Θωρώ σε και στα στήθια μου γλυκά πονεί η καρδιά μου
κι ανατριχιάζει ανάλαφρα όλο μου το κορμί
σαν λάβα από τα μάτια μου τρέχουν τα δάκρυά μου
και τα λουλούδια καιν τη γης και με μαλώνει η αυγή.
Ο πόθος μου σαν δίκοπο και κοφτερό μαχαίρι
θαρρώ τρυπάει τα σπλάχνα μου κι ανοίγει μου πληγή
όμως το ξέρω αλλουνού είσαι καλή μου ταίρι
και πικραμένο μιαν αυγή θα με σκεπάσει η γη.
Από το νου μου η όψη σου δεν φεύγει ούτε στιγμούλα
στ’ αστέρια λέω τον πόνο μου και πόσο σ’ αγαπώ,
η ροδαυγούλα ξάγρυπνο με βρίσκει κι η δροσούλα…
κι άλλους δεν έχω μπιστικούς φίλους μου να το πω.
Πολλές φορές στο καπηλειό, μες στο κρασί που πίνω,
να σβήσω τον αμαρτωλό πόθο μου προσπαθώ
τις βρύσες απ’ τα μάτια μου λεύτερες τις αφήνω
και με τα χείλη της ψυχής φωνάζω σ’ αγαπώ.
Κι άλλες φορές με βρίσκει η αυγή σε μια γωνιά να κλαίω
στην έρμη καμαρούλα μου και να παραμιλώ,
στρέφω τα μάτια μου ψηλά και στο Θεό μου λέω
«Ξέρω πως είμαι αμαρτωλός στον έρωτά μου αυτόν…».
Όπου κοιτώ, σαν όραμα την όψη σου αντικρίζω,
πότε σαν άγγελο γλυκό και πότε σαν θεά
να σ’ αγκαλιάσω, αγάπη μου, μ’ απελπισία πασχίζω,
μα όταν σιμώνω, αλίμονο, χάνεσαι σαν σκιά.
Θε μου, που την αγάπησα πλιότερο απ’ τη ζωή μου
τι φταίω, κι απ’ τoν πόθο μου λιώνω σαν το κερί,
ρίξε αν θέλεις κεραυνούς και κάψε το κορμί μου
μα ας ήταν να την έβλεπα την ύστερη στιγμή…