Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο. Θάλασσας του πρωιού κι ανέφελου ουρανού λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη· όλα ωραία και μεγάλα φωτισμένα. Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά (τα είδ’ αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)· κι όχι κ’ εδώ τες φαντασίες μου, τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής. Θάλασσα του πρωιού, Κ. Καβάφης (1)
ΣΑΜΙΟΥ ΠΑΛΕΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΗ
Εδώ ας σταθώ, κι ας γελαστώ πως τα βλέπω αυτά. Τα ειδ’ αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα, μα και άλλη φορά μια φορά ακόμα… πέντε, έξι, άραγε γιατί; Δε μου συνέβη ποτέ αυτό άλλη φορά στη Δημοτική Πινακοθήκη σε οποιαδήποτε έκθεση (2) Λαμπρά μαβιά, μπλε του λουλακιού, της γείτονος του Παρισιού κομπάλντ, ολίγον της ξωτικής Ινδίας μπλου, μα και βόρειας Πρωσίας, δίπλα στο υποκίτρινο φεγγάρι… αντιφεγγίζει στην κίτρινη όχθη του οχλησμένου κίτρινου πήγασου και η σάρκα ζεστό πρωτοπερασμένο μπεζ, αχνιστές πορτοκαλώδεις πινελιές, έπειτα καρπούζια με καδμιριστά κόκκινα περιγραμμένα με ανάμειχτη καρμίνα που κλέβει από τη ματζέντα και το πράσινο βαθύ, που σπρώχνει τα καφέ-μαύρα κάθε λογής με το διάφανο λαζουρένιο μωβ περιτύλιγμα στην κόλαση της ηδονής. Ή μήπως είναι η φαντασία μου που κάνει προβολή σε αγαπημένα μου ινδάλματα μέσα από τις αναμνήσεις μου σε περιγραφές, βιβλία και μουσεία. Τιτσιάνο, Ελ Γκρέκο, Ενγκρ, Μοντιλιάνι, Πικάσσο, ποιος σας έδωσε το δικαίωμα επίσημα προσκεκλημένοι σε ένα ανασυνθεμένο καμβά να συνυπάρχετε, με γνωστούς συμβολοποιημένους ερωτιδείς, παλαιολιθικά ειδώλια, μα και Κυκλαδίτικα επίσης, λαχταριστές αγαλματένιες Αφροδίτες, δράκους και να συνομιλείτε ακόμα και με απόντες – παρόντες τους Ντελβώ, Μαγκρίτ, Σεζάν, Μοράντι (3) Γουόρχολ… Σκόπα, Πραξιτέλη. Μάλιστα αυτός να έχει το αφηγηματικό, το εικονογραφικό και εν τέλει το ζωγραφικό ερωτικό θράσος να βάζει μπροστά από όλα αυτά, καβαλέτα, με μισοτελειωμένα έργα, καρέκλες, τραπέζια, στρεβλωμένα ή μη, φρουτιέρες (4), κασετίνες νεροχρωμάτων, κιθάρες, φλιτζάνια, φωτεινά κοχύλια, μουντούς καθρέπτες, ποδήλατα, τσάντες και βιωματικά παπούτσια, γόβες γυναικείες (5), λεζάντες αγάπης και ονειρώξεις χωρίς όνειρα. Ποιος είναι αυτός ο μάγος που δηλώνει δάσκαλος και το δείχνει χωρίς διδακτισμούς άμεσα, επαναληπτικά, εκλεκτά χωρίς να ταχτοποιεί τον εαυτό του εκλεκτικιστικά, ενώ είναι ο κορυφαίος Έλληνας Εκλεκτικιστής. Και τι κρύβει το όνομά του
ΠΑΥΛΟΣ ΣΑΜΙΟΣ,
ώστε να δημιουργεί ανάκατες αισθητικές επι- και από- δράσεις στη θέαση των έργων του ως ιστορίες 80+1 που επιτάσσουν για να τα δεις
ΩΡΑΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΑ ΦΩΤΙΣΜΕΝΑ όπως λέει ο Καβάφης γνώση-δεκτική ευαισθησία. Χαλαρή ματιά… χωρίς ταμπού και προκαταλήψεις και το κυριότερο ΑΓΑΠΗ από και πού;!
