» Παναγιώτης Βλάχος (εκδόσεις Κέδρος)
Στον όροφο της πρυτανείας ο φύλακας βρήκε την πόρτα του αντιπρύτανη σπασμένη, το γραφείο άνω κάτω και τον ίδιο γερμένο στο τραπέζι με μια σφαίρα στο κεφάλι. Ήταν ήδη νεκρός. Δημήτρης Ιακώβου, καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, ετών εξήντα εφτά.
Η ανακάλυψη του πτώματος σηματοδοτεί την αρχή της αφήγησης στο τελευταίο μυθιστόρημα του Παναγιώτη Βλάχου, Αλλαγή φρουράς, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέδρος. Στο μικρό αυτό απόσπασμα, άλλωστε, βρίσκονται και οι απαραίτητες πληροφορίες για την ειδολογική του ένταξη, που εξ αρχής συνηγορούν πως πρόκειται για ένα campus crime novel, ενώ η ειδικότητα του νεκρού επιτρέπει επίσης στον αναγνώστη να υποθέσει την οργανική θέση της κοινωνικοπολιτικής θεωρίας στην πλοκή. Ο Ιακώβου σπούδασε στο Παρίσι, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας -και ως ένα βαθμό μέτοχος- των γεγονότων του Μάη, τότε που ο κόσμος έμοιαζε να μπορεί να αλλάξει, τότε που οι ιδεολογίες δεν ήταν κενές περιεχομένου, όχι ακόμα τουλάχιστον. Μέλος μιας παρέας που διαμορφώθηκε από τις ιδέες της εποχής και ίδρυσε την Κοινωνία των Μεταφραστών, οργάνωσης που στόχευε στη μετάφραση και διάδοση έργων και ιδεών, πράξης πρωτίστως πολιτικής. Ύστερα ήρθε η δεκαετία του ογδόντα, ο ρεαλισμός άρχισε να χτυπά δυνατά την πόρτα, τα υπόλοιπα είναι λίγο ή πολύ γνωστά.
Ο αστυνόμος που αναλαμβάνει την έρευνα διαθέτει όλα εκείνα τα γνώριμα στοιχεία των λογοτεχνικών συναδέλφων του, δύσκολος χαρακτήρας, όχι ιδιαίτερα αγαπητός στους συναδέλφους του, αιρετικός ως ένα βαθμό στους τρόπους με τους οποίους διεξάγει την έρευνα, συναισθηματικά ευάλωτος παρότι φαινομενικά σκληρός, γνώστης της νύχτας και με ανησυχίες που δεν συνάδουν με το επάγγελμά του, διατεθειμένος να συγκρουστεί χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες, διαθέτει τη δική του ιστορία η οποία δεν θα αργήσει να παίξει ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. Ο Βλάχος του προσφέρει τον ρόλο του πρωτοπρόσωπου αφηγητή και μαζί τη δυνατότητα να κερδίσει τη συμπάθεια του αναγνώστη σ’ ένα μυθιστόρημα το οποίο παρουσιάζει αρκετές αφηγηματικές εναλλαγές, καθώς δεν λείπει ο παντογνώστης αφηγητής, που σε τρίτο πρόσωπο έρχεται να καλύψει τα κενά της ιστορίας, ενώ στην πορεία της αφήγησης παρεμβάλλονται επιστολές και μανιφέστα. Είναι αυτός ο τρόπος αφήγησης που επιλέγει ο συγγραφέας ώστε να στηρίξει αυτό το πολυσέλιδο μυθιστόρημα, ένα εύρημα λειτουργικό το οποίο εξυπηρετεί τόσο την προώθηση της πλοκής όσο και τη συνοχή του μυθιστορήματος, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει μια πολυπρισματική θεώρηση της ιστορίας. Επιθυμώντας να δώσει ρόλο αφηγητή στον αστυνόμο του, με τον οποίο ο αναγνώστης πορεύεται παρέα προς την τελική λύση, ο Βλάχος ορθώς διέκρινε τον κίνδυνο της μονομέρειας, τον κίνδυνο δηλαδή η ιστορία να αποκαλύψει μόνο εκείνα που η έρευνα θα έφερνε στο φως, αφήνοντας εκτός όλα εκείνα που οι εμπλεκόμενοι δεν θα μαρτυρούσαν ποτέ σε έναν μπάτσο.
