Χθες που είχα πάει στο Υποθηκοφυλακείο Βάμου για να πάρω ένα χαρτί ,πήγα μετά στην πλατεία να πιώ το καφεδάκι μου..να θυμηθώ και κάτι παλιά.
Δεν πρόλαβα να κάτσω και βλέπω από το δίπλα τραπεζάκι ένα ορίτζιναλ γεροντάκο να με κοιτάζει περίεργα… και να μου κάνει νοήματα.
Αξύριστος,ακούρευτος ,στρατιωτική φόρμα παραλλαγής, άγριο βλέμμα, και μια σκυλάρα να κάθεται σούζα δίπλα του.
-Εσύ είσαι μπρε Καπρή.
-Ντα εσύ ποιος είσαι καπετάνιο.
-Δε με θυμάσαι μπρε διάολε που πιέναμε μαζί στην ίδια τάξη στο γυμνάσιο του Βάμου.
-Που να θυμούμαι Βρε φίλε που έχουν περάσει από τότε πάνω από μισός αιώνας..αλλά τώρα που σε καλοβλέπω θαρρώ πως είσαι ο Νικολός ο γκομενολόγος ,όπως σε μασκαρεύαμε τότε.
– Ακόμης μπρε τα θυμάσαι ετουτανά τα σκολιανά μας,τόσα χρόνια.
-Σε θυμούμαι βρε μπαγάσα σαν χτες ,που μπορεί να μην έπαιρνες τα γράμματα ,κι όλο κοπάνες στα πευκάκια, αλλά στα γκομενικά αριστούχος.
-Όλο σούξου μούξου μανταλάκια και πονηρά αστειάκια με τσι μαθητριούλες..κι είχες το χάζι σου όταν τούς έλεγες, πότε θα βάλετε τα βούγια στ΄αλώνι,κι αν το πνίγουν το κουνέλι…
Εξεθύμανες μωρέ Νικόλα ,γι ακόμη γαμπρίζεις;
-Ήντα μου λες εδά ανέ γαμπρίζω μπρέ Γιώργη, που έχω εγγόνια τσι παντρειάς, μόνο φεύγω γιατί βιάζομαι κι ο καφές σου κερασμένος…χάρηκα λόγω τιμής..
Τον θυμήθηκα για τα καλά τον συμμαθητή μου τον Νικολό, που φορούσε μονίμως καμπάνα πατελόνα μισό μέτρο, να σέρνεται στον δρόμο, μακρύ μαλλί με φαβορίτες ,και αβέρτα τσιγαράκι παφ πούφ στην πλατεία του Βάμου, περιμένοντας το μαθητικό.
Πρωί και μεσημέρι να τρέχει πρώτος να πιάσει άδειο κάθισμα στο λεωφορείο ,να φυλάει θέση μπας και κάτσει καμιά ομορφούλα.
Μια μέρα του έκατσε κι ένας μεσόκοπος παπάς.
-Πήγαινε τέκνο μου παραδίπλα να καθίσει κι ο παπάς για δε μπορεί να στέκει ,την ευλογία μου να έχεις και καλή πρόοδο παιδί μου.
Την επομένη έφαγε τις ζάρπες της χρονιάς του από την ψιλή μαρίδα..
Πρέπει να πήγαινε στην Ε΄τάξη ,όταν μια μέρα βρήκε η μάνα του στην κωλότσεπη του πατελονιού ένα ραβασάκι με καρδούλες ,φιλάκια αγαπούλες με λουλούδια, κι άλλα ερωτικά μπαλαμούτια της ηλικίας ..και τούβαλε τσι φωνές.
-Ποια ναι μωρέ κοπέλι μου εκείνη να η Σουλίτσα η σουρλουλού που σου γράφει επαέ στο χαρτάκι ότι οντε σε θωρεί ντιντινίζει η κεφαλή τζη και κάνει ντούκου ντούκου η καρδιά τζη …ακόμη μωρέ δεν εβγήκετε από τ΄αυγό κι έχετε τον νου σας τσι έρωντες ,ετούτονα σας σε μαθαίνουνε στο σκολιό.
-Ε σαν παιδιά κι εμείς μωρέ μάνα, παίζει λίγο το βλέφαρο μας..μόνο λέω να την φέρω μια μέρα επαέ στο σπίτι να βγούμε στο σοφά να λύσουμε μερικές ασκήσεις στην αριθμητική ,πούνε και καλή μαθήτρια.
-Κακό και κακοντόπαθα παιδάκι μου εκουζουλάθηκες τελείως ,να σας σε τσακώσει ο αφέντης σου που δεν τα σηκώνει ετουτανά τα γιβεντιλίκια ,να μας ντρακάρει ούλους μας επαέ με την κατσούνα..
-Ο θεός να φυλάξει ,μα εγώ θα του πω να σε σταματήσει από το σκολιό και να σε παίρνει να του λαλείς τα οζά ..μπας και σου περάσει ετούτη να η κάψα..
Ε δεν του πέρασε τελικά η κάψα του φίλου μας του Νικολιού, και την πλέρωσε την νύφη για μια ζωή το κακορίκο..
Μια μέρα που την έκαναν κοπάνα από το σκολιό τους έπιασε τσακωτούς ο μπαμπάς τσι Σουλίτσας σε μια κουφάλα αγρουλίδας να γλυκο φιλούνται σαν τα κατσούλια, κι αμέσως έβγαλε το σιδερικό.
-Άκου να δεις αντράκι μου ,εχάλασες μου την κοπελιά θα την πάρεις κιόλας,αλλιώς μπαμ μπαμ και κάτω..
-Μα δεν τζι έκαμα πράμα θείο.
-Δεν έχει μα.
Σιγά μην έχανε την ευκαιρία ο καπετάν Μανούσος ο κουμπουροφόρος να παντρέψει την κόρη του στο τσάκα τσάκα με ένα τροζοκόπελο ,και να μην του δώσει και πράμα ..γι αυτό κι η γιαγιά ντου η Ζαμπιά, έπαιρνε όρκο ότι τον τύλιξαν..
Και δεν είχε άδικο..!!!