ΜΠΛΕ ΚΙΘΑΡΑ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ
Είμαι καθισμένος στον πρώτο όροφο της Πινακοθήκης και βλέπω το πεντάλεπτο βίντεο του Παύλου Σάμιου για τη ζωή του, την οικογένειά του, τη ζωγραφική του. «Εχω ένα παιδί (την Πανδώρα)· αυτή η ευθύνη, σιγουρεύει το σχέδιο, δίνει άλλη πάστα στα χρώματα, σου δίνει μια ενέργεια με το τίποτα. Η ησυχία του δρόμου, ο ήλιος που μπαίνει μέσα από νωρίς, με κράτησαν εδώ και το ζω και το ευχαριστιέμαι. Γνώρισα τη Μαρία, μεγαλώνω μέσα στη ζωγραφική μου». Επιλέγω από το τελευταίο βιβλίο του Τζων Μπάνβιλ, «η Μπλε κιθάρα» (έναν ύμνο για την αγάπη και τη ζωγραφική) «διακρίνω κάτι από κείνην σε διαφόρους πίνακές μου -όχι κάποια μορφή που να της μοιάζει, όχι, αλλά κάποιον, πώς να το εξηγήσω, έναν ιδιαίτερο απόηχο απαλότητας στον τόνο, μια τρυφεράδα στο χρώμα ή στη φόρμα η απλώς στην κλίση μιας γραμμής. Ή και σε μια προοπτική που σβήνει στον ορίζοντα. Τι λιγοστά ίχνη αφήνουν πίσω τους αυτοί που χάσαμε, ένας στεναγμός στον αέρα και την επόμενη στιγμή έχουν χαθεί. Πώς με έβλεπε άραγε ο πατέρας μου, τι ένιωθε για μένα, το στερνοπαίδι του; Αγάπη; Να την πάλι η δύσκολη αυτή λέξη». Και αν η λέξη αγάπη είναι δύσκολη από την αυτοαναφορική διάσταση αισθήματος στην εξωγενή πραγμάτωσή της, φαντάζομαι πόσο δυσκολότερη είναι η έννοια της αυθεντικότητας, ξαναγυρνώ στην «μπλε κιθάρα» «…να περνούσαν δηλαδή για αληθινές -εννοώ υποθέτω; Αυθεντικές. Αυθεντικός: άλλη μια λέξη που πάντα με προβληματίζει. Το αξιοπερίεργο σε αυτή τη στρατηγική επινόηση νέων εαυτών ήταν πως τα αποτελέσματα δεν φάνταζαν και τόσο διαφορετικά από την παλιά μου κατάσταση, τότε που ήμουν ακόμα ζωγράφος και δεν έθετα υπό αμφισβήτηση ή δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι αμφισβητώ τη γνησιότητά μου. Το να είμαι εγώ, είναι σκέτο μπέρδεμα…». Λέει ο Σάμιος «ζωγραφική, είναι ο διάλογος με τον εαυτό σου, αφήνει ένα σημάδι πάνω σε ένα έργο, αλλά εσύ είσαι…» τι είσαι, αυθεντικός, γνήσιος, έχεις επίγνωση των δημιουργικών κραδασμών σου, την αλληλοεπίδραση των άλλων με το έργο σου; Έχεις συστολές, είσαι απελευθερωμένος, σε τι προσβλέπεις;
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑ – ΤΕΧΝΗ
Γράφει ο Οσκαρ Ουάιλντ (6) «η ζωή μας αναγκάζει να καταβάλουμε ένα πολύ υψηλό αντίτιμο για την πραμάτεια της και να αγοράζουμε το ευτελέστερο μυστικό της σε υπέρογκη τιμή» αυτή η τιμή, το τίμημα είναι η αναγκαία κατάθεση της υποκειμενικότητάς μας, να φιλτράρει ένα απίστευτα αντιφατικό, σίγουρα πλουραλιστικό υπόβαθρο γνώσεων, πληροφοριών, βιωμάτων που υποτίθεται ότι είναι χρήσιμο για την ίδια τη ζωή «ο σίγουρος τρόπος να μη μάθεις τίποτε για τη ζωή είναι να προσπαθείς να φανείς χρήσιμος» συμπληρώνει ο Ουάιλντ, μα τότε, τι αντίκρισμα έχει ο αγώνας για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της, θα αναρωτιώνταν ένας δάσκαλος σαν τον Π. Σάμιο, την απάντηση σε παράθεση τεκμηριωμένη, στο συγκλονιστικό βιβλίο δοκίμιο του Νούτσιο Ορντινε «η χρησιμότητα του αχρήστου», όπου άχρηστο, βλέπε: λογοτεχνία, εικαστικές Τέχνες, μουσική, θέατρο κ.