Η αξία των Αμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) σε διεθνές επίπεδο το 1970 ήταν 13,3 δισ. δολάρια. Η παγκοσμιοποιημένη οικονομία και το άνοιγμα των αγορών κεφαλαίου οδήγησαν μέχρι το 2007 το ποσό αυτό στα 1,9 τρισ. δολάρια.
Ωστόσο, η οικονομική κρίση επέφερε μια πρωτοφανής πτώση στις ΑΞΕ, που ξεπέρασε το 40% στις αναπτυγμένες χώρες και το 35% στις αναπτυσσόμενες χώρες το 2009. Το 2015 αποτέλεσε μια καλή χρονιά όπου η αξία των ΑΞΕ σε διεθνές επίπεδο σημείωσε μια αύξηση 38% σε αντιστοιχία με το 2014 και επανήλθε στο επίπεδο των 1,76 τρισ. δολαρίων. Στην έκθεση «World Investment Report 2016» των Ηνωμένων Εθνών αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: (α) Οι εισροές ΑΞΕ προς τις αναπτυγμένες οικονομίες ανήλθαν σε 962 δισ. δολάρια, ενώ στην περίπτωση των αναπτυσσόμενων οικονομιών ανήλθαν σε 765 δισ. δολάρια, (β) οι αναπτυσσόμενες αγορές της Ασίας αποτελούν τον μεγαλύτερο αποδέκτη ΑΞΕ, (γ) Οι εκροές ΑΞΕ από τις αναπτυγμένες χώρες ανήλθαν σε 1,1 τρισ. δολάρια, με την Ευρώπη να αποτελεί τον μεγαλύτερο επενδυτή (576 δισ. δολάρια), (δ) σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι ΑΞΕ θα μειωθούν το 2016 κατα 10-15%, αλλά μεσοπρόθεσμα θα υπάρξει νέα αύξηση οδηγώντας τις ΑΞΕ σε επίπεδα άνω του 1,8 τρισ. δολάρια το 2018.
O Πίνακας 1 παρουσιάζει στοιχεία για τις καθαρές εισροές ΑΞΕ σε χώρες της Νότιας Ευρώπης, κατά την περίοδο 2010-2015. Από τα στοιχεία αυτά παρατηρούμε ότι το 2015 αποτέλεσε μια κακή χρονιά για την Ελληνική οικονομία καθώς οι καθαρές εισροές των ΑΞΕ παρουσιάζουν αρνητική τιμή (απο-επένδυση).
Οι ΑΞΕ αποτελούν βασικό πυλώνα για την οικονομική ανάπτυξης μιας χώρας. Πιο συγκεκριμένα η διεθνής βιβλιογραφία αναφέρει μια σειρά από θετικές επιπτώσεις όπως: βελτίωση παραγωγικότητας, διάχυση τεχνογνωσίας και νέων μεθόδων παραγωγής και διοίκησης, εκπαίδευση προσωπικού, δημιουργία διεθνών δικτύων, ευκολότερη πρόσβαση στις αγορές κ.λπ. Επίσης, οι Feenstra και Hanson (J. Int. Econ., 1997), οι οποίοι εξέτασαν την περίπτωση του Μεξικού την περίοδο 1975-1988, κατέληξαν ότι (α) υπάρχει μια θετική σχέση μεταξύ των ΑΞΕ και της ζήτησης για εξειδικευμένο προσωπικό και (β) οι ΑΞΕ οφείλονται σε μεγάλο βαθμό για την αύξηση των αμοιβών του εξειδικευμένου προσωπικού.
