θα απογειώσει την καριέρα του Γκιωνάκη, έχοντας την λαμπρή έμπνευση να του δώσει τον ρόλο του Μπρίλι.
Κάνοντας την Αλίκη «Εθνική Σταρ»
Την ίδια χρονιά, θα έχει και την πρώτη του συνάντηση με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, γυρίζοντας την χαριτωμένη κομεντί «Το Κλωτσοσκούφι», τοποθετώντας δίπλα της τον ζεν πρεμιέ Αλέκο Αλεξανδράκη. Το 1960 θα ξεκινήσει με την απίστευτη επιτυχία της κωμωδίας «Το Ξύλο Βγήκε από τον Παράδεισο», όπου θα σμίξει την Αλίκη με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, αλλά και μια σειρά από καταξιωμένους ηθοποιούς και καρατερίστες. Μια ταινία που θα καταστήσει την Βουγιουκλάκη «Εθνική Σταρ», αν και στη συνέχεια θα συγκρουστούν ουκ ολίγες φορές.
Ο Σακελλάριος θα συνεχίσει να κάνει επιτυχίες και τη δεκαετία του ‘60, αλλά κυρίως στα ταμεία των σινεμά. Σιγά σιγά θα αρχίσει να ξεφτίζουν οι πνευματώδεις ατάκες, να θολώνουν οι ιδέες ή οι σκηνοθετικές επιλογές. Παρόλα αυτά θα γυρίσει ορισμένες αρκετά καλές κωμωδίες, όπως είναι «Αλίμονο στους Νέους», «Η Νύφη Τόσκασε», «Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης», «Θα σε Κάνω Βασίλισσα», «Η Κόρη μου η Σοσιαλίστρια», «Το Δόλωμα» κα.
Ο Μαυρογιαλούρος
Το 1965 θα έχει την τελευταία μεγάλη αναλαμπή του, γυρίζοντας την κλασική κωμική σάτιρα «Υπάρχει και Φιλότιμο», με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, στο ρόλο του Μαυρογιαλούρου, να δίνει τα ρέστα του. Μια ταινία για τους ανάξιους πολιτικούς, που απλώς ζουν τον μύθο τους και τους κομματάρχες, που λυμαίνονται τα κρατικά ταμεία. Η άψογη συνεργασία με τον Κωνσταντάρα θα έχει ως αποτέλεσμα να κάνουν μαζί αρκετές ταινίες μέχρι το ‘70, απ’ τις οποίες ξεχωρίζει εμφανώς «Ο Στρίγγλος που Έγινε Αρνάκι». Όταν θα συναντήσει κινηματογραφικά την Ρένα Βλαχοπούλου, ο εμπορικός κινηματογράφος έχει ήδη μπει για τα καλά στην παρακμή του.
Για πάντα νέος
Χαλκέντερος, θα συνεχίσει να γυρίζει ταινίες μέχρι το 1986, θα προλάβει να γυρίσει και πέντε βιντεοταινίες, ενώ στα διαλείμματα θα γράψει και πολλούς στίχους για δεκάδες τραγούδια, που θα τραγουδήσει όλη η Ελλάδα. Επίσης, θα προλάβει να παντρευτεί και τρεις φορές, κατά σειρά τη Ματούλα Ντάβαρη, την ηθοποιό Νίκη Λινάρδου και την Τίνα Βρετού, ενώ είχε αποκτήσει και δυο κόρες.
Ο Αλέκος Σακελλάριος θα ζήσει μια γεμάτη ζωή, θα μας χαρίσει πολλές και καλές ταινίες, που παρά τις ατέλειές τους ή τα εμφανή ψεγάδια στη σκηνοθετική τους προσέγγιση, θα μας χαρίσουν το γέλιο, που τόσο έχουμε ανάγκη. Θα φύγει από τη ζωή στις 28 Αυγούστου του 1991, σε ηλικία 78 ετών, ζώντας την τρίτη νεότητά του και με το ατέλειωτο κέφι για ζωή που μας κέρασε μέσα από τις ταινίες του.