λπ., αποτελούν με την αφιλοκερδή φύση τους που είναι αντιπρακτική, μιαν «άχρηστη» διαδικασία ζωής. Όμως αυτή η διαπίστωση, είναι τόσο υποκειμενική, όσο ότι ο ουρανός είναι γαλανός. Στο συγκλονιστικό φιλοσοφικό πόνημά του «τι είναι υποκειμενικότητα» ο Ζαν Πωλ Σαρτρ (7) μεταξύ άλλων λέει: «για να επιστρέψουμε στις πλέον ασαφείς, πλην όμως γνωστές λέξεις: ζούμε – υποκειμενικότητα, σημαίνει να ζεις το είναι σου, να ζεις αυτό που είσαι και αυτό που είσαι μέσα στην κοινωνία, διότι δεν γνωρίζουμε άλλη κατάσταση του ανθρώπου, αυτός είναι ένα κοινωνικό ον, ένα κοινωνικό ον που, ταυτόχρονα ζει ολόκληρη την κοινωνία από τη δική του σκοπιά». Υποκειμενικότητα δε σημαίνει αυθαίρετη προσέγγιση της υποκειμενικής θεώρησης της πραγματικότητας η οποία -και στη ζωγραφική- ως κριτική θεώρηση όπως λέει ο Φρόυντ (8): «Η επιστημονική εργασία είναι όμως ο μοναδικός δρόμος που μπορεί να μας οδηγήσει στη γνώση της πέραν ημών πραγματικότητας. Κι είναι εξίσου αυταπάτη το να προσδοκά κάποιος οτιδήποτε από τη διαίσθηση και τη βύθιση στον εαυτό του…». Η πραγματική ταύτιση εγκυμονεί κινδύνους εάν δογματοποιηθεί επαναληπτικά, γίνει μανιέρα. Η λέξη ταυτόχρονα, εμπεριέχει σύμπλευση διαφορετικών επί μέρους ταυτίσεων, ένα παράδειγμα. Λέει ο Π. Σάμιος «είμαι πάντα επηρεασμένος από αυτές τις ατμόσφαιρες, τα καφενεία, ένας ναός ακόμα με ανθρώπους που δεν ξέρω, όμως μπορεί να πεις κάτι». Και ζωγραφίζει -συμπεριλαμβάνοντας στοιχεία από τα καφενεία στο Παρίσι, στην Αθήνα. Παρόμοια μιλάει και ο Μανώλης Αναγνωστάκης και γράφει σε ένα του ποίημα (9) στίχους όπως, Αφήσαμε, νέα παιδιά, στο καφενείο η «Ωραία Σελήνη» τα κατακάθια του καφέ… Το βράδυ θα παίξεις τρεις παρτίδες τάβλι για τρία γλυκά ή υποβρύχια… ο ρόγχος των δωματίων είναι κενός, ο χρόνος επισκέπτεται αναλλοίωτος. Και ναι, είναι αυτός ο «αναλλοίωτος» χρόνος που επισκέπτεται τον Τζων Μπάνβιλ (10) και το «η μπλε κιθάρα» όπου αφού χρησιμοποιεί ως προμετωπίδα «τα πράγματα όπως είναι αλλάζουν όταν τα παίζει η μπλε κιθάρα» του Wallace Stevens, ξεκινά το βιβλίο έτσι «να με λέτε Αυτόλυκο (11) ή μάλλον όχι, αφήστε καλύτερα. Παρόλο που είμαι κι εγώ συλλέκτης αμελητέων αντικειμένων, όπως εκείνος ο διόλου αστείος παλιάτσος. Για να το πω πιο ακαλαίσθητα: κλέβω πράγματα, ανέκαθεν έκλεβα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Μπορώ δικαιωματικά να ισχυριστώ ότι υπήρξα ένα παιδί θαύμα στην υψηλή Τέχνη της κλεψιάς… Δεν κλέβω για την αποκόμιση κέρδους, τα αντικείμενα, τα τεχνουργήματα που ιδιοποιούμαι -να μια ωραία λέξη κομψή κι ευπρεπής…». Ιδιοποιούμαι συμπερασματικά, υποκειμενικά στον επίλογο την ταυτότητα του Π. Σάμιου. Διερωτώμαι, κλέβει