Βέβαια, ορισμένες μελέτες υποστηρίζουν ότι οι ΑΞΕ έχουν θετική επίδραση στην ανάπτυξη υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Για παράδειγμα, οι Borensztein, De Gregorio και Lee (J. Int. Econ., 1998) εξέτασαν την εισροή ΑΞΕ από βιομηχανικές χώρες σε 69 αναπτυσσόμενες χώρες και κατέληξαν στο ότι η μεγαλύτερη παραγωγικότητα επιτυγχάνεται όταν η χώρα υποδοχής διαθέτει κάποιο ελάχιστο επίπεδο ανθρώπινου κεφαλαίου. Οι Alfaro, Chanda, Kalemli-Ozcan και Sayek (J. Int. Econ., 2004) θέτουν μια ακόμα προϋπόθεση. Μελετώντας ένα δείγμα από 71 χώρες κατά την περίοδο 1975-1995 καταλήγουν στο ότι οι ΑΞΕ έχουν θετική επίδραση όταν οι αγορές χρήματος και κεφαλαίου είναι αναπτυγμένες. Οι Li και Liu (World Development, 2004) εξέτασαν 21 αναπτυγμένες και 63 αναπτυσσόμενες χώρες κατά την περίοδο 1970-1999. Οι ερευνητές διαπίστωσαν την ύπαρξη μιας ενδογενούς σχέσης μεταξύ ΑΞΕ και οικονομικής ανάπτυξης από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και μετά. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι οι ΑΞΕ οδηγούν σε υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε μια μεγαλύτερη οικονομία-αγορά, η οποία στη συνέχεια προσελκύει περαιτέρω ΑΞΕ. Επίσης, οι Li και Liu επισημαίνουν ότι σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης τους το επίπεδο του ανθρώπινου κεφαλαίου και η τεχνολογική διαφορά μεταξύ της χώρας προέλευσης και της χώρας υποδοχής των ΑΞΕ είναι ιδιαίτερα σημαντικοί παράγοντες. Τέλος, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, διάφορα χαρακτηριστικά των εγχώριων επιχειρήσεων όπως το μέγεθος και η εξαγωγική τους δραστηριότητα παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στον τρόπο με το οποίο οι ΑΞΕ επηρεάζουν την οικονομική δραστηριότητα (βλ. Crespo και Fontoura, World Development, 2006).
Ποιες είναι όμως οι προϋποθέσεις προκειμένου να πραγματοποιηθούν ΑΞΕ σε μια χώρα; Σύμφωνα με τους Schneider και Frey (World Development, 1985) το πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον επηρεάζουν από κοινού τις ΑΞΕ. Οι Busse και Hefeker (Eur. J. Pol. Econ., 2007) εξέτασαν τις ΑΞΕ που πραγματοποιήθηκαν σε 83 αναπτυσσόμενες χώρες την περίοδο 1984-2003. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης τους, οι ΑΞΕ επηρεάζονται από την πολιτική σταθερότητα, τις εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις, τη διαφθορά, τις εθνικές εντάσεις, τη λειτουργία του νομικού συστήματος, τη λογοδοσία της κυβέρνησης και τη γραφειοκρατία. Σε μια πιο πρόσφατη μελέτη, η Blonigen και Piger (Can. J. Econ, 2014) χρησιμοποίησαν ένα Μπαγεσιανό μοντέλο και εξέτασαν τη συμβολή περισσότερων από 50 παραγόντων που επηρεάζουν τις διμερείς ΑΞΕ. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης τους, οι παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν είναι οι διαφορές στην κουλτούρα, το κατά κεφαλή ΑΕΠ στη χώρα προέλευσης, τα εργατικά κληροδοτήματα και οι περιφερειακές εμπορικές συμφωνίες. Αξιοσημείωτο γεγονός, ωστόσο, είναι ότι παράγοντες οι οποίοι φαίνεται να είναι λιγότερο σημαντικοί είναι το πολύπλευρο άνοιγμα εμπορίου, το επιχειρηματικό κόστος, οι υποδομές και το θεσμικό περιβάλλον στη χώρα υποδοχής.
Πέρα από τις ακαδημαϊκές μελέτες, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι έρευνες εταιρειών όπως αυτή της Ernst & Young. Η πιο πρόσφατη έρευνα για την Ευρώπη πραγματοποιήθηκε την περίοδο Φεβρουαρίου – Απριλίου 2016, μέσω τηλεφωνικών συνεντεύξεων με 1.469 υψηλόβαθμα στελέχη επιχειρήσεων (βλέπε: EY’s Attractiveness survey Europe 2016 How can Europe’s investors turn resilience into growth?). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, παράγοντες οι οποίοι προσελκύουν επενδύσεις στην Ευρώπη είναι οι υποδομές τηλεπικοινωνίας (82% των ερωτηθέντων), το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό (79%), οι υποδομές μεταφοράς και εφοδιασμού (77%) και το πολιτικό, νομικό και ρυθμιστικό περιβάλλον (68%). Από την άλλη πλευρά, παράγοντες οι οποίοι δεν είναι ελκυστικοί και άρα λειτουργούν ανασταλτικά για ΑΞΕ είναι η έλλειψη ευελιξίας στο θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας, το κόστος εργατικού δυναμικού και η φορολογία επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τις απόψεις 738 στελεχών, που απάντησαν στην ερώτηση «ποιές είναι οι κορυφαίες χώρες στην Ευρώπη για την πραγματοποίηση ΑΞΕ», στην πρώτη θέση κατατάσσεται η Γερμανία (69% των στελεχών που απάντησαν) και ακολουθούν το Ηνωμένο Βασίλειο (43%), η Γαλλία (36%), η Ολλανδία (19%) και η Πολωνία (15%). Σχετικά με τις πιο ελκυστικές πόλεις, στην πρώτη θέση βρίσκεται το Λονδίνο (57%) και ακολουθούν το Παρίσι (43%), το Βερολίνο (29%), το Άμστερνταμ (15%), η Βαρκελώνη (11%), το Μόναχο (11%), η Φρανκφούρτη (10%), η Μαδρίτη (7%), οι Βρυξέλες (7%) και η Ρώμη (7%).
Ανάλογη μελέτη πραγματοποίησε και η A.T. Kearney τον Ιανουάριο του 2016 με τη συμμετοχή υψηλόβαθμων στελεχών από μεγάλες εταιρείες (πωλήσεις άνω των 500 εκ. δολαρίων) από 27 χώρες. Στην ερώτηση ποιοί είναι οι (δύο) πιο σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση για επενδύσεις, την πρώτη θέση στις απαντήσεις καταλαμβάνουν το μέγεθος της εγχώριας αγοράς (15%), το κόστος εργατικών (15%), η διαφάνεια στο ρυθμιστικό πλαίσιο και η έλλειψη διαφθοράς (15%). Ακολουθούν απαντήσεις όπως: ένα γενικά ασφαλές περιβάλλον (14%), αποτελεσματικότητα του νομικού και ρυθμιστικού συστήματος (13%), ικανότητες για τεχνολογία και καινοτομία (13%), φορολογικό πλαίσιο (12%), εξειδικευμένο εργατικό (12%) κ.ά. Η A.T. Kearney δημοσιεύει επίσης έναν δείκτη εμπιστοσύνης για ΑΞΕ, ο οποίος βασίζεται στις απαντήσεις των προαναφερθέντων στελεχών σχετικά με την πιθανότητα να πραγματοποιήσουν ΑΞΕ σε κάποια χώρα μέσα στην επόμενη τριετία. Στην πρώτη θέση κατατάσσονται οι Η.Π.Α. (βαθμολογία 2,02) ενώ στην πρώτη δεκάδα βρίσκονται επίσης η Κίνα (1,82), ο Καναδάς (1,80), η Γερμανία (1,75), το Ηνωμένο Βασίλειο (1,73), η Ιαπωνία (1,73), η Αυστραλία (1,63), η Γαλλία (1,60), η Ινδία (1,60) και η Σιγκαπούρη (1,57).
Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει μια σχετικά πρόσφατη μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας η οποία καταγράφει διάφορες ρυθμίσεις που αφορούν τις ΑΞΕ (Βλέπε World Bank, Investing Across Border 2010: Indicators of foreign direct investment regulation in 87 countries). Κάποιες βασικές παρατηρήσεις για την Ελλάδα έχουν ως εξής: (1) Η Ελλάδα μαζί με την Ισπανία είναι οι μοναδικές χώρες υψηλού εισοδήματος του Ο.Ο.Σ.Α. που δεν έχουν διαθέσιμα ηλεκτρονικά έγγραφα στο ίντερνετ για την έναρξη μιας αλλοδαπής επιχείρησης, (2) Η εφαρμογή της διαιτησίας στις εμπορικές διαφορές στην Ελλάδα παίρνει περίπου ένα έτος, σε αντίθεση με τη Γαλλία όπου παίρνει ένα μήνα, (3) Η Ελλάδα συγκαταλέγεται σε μια ομάδα χωρών οι οποίες θέτουν περιορισμούς στην ιδιοκτησία από ξένους σε τουλάχιστον 1/3 των κλάδων επιχειρηματικής δραστηριότητας που λήφθηκαν υπόψη. Στην ίδια ομάδα συγκαταλέγονται χώρες όπως η Βολιβία, η Κίνα, η Αιθιοπία, η Ινδία, η Ινδονησία, η Μαλαισία, το Βιετνάμ, κτλ., (4) Στην Ελλάδα τουλάχιστον ένα μέλος του Δ.Σ. πρέπει να είναι κάτοικος Ελλάδας (ανάλογος περιορισμός υπάρχει στη Μαδαγασκάρη και τον Μαυρίκιο), (5) Η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες με την ταχύτερη μίσθωση (leasing) γής από το Δημόσιο, (6) Για την έναρξη μιας ξένης επιχείρησης χρειάζονται 22 ημέρες και 18 διαδικασίες. O σχετικός δείκτης (σκορ) της Παγκόσμιας Τράπεζας για την ευκολία ίδρυσης ξένης επιχείρησης στην Ελλάδα ισούται με 68,4. Τα αντίστοιχα νούμερα για τις 12 χώρες μέλη του Ο.Ο.Σ.Α. με υψηλό εισόδημα είναι 21 (ημέρες), 9 (διαδικασίες) και 77,8 (σκορ) ενώ για το σύνολο των 87 χωρών που εξετάζονται στην αναφορά της Παγκόσμιας Τράπεζας είναι 42 (ημέρες), 10 (διαδικασίες) και 64,5 (σκορ), (7) Ο δείκτης δικαιωμάτων μίσθωσης γης (strength of lease rights index) ισούται με 85,7 (μέσος όρος 12 χωρών Ο.Ο.Σ.Α. = 92,2 και μέσος όρος 87 χωρών = 82,1) και ο δείκτης δικαιωμάτων ιδιοκτησίας γης (strength of ownership rights index) ισούται με 100 (μέσος όρος 12 χωρών Ο.Ο.Σ.Α. = 100 και μέσος όρος 87 χωρών = 92,2). Ο δείκτης προσβασιμότητας σε πληροφορίες σχετικές με τη γη (access to land information index – π.χ. On-line βάση κτηματολογίου) είναι 47,4 (μέσος όρος 12 χωρών Ο.Ο.Σ.Α. = 52,5 και μέσος όρος 87 χωρών = 41,3) ενώ ο δείκτης διαθέσιμων πληροφοριών σχετικά με τη γη (availability of land information index – π.χ. ιστορικό συμβολαίων, αξία, έκταση, φορολογικές υποχρεώσεις κ.λπ.) ισούται με 80 (μέσος όρος 12 χωρών Ο.Ο.Σ.Α. = 84,2 και μέσος όρος 87 χωρών = 70,6). Αναφορικά με τη διαιτησία στις εμπορικές διαφορές, η Παγκόσμια Τράπεζα βαθμολογεί τις χώρες με βάση τρείς δείκτες: (1) Ο πρώτος δείκτης έχει να κάνει με το νομικό πλαίσιο (strength of laws index) και αντικατοπτρίζει το κατά πόσο υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι επίλησης της διαφοράς, αν υπάρχουν διαφορές στον τρόπο επίλυσης μεταξύ εγχώριων και διεθνών εμπορικών διαφορών, αν η χώρα έχει αποδεκτεί τις διεθνείς συμφωνίες και πρακτικές, αν υπάρχει τρόπος για ταχεία ή on-line επίλυση διαφορών, κτλ. Η βαθμολογία της Ελλάδας στον δείκτη αυτό ισούται με 97,4 (μέσος όρος 12 χωρών Ο.Ο.Σ.Α. = 94,2 και μέσος όρος 87 χωρών = 85,2). (2) Ο δεύτερος δείκτης έχει να κάνει με το βαθμό ευκολίας στη διαδικασία διαιτησίας (ease of process index) φανερώνοντας εάν είναι εύκολο να εξαχθεί το συμπέρασμα της συμφωνίας διαιτησίας, αν υπάρχει διάκριση μεταξύ διεθνούς και εγχώριας διαιτησίας, εάν υπάρχουν περιορισμοί σχετικά με την επιλογή συμβούλων, ελευθερία επιλογής της γλώσσας της διαδικασίας κ.λπ. Η βαθμολογία της Ελλάδας στον δείκτη αυτό ισούται με 86,1 (μέσος όρος 12 χωρών Ο.Ο.Σ.Α. = 83,3 και μέσος όρος 87 χωρών = 70,6). (3) Ο τρίτος δείκτης έχει να κάνει με την παροχή βοήθειας από το δικαστικό σύστημα (extent of judicial assistance index) και φανερώνει το κατά πόσο τα δικαστήρια αποδέχονται και εφαρμόζουν αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις και τον απαιτούμενο χρόνο για την εφαρμογή τους. Η βαθμολογία της Ελλάδας στον δείκτη αυτό ισούται με 48,6 (μέσος όρος 12 χωρών Ο.Ο.Σ.Α. = 77,6 και μέσος όρος 87 χωρών = 57,9).
