Με τη συνδιοργάνωση της Περιφέρειας Κρήτης – Περιφερειακής ενότητας Χανίων του Δήμου Χανίων και της ΚΕΠΠΕΔΗΧ – ΚΑΜ η ομάδα θεατρικής και παραστατικής τέχνης: Το Σανίδι παρουσίασε το θεατρικό έργο: Καλιγούλας, στις 19 και 20 Μαρτίου στο θέατρο Μίκης Θεοδωράκης. Έργο, το οποίο γράφτηκε το 1944 από τον Αλμπέρ Καμύ και επιλέχθηκε να παρουσιαστεί, μέσα στα πλαίσια της προώθησης του εμβολιασμού κατά της πανδημίας covid-19 ως ένα κοινωνικό μήνυμα.
Ο Καλιγούλας (1944) είναι ένα έργο βγαλμένο μέσα από την κρίση των ηθικών αξιών από το 1933-1944 και από το γαλλικό υπαρξισμό. Ο Καμύ, έχοντας ζήσει μες’ στη δίνη του β’ παγκόσμιου πολέμου το γράφει και φιλοσοφεί πάνω στον παραλογισμό της βίας που ασκεί ένας αυτοκράτορας για να κάνει δικό του το φεγγάρι, επειδή αυτό καθεαυτό του απέμεινε για να ζήσει. Παρουσιάζεται το προφίλ ενός αδίστακτου, παράλογου Ρωμαίου αυτοκράτορα που βλάπτει τους δικούς του ανθρώπους και τις γυναίκες, με τις οποίες περνάει τον καιρό του. Με άλλα λόγια, προβάλλεται ένας αυτοκράτορας: παράλογος, σαδιστής να σφάζει, να ατιμάζει, να βασανίζει με φιλοσοφικά κίνητρα τα άτομα, τα οποία ήταν δίπλα του. Όλο αυτό, γινόταν στην προσπάθεια κατάργησης των συμβατικών ανθρώπινων ορίων, έτσι ώστε να νιώσει ελεύθερος. Έτσι, προξενούσε στα παραπάνω άτομα κακό και πρόσφερε ευεργεσίες στους εχθρούς του. Εύλογα, μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι ο Καλιγούλας ως ήρωας είναι ένα θεωρητικό κατασκεύασμα, το οποίο δεν έχει ανθρώπινη υπόσταση. Άλλωστε, ως προσωπικότητα ακροβατούσε ανάμεσα στο χάος και στην πραγματικότητα επιθυμώντας να καταργήσει το θάνατο και να προχωρήσει σε μια αναδιάρθρωση των αξιών. Ο Καλιγούλας εκφράζει: τον παραλογισμό, τη ματαιότητα της ζωής και την ενοχή.
Το ενδιαφέρον στον Καλιγούλα (1944) έγκειται στο υπαρξιακό δίλημμα του Άμλετ: «Να ζει κανείς ή να μη ζει». Συνεπώς, είναι σαφείς οι επιρροές που δέχτηκε ο Καμύ από τον Άμλετ (1601) του Σαίξπηρ. Ας μην ξεχνάμε, ότι ο Άμλετ ακολούθησε τα πρότυπα της ισπανικής τραγωδίας (1592) του Τόμας Κυντ και ενός προγενέστερου Άμλετ του Σαίξπηρ, που παίχτηκε στο θέατρο το 1589 και δεν έχει διασωθεί.
Σε επίπεδο δραματουργίας το ομώνυμο έργο έχει αρκετές αδυναμίες για να παρασταθεί ενώπιον κοινού, εξαιτίας των φιλοσοφικών στοχασμών του Καμύ. Ορισμένες από τις αδυναμίες του είναι: η ύπαρξη αδιαμόρφωτων χαρακτήρων με εξαίρεση τον Καλιγούλα και το Χαιρέα. Η μορφή του θυμίζει περισσότερο δοκίμιο υπαρξιστικής σκέψης. Οι διάλογοι σε γενικές γραμμές μας παραπέμπουν σε έργα του Σαίξπηρ, με το απροσδόκητο ή με την αντίστροφη απάντηση.
Αναφορικά με την παράσταση, η σκηνοθετική γραμμή που ακολούθησε η Φαίη Ταμιωλάκη έγινε κατανοητή από το κοινό παρόλο τους ρητορισμούς, που θα μπορούσαν σε ένα βαθμό να είχαν περικοπεί από τη διασκευή της. Κατά γενική ομολογία, η σκηνοθέτης έστησε μια παράσταση σωστών ρυθμών η οποία προσκολλήθηκε στην εικαστική ταυτότητα της παράστασης, μεταφέροντας το θεατή στη θεατρική τέχνη της περιόδου (1558-1603).
