Από καιρό ο γιατρός μου πνευμονολόγος – ποιητής Γρηγόρης Γ. Γεωργουδάκης με αιφνιδίασε ευχάριστα παρουσιάζοντάς μου στο ευρύχωρο και καλαίσθητο γραφείο του την καινούρια του ποιητική συλλογή “Αμμογραφίες” που κυκλοφορήθηκε την Άνοιξη 2015 από τις εκδόσεις “Έρεισμα”.
Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε την Τετάρτη 27 Μαΐου στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων και δυστυχώς απουσίαζα λόγω ασθενείας μου. Την παρουσίαση έκαμε ο πολύπειρος και ακούραστος Φιλόλογος κ. Κώστας Μουτζούρης και της κόρης του ποιήτριας Δήμητρας η επίσης Φιλόλογος Βαρβάρα Περράκη, Αντιδήμαρχος Πολιτισμού και διά βίου μάθησης.
Βλέπετε οι καλοκαιρινές μου διακοπές, τα μπάνια στο Σταυρό, η βάρκα και πάνω απ’ όλα οι φωνές, τα γέλια, τα παιχνίδια και η μοναδική παρέα των τεσσάρων μικρών εγγονών μου, με καθυστέρησαν να γράψω έστω δυο λόγια για το θαυμάσιο αυτό βιβλίο.
Ό,τι κι αν χαράξεις στην άμμο αργοσβήνει νομοτελειακά με την επίδραση του ανέμου και ο τίτλος “Αμμογραφίες” είναι χαρακτηριστικός.
Όπως ο Φοίνικας αναγεννάται από την τέφρα του, έτσι και πολλά από τα ποιήματα της συλλογής εκπέμπουν αισιοδοξία και δίψα για ζωή. Άλλωστε η αισιοδοξία του φανερώνεται περίτρανα και από τη φωτογραφία της μακαριστής μητέρας του, που μ’ ένα πλατύ κι όμορφο χαμόγελο που γεμίζει το κάδρο της, τον συντροφεύει διαρκώς δίπλα από το γραφείο του.
Όμως και η απαισιοδοξία, συστατικό της πολυκύμαντης ζωής μας, εκφράζεται σε αρκετά άλλα με βαθύ νόημα. Ορισμένα είναι αφιερωμένα σε πρόσωπα που δεν γνώρισε ή που δεν γνωρίζει ο αναγνώστης, όμως για τον ποιητή έχουν καθοριστική σημασία.
Παραθέτω παρακάτω μερικά ποιήματα ή αποσπάσματα ποιημάτων και από τις δύο κατηγορίες χωρίς κανένα άλλο σχολιασμό.
ΟΤΑΝ ΦΥΣΑ Όταν φυσά/τα σχήματα παραμορφώνονται/λέξεις κυνηγούν η μια την άλλη/και μια σκόνη νεκρών φύλλων αιωρείται στην πόλη./Εσύ όμως ασάλευτη, λαμπρή/αιτιατός λόγος/φύλλο χρυσό στο σώμα της. – Το πιο μικρό αετόπουλο πέντε χρονών/κάτω απ’ τα ψηλά τα κυπαρίσσια/ από ένα χαρτονάκι/απαγγέλλει ως αλέκτωρ/ωσάν χαρταετό/σηκώνει την ανατολή.
Η ΠΡΟΒΟΛΗ Μάνα Μαδάρα έχουμε/και κύρης μας ο ήλιος./Το κυπαρίσσι τ’ αψηλό το ‘χουμε ψυχαδέρφι/και του πελάγου τους αφρούς/τα κύματα/και δώδεκα ποτάμια/για κοπέλια.
– Μεσόκοπες γνέθουν την αντρειοσύνη
κλωνί χρυσό αιματόβρεχτο
γελέκο για τα αγγόνια
να το φοράν ν’ αντρειεύονται
σαν περπατούν στο μέλλον.
– Εγώ σπαθί είσαι η θήκη
που το γαληνεύει.
Είμαι η θάλασσα εσύ ο άνεμος τη ζωντανεύει.
Τι δικό σου και τι δικό μου;
Ποιος ο χώρος της αναπνοής που περιμένει;
Εσύ είσαι αυτή που έρχεται και φεύγει.
– Είναι το άδειο, το κενό της σελίδας
το πολύτιμο που δεν έγραψα
ίσως το ωραιότερο ποίημα
συνωστίζονται και συνωμοτούν
στάσεις, σώματα, ξύλα, νερά
συνήθη υλικά δηλαδή
ενώ το ασύλληπτο αντικειμενικό
κρυφογελά πίσω απ’ τη σελίδα.
Ήσουν εκεί στην πολυθρόνα
Δεδομένος ως αιώνιος
Άρχων του οίκου σιωπηρός
Ανυποψίαστα έφυγες
Κι είδαμε ρωγμή μεγάλη στο σπίτι.
– Έβαλες κόκκινο φόρεμα κόκκινα χείλη
νικηφόρο σάλπισμα και κραυγή
στη ζωή που συνεχίζει δίπλα σου ταπεινή
να ζήσεις όπως ποτέ
ποτέ πριν και ποτέ μετά…
Η αντίληψη της ύπαρξής μας
έρχεται αργότερα απ’ το γίγνεσθαι
ο χρόνος μακρύς
-ως εσαεί παρών-
εμείς ελάχιστοι
στο πέλαγός του…
Το ποίημα αυτό είναι εμβληματικό γιατί αναφέρεται στον Ιατροφιλόσοφο παππού του με το ανήσυχο και ερευνητικό πνεύμα.
Σίγουρα θα επηρέασε τους απογόνους του -πατέρα και κόρη- στο δημιουργικό τους ταλέντο που εκδηλώνεται με τη μορφή ποίησης, ζωγραφικής και άλλων καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων.