Ως δύο συμμάχους που «επιδιώκουν τους ίδιους στόχους» περιέγραψε Ελλάδα και Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ο πρεσβευτής των ΗΠΑ Τζέφρι Πάιατ, χαρακτηρίζοντας μοντέλο διμερούς στρατιωτικής συνεργασίας τη Βάση στη Σούδα. Οι επισημάνσεις αυτές έγιναν με ακροατήριο το προσωπικό της Βάσης, σε ειδική τελετή που είναι σε εξέλιξη, με την ευκαιρία συμπλήρωσης 242 χρόνων από την ίδρυση του Αμερικανικού Ναυτικού.
Μάλιστα, ο εν Ελλάδι Αμερικανός πρεσβευτής ανέδειξε ως δύο βασικές προτεραιότητές του, αφενός τη συνδρομή στη χώρα μας, ως συμμάχου στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, στην οικονομική ανάκαμψη, αφετέρου τη συνεργασία με την Ελλάδα στη «διατήρηση και εμβάθυνση της άμυνάς μας, στην ασφάλεια, την επιβολή του νόμου και τη συνεργασία για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας» -και σε αυτές τις δύο προτεραιότητες η συνεργασία του ελληνικού και του αμερικανικού Ναυτικού είναι «κρίσιμη», όπως είπε.
Ο κ. Πάιατ χαρακτήρισε εξάλλου τη Βάση της Σούδας, «μοντέλο της διμερούς στρατιωτικής συνεργασίας, δύο συμμάχων που επιδιώκουν τους ίδιους στόχους».
Επικαλούμενος δε, την αύξηση του αριθμού των στελεχών στη Σούδα, υποστήριξε ότι η αύξηση αυτή σηματοδοτεί την διευρυνόμενη αμυντική συνεργασία μεταξύ των δύο εθνών, όπως επίσης και τη «στρατηγική σημασία» της εν λόγω βάσης. Χάρη, άλλωστε, στη στενή συνεργασία με τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις και την κυβέρνηση –επεσήμανε ο κ. Πάιατ– η Βάση της Σούδας έχει μετατραπεί σε ανώτερο διανομέα υλικοτεχνικής υποστήριξης για άλλες, προκεχωρημένες, μονάδες.
Στο σημείο αυτό, μάλιστα, της ομιλίας του, ο Τζ. Πάιατ σημείωσε, «οι πρόσφατες στρατιωτικές επιχειρήσεις υπογράμμισαν περαιτέρω τη σημασία της Σούδας στη Μεσόγειο. Η βάση είναι αφιερωμένη στη φροντίδα του στόλου και των αερομεταφορών σε αυτήν την στρατηγικά κρίσιμη περιοχή του κόσμου, και στην εμβάθυνση της συνεργασίας με τους Έλληνες Συμμάχους μας».