Γεγονός, που μπορεί να δικαιολογηθεί, λόγω των ιδιαιτεροτήτων και δυσκολιών που παρουσιάζει το κείμενο. Άλλωστε, αξιοποίησε στοιχεία από το Μπαρόκ στη σκηνοθεσία, όπως: υποβλητική ατμόσφαιρα, εναλλαγή ύφους, σύζευξη κωμικού και τραγικού στοιχείου.
Παράγοντες αξιοπρόσεκτοι στάθηκαν τα κοστούμια της Φαίης Ταμιωλάκη, Αναστασίας Παρασύρη, τα σκηνικά του: Δημήτρη Χρηστάκη, Κώστα Παγωμένου, Βασίλη Γρατσία, και οι μάσκες του Παναγιώτη Κουτσούκου.
Αναλυτικότερα, τα εκπληκτικά κοστούμια εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της παράστασης συμπληρώνοντας τη σκηνική αντίληψη. Ξεχώριζαν για την πολυτέλεια, την ενδυματολογική ακρίβεια, αφού αποτύπωναν εικαστικά μια πτυχή της θεατρικής τέχνης κατά την ελισαβετιανή περίοδο (1558-1603), προωθώντας τη σκηνοθετική γραμμή. Αυτό όμως, που τα έκανε ιδιαίτερα ήταν η εκλεκτή ακρίβεια και οι αποχρώσεις τους.
Όσο για τα σκηνικά, ήταν: λιτά, αριθμητικά στοιχειώδη, λειτουργικά σε σκούρες αποχρώσεις με αξιοπρόσεκτα: το θρόνο και το φεγγάρι συμβάλλοντας σε δεύτερο επίπεδο στην κατανόηση των υπαρξιστικών απόψεων, στο ομώνυμο έργο.
Συνακόλουθα, οι μάσκες του Παναγιώτη Κουτσούκου συμπλήρωναν την εικαστική αντίληψη της παράστασης, κάνοντας σαφέστατα αναφορές στην ελισαβετιανή εποχή της θεατρικής τέχνης, αλλά και σε διάφορες μορφές θεάματος που είχαν παρουσιαστεί στην Ιταλία, στη Γαλλία, κατά την Αναγέννηση. Το εικαστικό τους αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό, γι’ αυτό σκόπιμο κρίνεται να εξαρθεί η δουλειά του Παναγιώτη Κουτσούκου.
Η πρωτότυπη μουσική επένδυση για τον Καλιγούλα σε σκηνοθεσία Φαίης Ταμιωλάκη πάλεψε για μια ποιητική διάσταση, εντούτοις δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες της παράστασης, καθώς έλειπε σε καίρια σημεία, που θα μπορούσε να αναδείξει κατάλληλα με το ηχόχρωμά της.
Έγινε μια προσπάθεια κοινής πλεύσης με τη σκηνοθετική γραμμή κάτω από μια διακριτικότητα στις αλλαγές των σκηνών.
Οι φωτισμοί, από τους: Super Soundic, Γιώργο Γιακατό, Γιάννη Σόγια έγιναν αισθητοί στο δεύτερο μισό της παράστασης ανάδειξαν τη σκηνοθεσία χάρη στην υποβλητικότητα που εξέπεμπαν. Ακόμη, προς το τέλος της παράστασης μέσα από τους φωτισμούς δόθηκε έμφαση στην τραγικότητα.
Η διδασκαλία κρίθηκε ικανοποιητική και αυτό αποδείχτηκε, γιατί οι ηθοποιοί: Λευτέρης Κουφάκης, Έφη Δράκου, Παναγιώτης Κουτσούκος, Άρης Ντελία, Χρήστος Καράνταης, Κωνσταντίνος Πολοπετράκης, Κωσταντής Σμπώκος, Γιώργος Βογιατζής, Βαγγέλης Πολυχρονόπουλος απέδωσαν με πειστικότητα και πάθος τη συμβατικότητα του παιχνιδιού ανάμεσα στην εξουσία και το έγκλημα, προβάλλοντας τους φιλοσοφικούς στοχασμούς του Καμύ.
Ομολογουμένως, η σκηνοθεσία ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις του ομώνυμου έργου και σε δεύτερο επίπεδο αξιοσημείωτοι παράγοντες στάθηκαν: τα κοστούμια, και οι μάσκες, γι’ αυτό πρέπει να εξαρθεί η συλλογική δουλειά της ενδυματολογικής ομάδας και του Παναγιώτη Κουτσούκου.