Ο γάμος, ένας ζωντανός θεσμός της κοινωνίας, είναι ένα σπουδαιότατο γεγονός στη ζωή δύο ανθρώπων.
O Απόστολος Παύλος τον χαρακτηρίζει τη νόμιμη και για όλη τους τη ζωή, ένωση άντρα και γυναίκας, «Μυστήριο Μέγα», και η εκκλησία τον ευλόγησε με ειδική ακολουθία και τον συμπεριλαμβάνει στα επτά μυστήρια της. Μόνο με την ευλογία της εκκλησίας, ο άνδρας και η γυναίκα γίνονται ανδρόγυνο.
Ο τύπος του γάμου μεταβάλλεται ανάλογα με τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της κοινωνίας.
Σε μια άλλη εποχή, με διαφορετικούς ανθρώπους, οι περισσότεροι νέοι παντρεύονταν με προξενιό
Ο γάμος την παλιά εκείνη εποχή ήταν ορόσημο στη ζωή δύο ανθρώπων, που ενδεχόμενο ήταν να μην είχαν ιδωθεί οι μελλόνυμφοι, μπορεί να καταγόταν από διαφορετικά χωριά.
Οι γονείς μας, οι παππούδες μας, οι παλαιότεροι συγγενείς μας, οι περισσότεροι παντρεύονταν χωρίς να διαλέξουν οι ίδιοι τον (την) σύντροφο τους, χωρίς να ερωτευτούν. Παντρεύονταν με προξενιό.
Αρχικά έπρεπε να παντρευτούν τα θηλυκά της οικογένειας. Θεωρούσαν οι γονείς και οι κηδεμόνες των παιδιών, δικαίωμα και υποχρέωση τους, να αποκαταστήσουν τα παιδιά τους, αλλά υπήρξαν και περιπτώσεις που ήθελαν «να τα ξεφορτωθούν».
Αν είσαι γυναίκα η καλύτερη λύση «για να μη μείνεις στο ράφι» είναι το προξενιό.
Το ξεκίνημα του γάμου, ήταν το προξενιό με το κυρίαρχο θέμα τις διαπραγματεύσεις για την «προίκα». Αναχρονιστικός θεσμός που καταργήθηκε με Νόμο το 1983.
Τα χρόνια εκείνα τα παλιά, δηλαδή τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, ο Μανούσος έψαχνε νύφη για το φίλο και συγχωριανό του τον Κωσταντή. Μια μέρα βρέθηκαν σ’ ένα μακρινό χωριό και ο προξενητής Μανούσος, πρότεινε στο φίλο του Κωσταντή, να περάσουν από το σπίτι του συγγενή του για μια τσικουδιά. Ο Μανούσος γνώριζε ότι ο συγγενής είχε θηλυκοφαμελιά και εφόσον και ο Κωσταντής είχε «κάψα» για παντρειά, δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία. Άλλωστε πολλά προξενιά γινόταν από τυχαία γεγονότα.
Μετά τους χαιρετισμούς και τις συστάσεις, δεν άργησε να έρθει το τρατάρισμα των μουσαφίρηδων. Μια νέα, ευσταλής, όμορφη και γεροδεμένη κοπελιά παρουσιάστηκε για το κέρασμα. Στον Αποκόρωνα και στην Κρήτη λατρεύεται ιδιαίτερα ο Ξένιος Δίας. Έτσι και οι συγγενείς του Μανούσου, ετοίμασαν ότι και όπως έπρεπε για να φιλοξενήσουν τους περαστικούς. Κάθισαν, έφαγαν, ήπιαν, είδαν, κουβέντιασαν και στο τέλος τα βρήκανε. Ο Κωσταντής είπε το μεγάλο ΝΑΙ. Έφυγαν αργά οι ξενομπάτες και εγάηραν στο χωριό τους.
Ο Κωσταντής, ο γαμπρός, συζητούσε με τον προξενητή για το πότε θα προγραμματίσουν το γάμο, εφόσον αυτός είχε από καιρό ετοιμάσει το σπίτι, για να ετοιμάσει και η νύφη τα προυκιά της. Ήταν και ανυπόμονος ο γαμπρός!!!
Φαίνεται όμως πως πέρασε πολύς καιρός, ίσως και χρόνος. Ο γαμπρός είχε πει το ΝΑΙ, αλλά δεν είχε πάει για να ξαναδεί τη νύφη. Μια και καλή του έλεγαν και το δέχτηκε. Τελικά όρισαν την ημερομηνία του γάμου έγιναν οι απαραίτητες προετοιμασίες. Βρήκαν κουμπάρο το Μιχελή, από το διπλανό χωριό, έκαναν τα σχετικά καλέσματα, συγγενών, χωριανών και φίλων όπως γίνεται πάντα.
Ξεκίνησε ο γάμος με το «μπαϊράκι» μπροστά και ακολουθούσαν οι γαμουλιώτες με τα τότε μεταφορικά μέσα, άλογα, γαϊδούρια, κατάλληλα στολισμένα φτάσανε μετά από ώρες στο χωριό της νύφης. Ο γάμος τότε γινόταν στην αυλή του σπιτιού. Επειδή ήτανε μεγάλος γάμος «η στεφάνωση» θα γινότανε στην πλατεία του χωριού. Την νύφη την είχαν στολίσει οι φίλες της κοπελιάς όπως συνηθιζόταν. Ο γαμπρός και οι καλεσμένοι του περίμεναν με αγωνία στην πλατεία να φέρουν τη νύφη. Αίφνης από το απέναντι «σοκάκι» φάνηκε να έρχεται η πατούλια της νύφης.