Το παρελθόν, αναπόφευκτα, διεισδύει διαρκώς στο παρόν, στις αναλήψεις σε αυτό βρίσκονται -αν βρίσκονται και εκεί δηλαδή- οι σημερινές απαντήσεις, εκείνες που -μεταξύ άλλων- οδήγησαν στην ανακάλυψη του νεκρού καθηγητή. Δεν είναι εύκολο για κάποιον τρίτο, είτε αυτός είναι ο αστυνόμος που αναζητά στοιχεία, είτε ο αναγνώστης που διαβάζει τώρα το μυθιστόρημα, να κατανοήσει τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της Κοινωνίας των Μεταφραστών, ακόμα δυσκολότερο είναι να νιώσει εγγύτητα με τα όνειρα και τις φιλοδοξίες τους, να μην τους θεωρήσει ελιτιστές, ουτοπιστές, αποτυχημένους, συμβιβασμένους με την πραγματικότητα εν τέλει. Ο Βλάχος εδώ τα καταφέρνει περίφημα, ποντάροντας κυρίως στην ατμόσφαιρα που διαπνέει το μυθιστόρημα από άκρη σε άκρη. Δεν επιχειρεί στιγμή να δικαιολογήσει τα έργα και τις μέρες των ηρώων του, να ωραιοποιήσει γεγονότα και καταστάσεις, εκείνο που επιχειρεί είναι η κατανόηση, η ύπαρξη μιας διαφορετικής, συχνά έκκεντρης και γεμάτης καχυποψίας, διαδρομής, η ανάδειξη των αντιφάσεων με τις οποίες είναι γεμάτη η ζωή.
Η αστυνομική πλοκή εδώ αποτελεί το πρόσχημα, η κατασκευή και η λύση της δεν αποτελούν την κύρια φιλοδοξία του συγγραφέα, παρότι το μυθιστόρημα είναι αρκετά φιλόδοξο, και αυτό είναι που τοποθετεί τον πήχη αρκετά ψηλά. Η διακειμενικότητα παίζει εδώ πρωταρχικό ρόλο, οι αναφορές στη λογοτεχνία, την ποίηση, τον κινηματογράφο, τη φιλοσοφία, την ψυχολογία, την πολιτική οικονομία και την υπόγεια κουλτούρα είναι συνεχείς. Ο Βλάχος χειρίζεται με άνεση το υλικό αυτό, πετυχαίνοντας να το εντάξει ομαλά στη βασική πλοκή, φανερώνοντας ένα μεγάλο εύρος ενδιαφερόντων, που δεν περιορίζεται στη γοητεία που εκπέμπει. Εκτός των ενδιαφερόντων αυτών, ο συγγραφέας καταφέρνει να κινηθεί επίσης με χαρακτηριστική άνεση σε διάφορους χώρους, είτε πρόκειται για το Παρίσι, είτε για τα Εξάρχεια, είτε για το πανεπιστήμιο και τις συνελεύσεις, του τότε και του σήμερα. Χτίζει τους χαρακτήρες του αργά και σταδιακά, χαρακτήρες πειστικοί αν και δεν τους λείπουν διάφορα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά, και που ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι δύο γυναικείοι, εκείνοι της Μιράντας και της Γιόλας, που διαθέτουν κάτι το απόκοσμα γοητευτικό, μια εξανθρωπισμένη εκδοχή της μοιραίας γυναίκας και της μούσας. Στα μέλη της Κοινωνίας των Μεταφραστών βρίσκει κανείς, αν τη χρειαστεί, και την απάντηση σχετικά με το μέγεθός του βιβλίου, για το αν υπάρχουν περιττά μέρη τα οποία θα έπρεπε πιθανώς να αφαιρεθούν. Και αφήνω την παρατήρηση αυτή να αιωρείται για να απαντηθεί από τον ίδιο τον αναγνώστη.
Ο Βλάχος συνθέτει μια ιστορία για ουτοπίες που προσκρούουν στον τοίχο της πραγματικότητας, για το τίμημα που η σύγκρουση φέρει, για κάποιους που είναι αποφασισμένοι να φτάσουν μέχρι το τέλος με τις ιδέες τους, για τη θεωρία και την ιδεολογία που δεν είναι συμβατές με τον κόσμο τριγύρω, για την απόπειρα το σύστημα να αλλάξει από μέσα, για τον ρόλο που η εκπαίδευση θα έπρεπε να έχει, για τη ζωή ως την τέχνη των πολλών δυνατοτήτων σε μια ολοένα και πιο μονοσήμαντη εποχή. Διαβάζοντας την Αλλαγή φρουράς μου ήρθαν στον νου, για διαφορετικούς λόγους το καθένα, τέσσερα σημαντικά βιβλία της ελληνικής λογοτεχνίας: οι Έξι νύχτες στην Ακρόπολη του Γιώργου Σεφέρη, Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα του Θανάση Τριαρίδη, Οι τυφλοί του Νίκου Μάντη, και η Καινούργια μέρα του Νίκου Χρυσού. Η Αλλαγή φρουράς διαβάζεται απνευστί, όμως αυτό από μόνο του δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει το μυθιστόρημα αυτό, που πετυχαίνει να υπερβεί κατά πολύ τους περιορισμούς της αστυνομικής λογοτεχνίας, είδος στο οποίο, με μια πρώτη -βιαστική- ματιά, θα το κατέτασσε κανείς.