Εν κατακλείδι, από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι το πρόβλημα με την Ελλάδα δεν βρίσκεται απαραίτητα μόνο στις διαρθρωτικές αλλαγές που πρέπει να γίνουν. Σίγουρα πολλά πράγματα μπορούν να βελτιωθούν (π.χ. γραφειοκρατία και διαδικασίες έναρξης αλλοδαπής επιχείρησης). Ωστόσο, παρά τις κάποιες αποκλίσεις η βαθμολογία της Ελλάδας είναι κοντά σε αυτή των άλλων χωρών του Ο.Ο.Σ.Α. και καλύτερη από το μέσο όρο των 87 χωρών. Το μεγάλο πρόβλημα αυτή τη στιγμή είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης προς την υπάρχουσα πολιτική ηγεσία από σημαντικό μέρος επιχειρήσεων οι οποίες αναζητούν επενδυτικές ευκαιρίες στην Ελλάδα προσδοκώντας να έχουν μακροχρόνια οφέλη και χαμηλό ρίσκο. Η επιχειρηματικότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προσδοκία κέρδους. Διαφορετικά, δεν θα μιλούσαμε για επιχειρήσεις αλλά για κοινωφελή ιδρύματα. Μεγάλο κομμάτι της τωρινής κυβέρνησης δεν μπορεί να το καταλάβει ή να το αποδεκτεί αυτό, με αποτέλεσμα να έχουμε πισωγυρίσματα ακόμα και σε δρομολογημένες αποκρατικοποιήσεις. Οι ΑΞΕ θα μπορούσαν να ρίξουν νέο χρήμα στην αγορά, να μειώσουν την ανεργία και να αυξήσουν τα έσοδα από τη φορολογία. Για να γίνει αυτό οι φορολογικοί συντελεστές θα πρέπει να μειωθούν προκειμένου η Ελλάδα να γίνει πιο ανταγωνιστική στην προσέλκυση ΑΞΕ. Άλλωστε είναι καλύτερα να υπάρχει φορολογικός συντελεστής 10% σε ένα Χ ποσό κερδών παρά συντελεστής 29% σε μηδενικό ποσό κερδών. Εδώ βέβαια θα πρέπει να υπάρξει και δέσμευση για ένα σταθερό φορολογικό πλαίσιο για εύλογο χρονικό διάστημα (π.χ. μια δεκαετία). Πριν από λίγες ημέρες συμπληρώθηκαν 18 μήνες στην εξουσία από τον κυβερνών συνασπισμό. Καλό θα ήταν τα στελέχη του να αφήσουν στο πλάι τις πολιτικές αγκυλώσεις τους και να αναλάβουν δράσεις για την ταχεία ολοκλήρωση των αποκρατικοποιήσεων και την προσέλκυση νέων ΑΞΕ.
*Αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Μηχανικών Παραγωγής και Διοίκησης του Πολυτεχνείου Κρήτης & Γραμματέας του Δ.Σ. της Επιστημονικής Εταιρείας Χρηματοοικονομικής Μηχανικής και Τραπεζικής.