ο Σάμιος από την Ιστορία της Τέχνης; Απαντώ, ναι, ως νέος Αυτόλυκος, κλέβει άχρηστα αντικείμενα «εικόνες τεχνουργηματικές» και τις επανα-συνθέτει ως μάγος της επαναχρησιμοποίησης του Αχρήστου. Κέρδος του, η ηδονή της σύγχρονης δημιουργίας και η απενοχοποιημένη επίγνωση στην υπηρεσία ενός ιδιότυπου εκλεκτικισμού, που υπηρετεί μαεστρικά. Ως πρόθεση έμπρακτης συμπόρευσης, τον αντιγράφω, γραπτά, ζωγραφικά, κατασκευαστικά, γλυπτικά, αναθρυματίζοντας και συγκολλώντας. Τρεις στίχοι από το «Ιωνικόν» του Κ. Καβάφη, ο συμβολικός επίλογός μου «γιατί τα σπάσαμε τα αγάλματά των,/ γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των,/ διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι Θεοί». Η έκθεση τελειώνει στις 11/10. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1) Κ. Καβάφη ποίημα που γράφτηκε περίπου το 1910 συλλογή «ποιήματα (1896-1918) εκδ. Ίκαρος. 2) Υπηρέτησα τη Δημοτική Πινακοθήκη στην καλλιτεχνική επιτροπή, προ νυν κτηρίου 1985-90 και ως σύμβουλος ανελλιπώς 2002-2011. 3) Εκτός από τις πασίγνωστες μορφές παγκοσμίων ζωγράφων που ενσωματώνει φανερά ο Σάμιος ως εκλεκτικιστής χρησιμοποιεί και αναπλασμένα στοιχεία, όπως τα μπουκάλια του Μοράντι. Βλέπε «λεξικό τέχνης και καλλιτεχνών», πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Εκλεκτικισμός, όρος της κριτικής που περιγράφει ένα πρόσωπο ή μια τεχνοτροπία η οποία συνδυάζει χαρακτηριστικά δανεισμένα από διάφορες πηγές, μια τέτοια τεχνοτροπία συχνά προκύπτει από το φανερό ή σιωπηλό αξίωμα ότι στοιχεία της υπεροχής των μεγάλων δασκάλων μπορούν να επιλεγούν και να συνδυαστούν σε ένα έργο τέχνης. 4) Τα ερωτικά χυμώδη ζωγραφικά έργα του Σάμιου με τα υπέροχα βυζιά, μου θύμισαν το γράμμα ύμνο στα αντίστοιχα ελληνικά του Γουστάβ Φλομπέρ στον Λ. Μπουγιέ το 1851 από την Αθήνα. 5) Ο πατέρας του Σάμιου ήταν τσαγκάρης και έστελνε τον Παύλο να αντιγράφει από τις ακριβές βιτρίνες τις παριζιάνικες γόβες σε μπλοκάκι με μολύβια.., έτσι άρχισε η «μαγεία του σχεδίου», στο ατελιέ πλέον το συνόδευε με κλασική μουσική. 6) Στο «ο κριτικός ως καλλιτέχνης» ο Ουάιλντ «αποφθέγματα και αφορισμοί» εκδ. Ερατώ. 7) Ζ.Π. Σαρτρ «τι είναι υποκειμενικότητα» εκδ. Πλέθρον. 8) “Από το Μέλλον μιας αυταπάτης” του Σ. Φρόυντ μεταφρ. Γ. Τσίρου, εκδ. “Ποντίκι” μ’ αφορμή τις θέσεις του δημοσιογράφου Θαν. Λάλα στη συζήτηση με τον Π. Σάμιο στις 10/9. Στην πινακοθήκη. Και ενδεικτικά αναφέρω το μπέρδεμα της τεχνικής με την τεχνοτροπία. Θα επανέλθω. 9) Μ. Αναγνωστάκη από το «Εποχές 2» και το VII (στη μνήμη του Αλέξη). 10) Η μπλε Κιθάρα, Μυθιστόρημα 2016, Καστανιώτης, άλλα έργα του, «ο αδιάφθορος», «η Θάλασσα», «Άπειροι κόσμοι». 11) Αυτόλυκος, στην αρχαία Ελληνική μυθολογία, είναι γιος του Ερμή και της Χιόνης. Είχε κληρονομήσει από το Θεό πατέρα του την επιδεξιότητα της κλοπής και την ικανότητα να μεταμορφώνει τα κλεμμένα.