Κυριακή, 6 Οκτωβρίου, 2024

Αλλη του δείξανε και μ’ άλλη… τον παντρέψανε

Την παλιά εποχή, ίσως πριν από κάποιες δεκαετίες, η κοινωνική θέση της γυναίκας συναντούσε πολλά εμπόδια. Μια κοπελιά, που ξεπερνούσε τα είκοσι, έπρεπε οπωσδήποτε να αποκατασταθεί, δηλαδή να παντρευτεί!
Η θέση της ήταν αρκετά δύσκολη. Σαν ανύπαντρη γεροντοκόρη, έτσι τη χαρακτήριζαν όταν ξεπερνούσε τα 25, δεν υπήρχε γι’ αυτήν άλλη διέξοδος, παρά να μείνει στο σπίτι του αδελφού της. Ούτε λίγο ούτε πολύ έπρεπε να του αναθρέφει τα παιδιά, να του μαζεύει τις ελιές, να του βόσκει τα πρόβατα, να είναι δηλαδή ένα είδος εργαζόμενης “άνευ αποδοχών” για όλη της τη ζωή.
Ηταν αρκετές οι περιπτώσεις που ο αδελφός δεν παντρευόταν μέχρι να αποκαταστήσει την αδελφή του ή τις αδελφές του. Ας ήταν και αρκετά μεγαλύτερος απ’ αυτές! Αυτός ήταν ένας άγραφος νόμος που δεν εφαρμοζόταν μόνο στην Κρήτη, μα σ’ όλη την Ελλάδα!
Αυτά, λοιπόν, συνέβαιναν εκείνη την εποχή με τις κοπελιές που έπρεπε να παντρευτούν όσο ήταν σε μικρή ηλικία…
Προίκες και τέτοια δεν υπήρχαν!
«Μόνο ό,τι τση βγαίνει!», δηλαδή αν κάποιος είχε 20 ελιές και 5 – 6 κόρες, ποιας έπρεπε να πρωτοδώσει και τι να κρατήσει για να βγάζει το λάδι του σπιτιού του! Ενας άλλος άγραφος νόμος που επικρατούσε στα σφακιανοριζίτικα χωριά ήταν να μην δικαιούνται οι κοπελιές “μοιράσι” από τη Μαδάρα και από τις στέρνες (υδατοδεξαμενές) που πότιζαν τα πρόβατα στη Μαδάρα.
Ο Μανούσος, λοιπόν, είχε μία αδελφούλα που πλησίαζε τα 25, αν δεν τα είχε ξεπεράσει κιόλας! Επρεπε, λοιπόν, να την παντρέψει και για έναν επιπρόσθετο λόγο, πως κι αυτός βρισκόταν σε ηλικία γάμου και το κυριότερο, του έκαναν ένα προξενιό που τον ενδιέφερε.
Ομως η Μαρία ήταν εμπόδιο.
– Δε γατέω μπαρμπα-Νικολή. Μου αρέσει η κοπελιά, μα κατέεις πως η αδερφή μου η Μαρία είναι ανύπαντρη και αν δε παντρευτεί αυτή, πλια ομπρός…
Ετσι, λοιπόν, όταν του είπανε για ένα κοπέλι στη Μικρή Γωνιά, το είδε με καλό μάτι. Εκεί είχε παχτώσει μία χαλέπα και ξεχειμώνιαζε τα πρόβατά του. Το άκουσε, λοιπόν, με μεγάλη χαρά…
Μάλιστα, προσφέρθηκε να δώσει και τα μισά οζά από το κουράδι που έβλεπε.
– Όη, όη, δε θέλει αυτός πράμα, μα έχουνε μεγάλη περιουσία, μόνο την κοπελιά θέλει -ανε ντ’ αρέσει βέβαια!!
– Εγώ θα φύγω τα οζά μου τη Τετράδη κι ανε θέλει να πάμενε στη Γωνιά. Να με βοηθήσεις να τα πάμενε κι ανε τ’ αρέσει η Μαρία…
Ο Μανούσος, εν τω μεταξύ, έστειλε χαμπάρι για τα καθέκαστα στο χωριό!
Παράγγειλε να βρουν μιαν άλλη κοπελιά, όμορφη να τη… δείξουν του γαμπρού. Μόλις πήραν το μήνυμα στο χωριό, το μυαλό τους πήγε αμέσως στην Κατίνα, που ήταν ένα πανέμορφο κορίτσι, με κατάξανθες μακριές πλεξούδες που, όταν περπατούσε με σκέρτσο, κτυπούσαν στην πλάτη της.
Η Κατίνα δεν ήταν άλλη από την Τζαγγάραινα που τη θυμάμαι κι εγώ. Η Τζαγγάραινα ήταν για κάποιες δεκάδες χρόνια η μαμή του χωριού και νομίζω μου είχε πει η μάνα μου πως και μένα τον ίδιο είχε ξεγεννήσει!