Συνηθιζόταν και συνηθίζεται και σήμερα τη νύφη να συνοδεύουν οι γονείς της ή ο μεγάλος αδελφός. Εδώ όμως το θέαμα ήταν έκπληξη! Η νύφη στολισμένη με το άσπρο νυφικό της, κρατιόταν υπό την μορφή «καρεκλακιού» στα τέσσερα χέρια των αδερφών της. Η πομπή με το «εξαίσιον» θέαμα έφτασε στην πλατεία και τα αδέλφια «απόθεσαν» τη νύφη μπροστά στο γαμπρό. Αφού τον χαιρέτησαν του εξηγούν γιατί την έφεραν στα χέρια τους. «Γαμπρούλη μας τη Ζαχαρωτή μας (έτσι έλεγαν τη νύφη) την αγαπούμε πολύ, την προσέχομε σαν τα μάθια μας και δεν θέλαμε να κουραστεί».
Ο γαμπρός έβλεπε και άκουε με απορία. Δεν άργησε όμως να καταλάβει τι συμβαίνει, όταν η νύφη έκανε ένα δύο βήματα για να σταθεί πλάι του για το «Μέγα Μυστήριο». Διαπίστωσε ότι κάτι ήθελε να κρύψει! Την καλοκοίταξε ο Κωσταντής, κοιτάζει και τον προξενητή το Μανούσο και με νόημα τον καλεί κοντά και του λέει:
«Μανούσο δεν είναι αυτή που είδαμε και μας τάξανε και θα φύγω!!!»
Ο Μανούσος με άγριο ύφος του απάντά:
«Για όνομα του θεού Κωσταντή, μη το κάμεις για θα γίνομε ρεζίλι!!!»
Ο Γαμπρός επέμενε ότι θα φύγει. Ο προξενητής αγρίεψε περισσότερο, δαγκάνει τη μαύρη μαντήλα που φορούσε και του λέει:
«Αν τολμήσεις να φύγεις θα σου κόψω την κεφαλή σου επαέ» και γυρνώντας στον παπά του λέει: «Ευλόγα παπά, ευλόγα!!!»
Ο παπάς ευλόγησε το γάμο (θέλοντας και μη του γαμπρού). Οι γαμουλιώτες, αφού δεν πήρανε χαμπάρι τι είχε συμβεί, πήραν τη νύφη με το γνωστό τραγούδι:
«Ε και πήραμε την πέρδικα την πενταπλουμισμένη
κι αφήνομε τη γειτονιά σα χώρα κρουσεμένη».
Όταν φτάσανε στο χωριό του γαμπρού, ακούστηκε το ειδικό για τη στιγμή εκείνη τραγούδι: «Ε, πρόβαλε μάνα του γαμπρού και πεθερά της νύφης, να ιδείς τον Αργυρό σου γιο και τη Χρυσή σου νύφη…». Τα έθιμα του γάμου συνεχίστηκαν κανονικά στο σπίτι του γαμπρού. Είπαν και ρυθμικά τραγούδια, «της τάβλας». Στου νιόγαμπρου την τάβλα ολόχρυσα τα πιάτα και πάνω εις τα πιάτα ολόχρυσα πηρούνια κι απάνω στα πηρούνια ολόχρυσες πετσέτες κι απάνω στις πετσέτες πέρδικα κακαρίζει και κελαηδεί και λέει να ζει ο γαμπρός κι η νύφη κι εμείς οι καλεσμένοι… Δεν κατέω ανέ χόρεψε κιόλας η νύφη.
Το αντρόγυνο ζούσε κανονικά και υπό το φόβο ίσως του άγριου προξενητή. Περνούσε ο καιρός, μέρες μήνες και η νύφη σε εννιά μήνες γέννησε τον πρώτο γιό. Οι γέννες έρχονταν η μια μετά την άλλη και χωρίς μεγάλη καθυστέρηση. Πέντε γιούς έκαμε η Ζαχαρωτή και μια κόρη, έστω και με το πρόβλημα του ποδιού της.
Ο Κωσταντής μετά από κάθε γέννα αγαπούσε περισσότερο τη γυναίκα του και την πρόσεχε σαν τα μάθια του. Από τις πρώτες κιόλας γέννες ο Κωσταντής φίλεψε με τον προξενητή και μια μέρα αφού ήπιανε τσοι ρακές τους του λέει: «Μου την εφέρετε μωρέ Μανούσο και άλλη μου δείξετε και άλλη μου μπήξετε, μα μου κάνει γιούς και την αγαπώ και θα την αγαπώ σ’ όλη μου τη ζωή. Σ’ ευχαριστώ που δε με άφησες να φύγω, να ξεφτιλιστούμε κιόλας!!!»
Έτσι πέρασαν τα χρόνια, ζήσανε καλά πολλά – πολλά χρόνια, μέχρι που πέθανε ο Κωσταντής πρώτος και η Ζαχαρωτή είδε πολλά εγγόνια και δισέγγονα. Μπορεί να πέρασε και τα εκατό με την αγάπη και περιποίηση τους.
Η ιστορία είναι αληθινή. Αυτά όμως μια φορά κι έναν καιρό. Τώρα αλλάξανε οι καιροί, ήρθανε άλλοι χρόνοι και παίρνει κάθε κοπελιά όποιο κοπέλι θέλει και … ο Θεός βοηθός τους.
Χ Α Ι Ρ Ε
Π Ε Τ Ρ Α Ν
ΜΕΓΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