Κοιτάζω τις κορυφές των βουνών με χιόνια και χωρίς χιόνια. Κοιτάζω τις ψηλές κορφές των δέντρων. Κοιτάζω τις κορυφές των πολυκατοικιών και τους ουρανοξύστες. Κοιτάζω τα πουλιά που ψηλά πετούν. Κοιτάζω τα αεροπλάνα που σκίζουν τους αιθέρες.
Δεν είναι μόνο το τέρμα του ορίζοντα, που νομίζεις ότι είναι το τέρμα του κόσμου. Υπάρχει και η κορυφή. Πάντα υπάρχει και το ψηλότερο. Το τελευταίο σκαλοπάτι πάνω από τη γη και ακολουθεί το άπειρο.
Ο κόσμος της γης βρίσκεται πιο κάτω. Εδώ είναι το τέρμα της. Ολοι οι ήχοι και οι απόηχοι της ζωής έχουν σβήσει όπως-όπως ο θόρυβος του αεροπλάνου που ταξιδεύει στα ψηλά και που το περιμένει κάποιο τέρμα. Κάποιος προορισμός. Έτσι όπως είναι η ζωή και ο προορισμός του ανθρώπου.
Εδώ, στη γη είναι ο τόπος της σιωπής, του δέους και του μεγαλείου. Λίγο πιο πέρα απλώνεται ο χώρος του απείρου. Το αχανές διάστημα. Το μυστηριώδες σύμπαν. Για το αιώνιο, το άπειρο πλαστήκαμε. Δεν είναι η μόνη μας κατοικία η γη: «ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει, εξ ου και Σωτήρα απεκδεχόμεθα Κύριον Ιησούν Χριστόν, ος μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού» (Φιλιππ. 3, 20-21). Γι’ αυτό, ο ίδιος ο απόστολος Παύλος, θα γράψει «Τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης» (Κολασ. 3,2). Δηλαδή, με άλλα λόγια, να σκεπτόμαστε, και να ετοιμαζόμαστε, το πάνω από τη γη, από τα επίγεια, από τα εφήμερα, από «όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον». Να σκεφτόμαστε μια άλλη κορυφή, την κορυφή της Αιωνιότητος. Αυτή πρέπει να είναι η έλξις μας. Προς τα εκεί τα μάτια, τα μάτια μας και η καρδιά μας: «Ανω σχώμεν τας καρδίας».
Εκείνο, αλήθεια, που πρώτα – πρώτα πρέπει να μας συνεπαίρνει, είναι το μεγαλείο και η γοητεία της Αιωνιότητος. Η Αιωνιότης, όπως την περιέγραψε ο Κύριος, είναι βασίλειο αγάπης και δικαιοσύνης. Είναι πανηγύρι αφθάρτου χαράς. Είναι πόλις ασβέστου φωτός. Είναι αιώνιο δείπνο ευτυχίας. Είναι ευφρόσυνος γάμος. Δεν μοιάζει με τις ανθρώπινες “κορυφές”: Θρόνοι, εξουσίες και φθαρτά, και φθείροντα, αξιώματα. Πλούτη και ομορφιές και σκωληκόβρωτα σωματικά κάλλη.
Προσωρινές “κορυφές”, που καταρρέουν σαν χάρτινοι πύργοι, και μετά ποιος σε ξέρει: «πάντα σκιάς ασθενέστερα». Και μετά μόνος, έρημος, άγνωστος χωρίς θαυμαστές και θυμιάζοντες!
Χαμένος μέσα στα αζήτητα. Ο χριστιανός δεν είναι για τέτοιες χάρτινες κορυφές. Δεν τον απασχολούν «όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον».
Η άλλη κορυφή: Για κατά κει η καρδιά μας. Στα μάτια μας καθρεπτίζεται η άλλη κορυφή.
Και, μαζί με τον Δαβίδ, λέμε: «Πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού;», (Ψαλμ. 41, 2).
Ωστόσο, για να κατακτηθεί αυτή η Κορυφή χρειάζεται καθημερινή άσκησις, «καρδία νήφουσα». Μίμησις Χριστού και Αγίων. Κι ας γλιστράμε καμιά φορά. Πάλι όρθιοι, συνέχεια στην ανάβαση.
Γράφοντας αυτά θυμάμαι τα λόγια του ιερού Αυγουστίνου: «Καιγόμαστε και ανεβαίνομε! Ανεβαίνουμε την σκάλα της καρδιάς και τραγουδάμε τις “Ωδές των Αναβαθμών”. Η φωτιά Σου, η ευεργετική Σου φλόγα μας φλογίζει και ανεβαίνουμε… Ανεβαίνουμε προς την Ειρήνη της άνω Ιερουσαλήμ».
Και κάποτε θα έλθει η ευλογημένη στιγμή. Επειτα από το τελευταίο βήμα θα είμαστε στην Κορυφή. Θα έχει πια ξημερώσει η Αυγή της Καινούργιας Ημέρας.
Θα ήθελα να τελείωνα με την ευχή του Μ. Βασιλείου:
«Δώρισαι ημίν (ο Χριστός)… Ινα έτοιμοι εις την χαράν και εις τον θείον Νυμφώνα της δόξης αυτού συνεισέλθωμεν, ένθα ο, των εορταζόντων ήχος ο ακατάπαυστος και η ανέκφραστος ηδονή των καθαρόντων του Σου προσώπου το κάλλον το άρρητον…»
Στη γενική κατρακύλα που περνάμε μόνο το κοίταγμα και το συνεχές ανέβασμα προς την Αγία Κορυφή θα μας σώσει. Ανέβασμα, λοιπόν, χωρίς καμία δικαιολογία και αναβολή.
*θεολόγος – τ. Λυκειάρχης