Αυτή, λοιπόν, διάλεξαν να δείξουν για νύφη του γαμβρού από τη Μικρή Γωνιά και για έναν επιπρόσθετο λόγο πως και άλλη φορά, όπως μου είπαν, είχε “δείξει την ομορφιά της” σε ξενοχωριανούς γαμβρούς, χωρίς βέβαια η ίδια να στηθεί νύφη στην εκκλησία.
Οταν βέβαια ο γαμβρός έφτανε στην εκκλησία και αντίκριζε για πρώτη φορά τη νύφη, ήταν πια αργά να πει το όχι. Ηταν casus belli για τον ίδιο και τους δικούς του. Ετσι, υποχρεωτικά στηνόταν δίπλα στη νύφη και εκεί τελείωνε το πράγμα. Την παντρευόταν και έκανε και παιδιά μαζί της.
Εχω κατά νου, όμως μια περίπτωση ενός Ασηγωνιώτη που του προξένεψαν μια κοπελιά από τα Σφακιά. Την παντρεύτηκε χωρίς να την έχει δει ποτές του. Είπε το ναι στον προξενητή γιατί ήταν από καλό σφακιανό σόι!
Ομως η κοπελιά, όπως αποδείχτηκε, ήταν θεότρελη. Ετσι, ο Ανδρέας -έτσι ήταν το όνομά του- αισθανόταν εγκλωβισμένος. Είπαμε με την απομάκρυνση… από την Εκκλησία…
“Λούστηκε”, λοιπόν, την καλόσυρη από τα Σφακιά και τι να κάνει, την ανεχόταν. Αυτό, όμως, όπως μου είπαν, ήταν αιτία “να φύγει” νωρίς από αυτό τον μάταιο κόσμο!
Μου είπαν επίσης για μια άλλη περίπτωση ενός Ασηγωνιώτη που παντρεύτηκε και αυτός από ένα χωριό των Σφακίων. Η νύφη όμως ήταν αρκετά κοντή· όταν πήγε να τη δει την ανέβασαν σε μια καρέκλα! Ετσι του φάνηκε φυσιολογικό το ύψος της και την παντρεύτηκε. Ομως οι απόγονοί της ήταν αρκετά κοντοί.
– Κατινιώ, είντα λες θα περάσεις να πάεις στο Βούτακα, να γεμίσεις το σταμνί σου και την ώρα απού θα περνάς από το καφενείο του Μπουλούτα θα σε δει ένας γαμπρός.
– Ναι! Ναι! Κατέω, απάντησε αμέσως τσαχπίνικα.
Ήταν στημένος, λοιπόν, στο καφενείο ο γαμβρός από τη Μικρή Γωνιά μαζί με τον αδελφό της νύφης και με αγωνία περίμεναν… Δεν άργησε να φανεί η Κατίνα, κουνιστή και λυγιστή να κρατά το σταμνί της. Πέρασε σχεδόν ξυστά επίτηδες, για να τη δουν καλά από το καφενείο.
– Έντηνε, έντηνε, εδά έρχεται, είπε ο Μανούσος μόλις φάνηκε στη γωνία. Ε! Πώς σου φαίνεται;
– Δε γατέω, δε ντηνε καλόδα, μα θαρρώ πως είναι καλή.
Ετσι, λοιπόν, έκλεισε το προξενιό. Να την ξαναδεί, ούτε συζήτηση!
– Και πότες λέεις εδά να γενεί ο γάμος; ρώτησε ο Μανούσος.
– Ε, όσο πλια γλήγορα τόσο καλύτερα!
Όρισαν, λοιπόν, την ημερομηνία και στην Εκκλησία του φάνηκε… πιο κοντή. Μα, πάλι, κι ας είναι, μπορεί με τη μια φορά που την είδε… Εξάλλου ήταν και πιωμένος. Γι’ αυτό είχαν μεριμνήσει οι Ασηγωνιώτες να τον κρασοκεράσουν κάμποσες φορές μόλις έφθασαν οι γαμουλιώτες από τη Μικρή Γωνιά. Παντρεύτηκαν λοιπόν και ο επίλογος! Εζησαν ευτυχισμένοι. Μάλιστα έμαθα πως αργότερα μετακόμισαν στον Πειραιά και δύο από τα παιδιά τους διέπρεψαν στη δημόσια διοίκηση! Μάλιστα, ο ένας γιος τους έγινε στρατηγός.

Υ.Γ. Ούλες τσοι πλια καινούργιες “Ιστορίες τσ’ Ασηγωνιώτικης Ρίζας” τσι πρεμάζωξα και τσ’ έκαμα ένα νέο βιβλίο, το τέταρτο της σειράς, με τίτλο: “Μαδαρίτικα αναστορήματα”.
Το διαθέτουν βιβλιοπωλεία στα Χανιά και στο Ρέθυμνο το βιβλιοπωλείο Κλαψινάκη”.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα