«Αμόκ;… Νομίζω πως το ’χω ξανακούσει… Το λένε στη Μαλαισία… Κάτι σαν μεθύσι;».
«Είναι περισσότερο από μεθύσι… είναι τρέλα, κάτι σαν ανθρώπινη λύσσα… ένας παροξυσμός δολοφονικής αλλόφρονης μονομανίας, που δεν συγκρίνεται με τη μέθη από κανένα ποτό… Είχα την ευκαιρία να μελετήσω εγώ ο ίδιος κάποια περιστατικά αυτά τα χρόνια που έμεινα εκεί -όταν πρόκειται για άλλους, τότε είμαστε πάντα παρατηρητικοί και έξυπνοι- χωρίς ωστόσο ποτέ να κατορθώσω να εξιχνιάσω το φριχτό αίνιγμά του, τις αιτίες που το προκαλούν… Σχετίζεται ίσως με το κλίμα, με την αποπνικτική υγρασία, τη βαριά ατμόσφαιρα που πιέζει τα νεύρα σαν μπόρα έτοιμη να ξεσπάσει, ώσπου σπάνε… Το αμόκ, λοιπόν…, ναι, το αμόκ… Ακούστε τι είναι το αμόκ: Ένας Μαλαισιανός, ένα απλός, συνηθισμένος, καλός άνθρωπος, πίνει ήσυχα το ποτό του… Κάθεται απαθής, αδιάφορος, χωρίς να κάνει τίποτα… έτσι όπως καθόμουν κι εγώ στο δωμάτιο μου… και ξαφνικά τινάζεται όρθιος, αρπάζει το μαχαίρι του και βγαίνει τρέχοντας στον δρόμο… Τρέχει ίσια μπροστά, πάντα μπροστά… Δεν ξέρει, δεν νοιάζεται για πού… Κι ό,τι φανεί εμπρός του, ζώο ή άνθρωπος το μαχαιρώνει, το σφάζει και η μυρωδιά του αίματος τον τρελαίνει ακόμα πιο πολύ…».
Η εξορία
Οι ήρωες του Τσβάιχ αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο τους· ακόμα και εκείνοι που θεωρητικά λαμβάνουν μόνοι τους
την απόφαση να αναζητήσουν καταφύγιο στη φυγή, έχουν βαθιά επίγνωση της σκληρής πραγματικότητας: καμία επιλογή δεν έγινε, μονόδρομος υποχρεωτικής κατεύθυνσης απλώθηκε εμπρός τους, εκείνοι απλώς είπαν: θα φύγω. Ψευδαίσθηση ελέγχου. Δεν έχει σημασία αν είναι λίγα χιλιόμετρα εκείνα που τους χωρίζουν από το μέρος που αναδύεται στο άκουσμα της λέξης: σπίτι. Μια λίμνη ή ένας ωκεανός, μια ήπειρος, τι σημασία άραγε έχει; Εκεί, σε τόπο ξένο, βυθισμένοι σε απόγνωση, συνειδητοποιούν πως η επιστροφή, εκτός από αδύνατη, απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί λυτρωτική, όμως, και παρά τη λογική προσέγγιση, ο νόστος προελαύνει θριαμβευτικά.
Το πάθος
Πυξίδα προσανατολισμού, επαναλαμβανόμενα αποδεδειγμένης μαγνητικής ανισορροπίας, υπεύθυνης, εν πολλοίς, για το σημερινό αδιέξοδο και όμως, τόσο προβλέψιμα, οδηγός για το αύριο, πάντα είναι το πάθος. Ανθρωποι αδύναμοι, που μια στιγμιαία επαφή με το πάθος τους τους προσφέρει μια αίσθηση θεϊκή, σύντομη και ίσως ψευδή, μα γλυκιά και υποσχόμενη πολλά, και εκείνοι, δίχως δεύτερη σκέψη, τρέχουν στο κατόπι της, αιμορραγώντας και τρεκλίζοντας.
Εύθραυστοι
Η ακατάπαυστη διαδοχή της ελπίδας από την απογοήτευση επιβαρύνει την ούτως ή άλλως εύθραυστη ψυχοσύνθεση των ηρώων, η τρέλα από τη λογική απέχει ελάχιστα, ποιος δεν το ξέρει αυτό άραγε; Μια στιγμή, και όλα αλλάζουν. Ούτε ελπίδα ούτε απογοήτευση πια.
Η εξορία.
Το πάθος.
Ο θάνατος.
Τέλος όλων ο θάνατος, όχι ως φιλοσοφική βεβαιότητα, αλλά ως βίαιη διάρρηξη του παρόντος, η τελευταία πράξη του υποκειμένου πριν το πέρασμα στο βασίλειο της λήθης.
Ο συγγραφέας
Ο Στέφαν Τσβάιχ γεννήθηκε στη Βιέννη το 1881. Ασχολήθηκε με πολύ διαφορετικά λογοτεχνικά είδη. Οι νουβέλες τού χάρισαν φήμη και αναγνώριση. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του το 1934. Περιπλανήθηκε σε διάφορες χώρες. Στις 23 Φεβρουαρίου 1942, μαζί με τη γυναίκα του, αυτοκτόνησε στη Βραζιλία.