Σαν παραμύθι. Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, όχι και τόσο μακρινό. Ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Στα δεκάξι μας εγώ και μια φίλη μου, συμμαθήτρια, φτωχάκια τότε. Μα είδαμε πως στη γειτονιά μας υπήρχε μια οικογένεια φτωχότερη από μας. Βλέπαμε τα μικρά παιδάκια με σκισμένα παπουτσάκια και χωρίς κάλτσες ζεστές, χειμώνας καιρός. Δεν τα είδαμε ποτέ να τρώνε σοκολάτες και μπισκότα.
Κοιταχτήκαμε και χωρίς πολλά λόγια ούτε σχόλια, αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι μικρό και αθόρυβα.
Πήραμε μια χαρτόκουτα και βάλαμε μέσα δύο – τρία ρουχαλάκια φορεμένα από μας αλλά όχι φθαρμένα. Δύο – τρία ζευγάρια καλτσάκια με λουλουδάκια. Σοκολάτες, μπισκότα, καραμέλες, ζάχαρη, γάλατα και ζυμαρικά. Και στολίδια χριστουγεννιάτικα, δυο μπαλίτσες, αστεράκια και αγγελάκια. Πήγαμε αθόρυβα, τα αφήσαμε έξω απ’ την πόρτα τους, χτυπήσαμε το κουδούνι και τρέξαμε να κρυφτούμε μη μας δουν και μην ντραπούν.
Παρακολουθούσαμε από μια γωνία στα σκοτεινά. Άνοιξε η μητέρα τους την πόρτα και πήρε το κουτί. Προφανώς το άνοιξε αμέσως. Όταν ακούσαμε γελάκια και χαρούλες απ’ τα παιδιά, φύγαμε και πάλι αθόρυβα. Είχαμε και μια καρτούλα ανάμεσα στα δωράκια που έγραφε: «Είμαστε κι εμείς σαν εσάς, αλλά θέλουμε να μοιραστούμε τη χαρά των Χριστουγέννων».
Καλά Χριστούγεννα και καλύτερη χρονιά με αγάπη.
Όταν είδαμε τα παιδιά να φοράνε τα ρουχαλάκια και τις καλτσούλες και να μοιράζονται και να τρώνε τα μπισκότα με βουλιμία, κοιταχτήκαμε και χαμογελάσαμε χωρίς λόγια. Ήταν τα καλύτερα μας Χριστούγεννα.
Χρόνια μετά η ζωή μας τα επέστρεψε στο πολλαπλάσιο. Το μάθημα που πήραμε και το φυλάξαμε στην καρδιά μας ήταν.
«Η χαρά να μοιράζεται όσο μικρή κι αν είναι».
Υ.Γ.: Καλή χρονιά, πολλές μικρές και μεγάλες χαρές και ξεχωριστές όμορφες στιγμές, με υγεία πάντα.