Στο πλαίσιο του προβληματισμού της ομάδας μας σχετικά με τα πλεονεκτήματα του τόπου μας η απάντηση όλων μας ήταν κοινή.
O φυσικός πλούτος του. Αυτός είναι που κάνει τον τόπο μας μοναδικό, αυτός είναι που διαμορφώνει τον χαρακτήρα μας, αυτός είναι που έθρεψε τους παππούδες και τους γονείς μας, αυτός είναι που πρέπει να διαφυλάξουμε αν θέλουμε να συνεχίσουμε να ανήκουμε οργανικά σε αυτόν τον τόπο και να μην αισθανθούμε ποτέ ξένοι προς αυτόν, είτε ζήσουμε εδώ είτε κάθε φορά που θα γυρνάμε πίσω, αν η ζωή μας οδηγήσει μακριά από αυτόν.
Η Κρήτη έχει σχεδόν τόσα είδη και υποείδη φυτών (περίπου 1.750), όσα σχεδόν και ολόκληρη η Αγγλία (1.450), αν και η Κρήτη είναι 35 φορές μικρότερη. Ο πλούτος, όμως, αυτός δεν αποτυπώνεται μόνο στον συνολικό αριθμό, αλλά και στο ποσοστό του ενδημισμού, στον αριθμό δηλαδή των ειδών που φυτρώνουν μόνο στην Κρήτη και πουθενά αλλού στον κόσμο. Στην Κρήτη, ο αριθμός αυτός είναι περίπου 160 είδη και υποείδη, δηλαδή το 9% των ειδών χλωρίδας είναι μοναδικά. Tο νησί έχει ένα από τα πιο πλούσια και πιο ενδιαφέροντα οικοσυστήματα της Ευρώπης.
Διερευνώντας τα ενδημικά φυτά της Κρήτης διαπιστώσαμε πως η «αμπελιτσιά» ή «ανέγνωρο» που έχει ταυτίσει το όνομά της με ένα προϊόν, σήμα κατατεθέν της Κρήτης, την παραδοσιακή κατσούνα, είναι ένα φυτό ενδημικό που ταυτόχρονα είναι και απειλούμενο και έχει τεθεί σε προστασία από την ελληνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία και Διεθνείς Συνθήκες. Σύμφωνα με τις επιστημονικές καταγραφές φύεται σε όλους τους ορεινούς όγκους της Κρήτης αλλά σχεδόν το 80% του συνολικού πληθυσμού του είδους εντοπίζεται στα Λευκά Όρη. Ανήκει στο σπάνιο γένος Zelkova που έχει μόνο 6 είδη συνολικά με πολύ περιορισμένη γεωγραφική εξάπλωση.
Πήραμε συνέντευξη από την κ. Ηλέκτρα Ρεμούνδου, τεχνολόγο – γεωπόνο του Μ.Α.Ι.Χ., η οποία μας πληροφόρησε ότι «ο πληθυσμός της αμπελιτσιάς υπολογίζεται μόνο στις 300.000. Η ύπαρξή της χρονολογείται περίπου 8 εκατομμύρια χρόνια πριν, ενώ το παλαιότερο δέντρο που έχει βρεθεί είναι πάνω από 300 χρόνων».
Η ίδια ερευνήτρια μας πληροφόρησε ότι το φυτό απειλείται από την υπερβόσκηση, η οποία εμποδίζει την ανάπτυξη των θαμνοειδών μορφών σε δέντρα, αλλά και την αλόγιστη χρήση της κατά το παρελθόν για την κατασκευή της παραδοσιακής κατσούνας λόγω της εμπορευματοποίησης αυτής της παραδοσιακής πρακτικής. Εξίσου σημαντικές απειλές που δεν πρέπει να υποτιμούμε είναι οι πυρκαγιές και η ξηρασία.
Το Μ.Α.Ι.Χ. σε συνεργασία με τις Διευθύνσεις Δασών υλοποιεί δράσεις προστασίας και διατήρησης της αμπελιτσιάς σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Fribourg της Ελβετίας, απώτερος στόχος των οποίων είναι όχι μόνο η προστασία της φυσικής, αλλά και της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου μας, αφού, όπως αναφέραμε η αμπελιτσιά είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κατασκευή της παραδοσιακής κατσούνας.
Κατσούνα ονομάζεται το μπαστούνι των κρητικών. Η κατσούνα εξυπηρετούσε πρακτικά ζητήματα της καθημερινότητας. Το δύσβατο έδαφος της Κρήτης έκανε την κατσούνα απαραίτητη στους βοσκούς, τη χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά του σακουλιού τους με το κολατσιό τους, χρησίμευε ως όπλο αφού το χτύπημα λόγω των πολλών ρόζων ήταν επώδυνο. Χρησίμευε ακόμα για να καθαρίζουν τα μονοπάτια από κλαδιά καθώς και να εγκλωβίζουν ζώα που προσπαθούσαν να τους ξεφύγουν.
Για την κατασκευή της κατσούνας χρησιμοποιούσαν το ξύλο της αμπελιτσιάς λόγω της ανθεκτικότητας, της ελαστικότητας και της ευλυγισίας του, όπως μας εξήγησε η κ. Ρεμούνδου. Επιπλέον, όπως μας είπε ο Γιώργος Κ. από την Κίσαμο που ασχολείται με την κατασκευή της κατσούνας «Αυτό το ξύλο έχει εκ φύσεως πολλούς ρόζους. Οι ρόζοι αυτοί εκτός από αντοχή, δίνουν στην κατσούνα και μία μοναδική ομορφιά».
Βέβαια, για να δημιουργηθεί μια κατσούνα πρέπει πρώτα από όλα να βρεθεί το κατάλληλο ξύλο και να κοπεί στη λίγωση του φεγγαριού, που το ξύλο έχει όλους τους χυμούς του, διότι αλλιώς η κατσούνα θα μαμουνιάσει ή θα σπάσει, όπως μας εξήγησε ο Νίκος Μπριλάκης. Στη συνέχεια ακολουθεί η διαδικασία ξυσίματος και ισιώματος του ξύλου για να φτάσει τέλος στο γυρίδι μια από τις δυσκολότερες φάσεις. Στη φάση αυτή χρησιμοποιείται η φωτιά, «η ανθρακώβολη» ή σήμερα καμινέτο. Μετά από αυτά τα στάδια η κατσούνα είναι έτοιμη για χρήση ξεπερνώντας τις περισσότερες φορές το 1,5 μέτρο ύψος.
Οι περισσότεροι κατασκευαστές με τους οποίους μιλήσαμε είναι ερασιτέχνες και έμαθαν την τέχνη από μεράκι, αφού τους έδειξε κάποιος μεγαλύτερος ή είναι αυτοδίδακτοι. Όπως μας είπε ο Μαθιός ο Καπαδουκάκης από την Εξώπολη, που άρχισε να φτιάχνει κατσούνες μοναχός του, οι νέοι σήμερα δεν ενδιαφέρονται για να μάθουν την τέχνη, αν και υπάρχει κάποια ζήτηση για κατσούνες. Έτσι το επάγγελμα αυτό τείνει να εξαφανιστεί.
Επειδή, όμως, η αμπελιτσιά είναι πλέον απειλούμενο είδος και η χρήση της έχει απαγορευθεί, όπως μας είπε ο Γιώργος Κ. από την Κίσαμο σήμερα χρησιμοποιείται το πρινάρι, οι παλιές μουρνιές που είχαμε στην Κρήτη οι λεγόμενες «μαύρες μουρνιές» και οι λωτοί».
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό πως φύση, πολιτισμός, παράδοση και ταυτότητα ενός τόπου πάνε μαζί και πως, αν δεν το καταλάβουμε εγκαίρως ο τόπος αυτός θα γίνει ένας ξένος, ένας άγνωστος και εμείς άνθρωποι χωρίς πατρίδα.
ΓΕΛ Βάμου
Εργάστηκαν οι μαθητές
Γουνάκη Σοφία – Ζαμπετάκη Βασιλεία
Κοτσιφάκης Γιάννης – Ξενάκης Γιώργος
Σάλι Ειρήνη – Φούντου Ιωάννα
Χαρροκοπάκη ΠηνελόπηΥπεύθυνες καθηγήτριες
Γουρνιεζάκη Καλλιόπη
Καραδάκη Όλγα
Μπιλάλη Μαρία